Γιάννης Α. Μυλόπουλος
Ανάπτυξη και Περιβάλλον συνιστούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται στο περιβάλλον και στα φυσικά αγαθά, τα οποία όμως υποβαθμίζει και εξαντλεί.
Πίσω από κάθε αναπτυξιακή δραστηριότητα βρίσκεται ένα
πληγωμένο οικοσύστημα, όπως και πίσω από κάθε περιβαλλοντικό πρόβλημα βρίσκεται
μια αναπτυξιακή δραστηριότητα που υπερέβη τα όρια της φύσης.
Η παθογένεια του αναπτυξιακού μοντέλου που εφαρμόστηκε
μέχρι σήμερα και οδήγησε στην περιβαλλοντική, την κλιματική, αλλά και στην
οικονομική κρίση, συνοψίζεται στους φρενήρεις ρυθμούς μιας κερδοσκοπικής
οικονομικής ανάπτυξης που παραβίασε τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη.
Μια οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή, που λόγω της
εντατικοποίησης των ρυθμών της για λόγους κερδοσκοπικούς, εξάντλησε τα φυσικά
αποθέματα, κατέστρεψε τη φύση, υποβάθμισε τα οικοσυστήματα και συγκέντρωσε στην
ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες θερμοκηπικών αερίων που συνέβαλαν στην
υπερθέρμανση της γης.
Η τρέχουσα κυρίαρχη ανάγνωση του αναπτυξιακού αδιεξόδου,
υπό τη σκιά της κλιματικής κρίσης, η οποία όμως είναι η κορυφή του παγόβουνου
μιας ευρύτερης περιβαλλοντικής κρίσης, υποτιμά τη μεγάλη εικόνα της υπέρβασης
των ορίων της γης. Και επικεντρώνει μονομερώς το ενδιαφέρον της παγκόσμιας
κοινότητας αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μέσω της
«πράσινης» μετάβασης και της κλιματικής ουδετερότητας.
Αναδεικνύεται, έτσι, η «πράσινη» μετάβαση σαν αυτοσκοπός
και υποβαθμίζεται η μεγάλη εικόνα της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας του
περιβάλλοντος, που είναι η αιτία που οδήγησε τόσο στην περιβαλλοντική
υποβάθμιση, όσο και στην κλιματική αλλαγή.
Η μονομερής αυτή επικέντρωση στο στόχο της «πράσινης»
μετάβασης δεν είναι, ασφαλώς, απαλλαγμένη από την ιδιοτέλεια της πίεσης των
μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Τα οποία επιδιώκουν τη συνέχιση της ίδιας
τακτικής της εκμετάλλευσης της φύσης για ίδιο όφελος. Που επιδιώκουν, δηλαδή,
τη συνέχιση της ίδιας κερδοσκοπικής αντιμετώπισης της φύσης, μέσω της επίτευξης
του νέου και προσαρμοσμένου στη σύγχρονη πραγματικότητα στόχου της «πράσινης»
μετάβασης και της κλιματικής ουδετερότητας.
Το δυνατό σημείο, άλλωστε, του φιλελεύθερου μοντέλου για
την οικονομική ανάπτυξη, είναι η ευκολία με την οποία προσαρμόζεται στις νέες
συνθήκες, προκειμένου να συνεχίσει την ίδια κερδοσκοπική του πορεία.
Σύμφωνα με αυτήν τη μονομερή και όχι απαλλαγμένη από
ιδιοτέλειες ανάγνωση του αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και κλιματικού
ζητήματος, για όλα τα σημερινά προβλήματα ευθύνεται η απόλυτη εξάρτηση του
αναπτυξιακού μοντέλου από τον άνθρακα. Μια εξάρτηση που οδήγησε, πράγματι, σε
μεγάλες εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, που είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του
φαινομένου του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, προκαλώντας την υπερθέρμανση του
πλανήτη.
Η λύση, συνεπώς, για την υπέρβαση της κλιματικής κρίσης,
σύμφωνα με την τρέχουσα κυρίαρχη αντίληψη, βρίσκεται στην απανθρακοποίηση και
την κλιματική ουδετερότητα. Στην αντικατάσταση, δηλαδή, του άνθρακα ως
αποκλειστικού ενεργειακού πόρου, με σύγχρονα συστήματα Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας.
Η εκδοχή αυτή για την αναστροφή του περιβαλλοντικού
ζητήματος είναι μονομερής, γιατί εξετάζει μόνο τη μια όψη του προβλήματος.
Αυτήν που έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή.
Όμως το πρόβλημα της περιβαλλοντικής κρίσης είναι
ευρύτερο και γενικότερο. Μια εκδήλωσή του μόνο είναι η κλιματική κρίση.
Επιπλέον αυτής υπάρχουν:
Τα τεράστια
ζητήματα της επάρκειας των φυσικών αποθεμάτων που εξαντλούνται, με πιο
χαρακτηριστικό το πρόβλημα των αρνητικών ισοζυγίων του νερού στις λεκάνες
απορροής, που θέτει σε αβεβαιότητα την επάρκεια του νερού και προκαλεί τη
μεγάλη απειλή της λειψυδρίας.
Το πρόβλημα της
αποδάσωσης και της καταστροφής των οικοσυστημάτων, στην προοπτική μιας
καταστροφικής οικονομικής ανάπτυξης που στηρίζεται στην ιδιωτικοποίηση της
φύσης, με σκοπό την υπέρμετρη εκμετάλλευσή της. Οι ιδιωτικοποιήσεις των
δημόσιων αγαθών προκαλούν την περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική
ερημοποίηση της υπαίθρου, η οποία με τη σειρά της επιδεινώνει την κλιματική κρίση
και τις φυσικές καταστροφές που αυτή προκαλεί
Το πρόβλημα της
εξαφάνισης της χλωρίδας και της πανίδας, που διαρρηγνύει την οικολογική αλυσίδα
και ανατρέπει την οικολογική ισορροπία, επιδεινώνοντας τα περιβαλλοντικά
προβλήματα και ενισχύοντας τα ζητήματα της επάρκειας των αποθεμάτων, του νερού
και της τροφής.
Ακολουθεί μεγάλη λίστα προβλημάτων περιβαλλοντικής
υποβάθμισης που σχετίζονται με τη υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των
οικοσυστημάτων, τα οποία ούτε βελτιώνονται, ούτε συνεπώς και αντιμετωπίζονται
αποκλειστικά και μόνο με την απανθρακοποίηση και την κλιματική ουδετερότητα.
Αντίθετα, πολλά από αυτά τα περιβαλλοντικά προβλήματα
επιδεινώνονται και οι συνέπειές τους ενισχύονται από την βεβιασμένη προσπάθεια
αλλαγής κλιματικού προτύπου και την χωρίς μέτρο και χωρίς εκτίμηση των
επιπτώσεων επιχείρηση απεξάρτησης από τον άνθρακα.
Κορυφαίο παράδειγμα η αποδάσωση και η καταστροφή του
πρασίνου, η οποία προκαλείται από τη βιαστική προσπάθεια συγκέντρωσης
βιομηχανικής κλίμακας αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων σε πρώην δασικές και
κάποτε πράσινες περιοχές.
Με συνέπεια την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και την
ενίσχυση των φυσικών καταστροφών που αυτή προκαλεί, ανατροφοδοτώντας πυρκαγιές
και πλημμύρες.
Αλλά και η βίαιη απανθρακοποίηση, με την βιαστική και
απότομη απομάκρυνση από τον εγχώριο και γι’ αυτό φτηνό λιγνίτη, που οδήγησε
στην απόλυτη εξάρτηση από το ακριβό φυσικό αέριο και μαζί με αυτό και από τα
ολιγοπώλια που το διαχειρίζονται διεθνώς.
Με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης, αλλά
και την εκτόξευση της ακρίβειας στη χώρα μας στα ύψη.
Ένα πρόβλημα που η υπόλοιπη Ευρώπη το αντιμετώπισε με τη
σταδιακή απανθρακοποίηση, μια και ο ευρωπαϊκός στόχος για την κλιματική
ουδετερότητα δίνει χρονικά περιθώρια και δεν επιβάλλει την άμεση και βίαιη
απεξάρτηση από τον άνθρακα.
Το φυσικό αέριο, άλλωστε, άνθρακας είναι και αυτό, έστω
και σε καθαρότερη μορφή από τον λιγνίτη.
Η υπόθεση της αναζήτησης ενός νέου, «πράσινου» μοντέλου
ανάπτυξης, δεν είναι απαλλαγμένη από τις ιδιοτέλειες και τις κερδοσκοπικές
επιδιώξεις μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Τα οποία, μπροστά στην
κατασκευαστική και την εν γένει οικονομική κρίση που πλήττει τον κλάδο των
κατασκευών και των έργων υποδομής, βρήκαν στην εγκατάσταση «πράσινων»
συστημάτων παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μια νέα διέξοδο για την
κερδοφορία και τον πλουτισμό τους.
Έτσι, σήμερα, ζούμε στη σκιά ενός τεχνητού διλήμματος.
Της επιλογής ανάμεσα στην «γκρίζα» ανάπτυξη του άνθρακα αφενός και στην
βεβιασμένη και χωρίς εκτίμηση των επιπτώσεων επιδίωξη της «πράσινης» ανάπτυξης
των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, αφετέρου.
Μόνο που το δίλημμα είναι μονοθεματικό και δεν παίρνει
υπόψη του τη μεγάλη εικόνα της περιβαλλοντικής κρίσης. Καθώς υπολογίζει μόνο
ένα… βολικό, για την οικονομική ολιγαρχία, κομμάτι της, αυτό που συνδέεται με
τις «πράσινες» επενδύσεις.
Η «γκρίζα» ανάπτυξη, όμως, η ανάπτυξη που εφαρμόστηκε
μετά τη βιομηχανική επανάσταση, είχε ως κύριο χαρακτηριστικά την επιδίωξη της
εκμετάλλευσης της φύσης που οδήγησε στην υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας της
γης. Αυτή ήταν η πρωτογενής αιτία που οδήγησε τόσο στην αλλαγή του κλίματος,
όσο όμως και στην υποβάθμιση της φύσης, στην εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων
και στην καταστροφή του περιβάλλοντος.
Έτσι, σήμερα, υποτιμώντας τη μεγάλη εικόνα μιας ανάπτυξης
που υπερβαίνει τις αντοχές της φύσης και εστιάζοντας μόνο στο κομμάτι της
υπερσυγκέντρωσης άνθρακα στην ατμόσφαιρα με συνέπεια την υπερθέρμανση,
χρησιμοποιούνται οι ίδιες μέθοδοι για την επίτευξη μιας γρήγορης κλιματικής
ουδετερότητας, με εκείνες που μας έφεραν στα σημερινά περιβαλλοντικά και
κλιματικά αδιέξοδα.
Εφαρμόζονται δηλαδή για την επίτευξη της «πράσινης»
μετάβασης οι ίδιες οικονομικές πολιτικές που προκάλεσαν την γκρίζα ανάπτυξη της
υπέρβασης των περιβαλλοντικών ορίων και εντέλει της περιβαλλοντικής και
κλιματικής υποβάθμισης.
Με αιχμή την κατασκευή τεράστιων αιολικών και
φωτοβολταϊκών πάρκων σε βάρος των δασών και του αυθεντικού πράσινου της φύσης,
παραβιάζεται και πάλι η φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, αντίθετα, που προτάθηκε ως το
εναλλακτικό μοντέλο για την ανάπτυξη, έναντι εκείνου της καταστροφής της φύσης,
στηρίχθηκε ακριβώς στον σεβασμό της φέρουσας ικανότητας των περιβαλλοντικών
συστημάτων, προτείνοντας τελικά μια ανάπτυξη με όρους και προϋποθέσεις.
Ο βιώσιμος τρόπος αντιμετώπισης του περιβαλλοντικού
ζητήματος, που αναστρέφει αποτελεσματικά και την κλιματική κρίση, είναι αυτός
που εξασφαλίζει ότι οι «πράσινες» επενδύσεις για τις ΑΠΕ θα σεβαστούν τα όρια
της φύσης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη επιβάλλει, επομένως, μια πραγματικά
πράσινη ανάπτυξη, χωρίς εισαγωγικά. Και όχι μια ανάπτυξη που θα καταστρέψει το
πράσινο, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει.
Ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης δηλαδή με
όρους και προϋποθέσεις διατήρησης της φύσης, από την οποία εξαρτάται, άλλωστε,
η οικονομική ανάπτυξη, μπορεί να επιτευχθεί για την πράσινη μετάβαση με την
εφαρμογή τριών διακριτών μέτρων πολιτικής. Τα οποία αντιμετωπίζουν
αποτελεσματικά το μεγάλο πρόβλημα της πράσινης μετάβασης σε μια οικονομία χωρίς
άνθρακα, με τις ελάχιστες δυνατές επιπτώσεις για τη φύση και για το περιβάλλον.
Με τη λογική
ότι δεν υπάρχει «πράσινη» ανάπτυξη χωρίς το αυθεντικό πράσινο της φύσης, πρέπει
να βρεθεί ένας τρόπος για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική ουδετερότητα
που να μην καταστρέφει τα δάση και τα λοιπά οικοσυστήματα. Για να επιτευχθεί
αυτός ο στόχος, χρειάζεται η εκπόνηση και εφαρμογή ενός νέου χωροταξικού
σχεδιασμού για τις ΑΠΕ, με έμφαση στην κατανομή τους στον ηπειρωτικό, αλλά και
στον θαλάσσιο χώρο. Η διασπορά των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων στον χώρο
και η εγκατάσταση αιολικών συστημάτων σε θαλάσσιο περιβάλλον, όπως συμβαίνει
στη βόρεια Ευρώπη, θα εξομαλύνει το πρόβλημα της υπερσυγκέντρωσης των ΑΠΕ σε
συγκεκριμένες τοποθεσίες, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και τις
τοπικές αναπτυξιακές δραστηριότητες.
Να απαγορευτεί
η εγκατάσταση ΑΠΕ σε καμένες δασικές εκτάσεις, ώστε να μπορέσουν να
αποκατασταθούν οι μεγάλες οικολογικές καταστροφές που συμβαίνουν κάθε χρόνο ως
αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης. Η μη αποκατάσταση των οποίων επιδεινώνει την
περιβαλλοντική και την κλιματική κρίση και ανατροφοδοτεί τα ακραία φαινόμενα
και τις φυσικές καταστροφές. Αυτό που πρέπει να αντιμετωπιστεί εδώ είναι το
αντιφατικό, τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής κρίσης να προκαλούν δασικές
καταστροφές, η μη αποκατάσταση των οποίων να επιδεινώνει τις συνθήκες της
κλιματικής κρίσης, ανατροφοδοτώντας το πρόβλημα.
Για να γίνει η
«πράσινη» ανάπτυξη δίκαιη και να μη συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο εκμετάλλευσης
και καταστροφής της φύσης από λίγους, υπέρ μιας κοντόφθαλμης κερδοσκοπικής
ανάπτυξης, πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή στο «πράσινο» εγχείρημα, σε πρώτη
προτεραιότητα, των τοπικών κοινωνιών. Που σημαίνει ότι οι άδειες παραγωγής
πράσινης ενέργειας πρέπει να δοθούν, κατά προτεραιότητα, όχι σε ιδιώτες, οι
οποίοι ενδιαφέρονται για τα κέρδη, αλλά σε ενεργειακές κοινότητες, που θα
ενδιαφερθούν για τον τόπο τους. Στις οποίες θα συμμετέχει η αυτοδιοίκηση, καθώς
και τοπικοί κοινωνικοί φορείς. Με τον τρόπο αυτόν, θα εξασφαλιστεί ο σεβασμός
των οικολογικών ορίων σε τοπικό επίπεδο. Και συγχρόνως, με τη συμμετοχή στην
παραγωγή πράσινης ενέργειας των τοπικών κοινωνιών, θα δοθεί μια δίκαιη λύση
στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια δίκαιη και χωρίς εισαγωγικά
πράσινη ανάπτυξη, που επιδιώκει το μέτρο μεταξύ ανάπτυξης και περιβάλλοντος. Το
οποίο μέτρο χάνεται, όταν τις ανταγωνιστικές σχέσεις των δυο ρυθμίζουν κατά
προτεραιότητα κερδοσκοπικά οικονομικά συμφέροντα.
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ