Μόνικα Αρτινού
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, Μόσχα και Κίεβο ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Παρά λίγο να κατέληγαν σε μία συμφωνία, που όχι μόνο θα σταματούσε τις εχθροπραξίες αλλά θα αναδιαμόρφωνε το γεωπολιτικό τοπίο στην Ανατολική Ευρώπη.
Η εισβολή ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, όταν οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν μια πολυμέτωπη επίθεση σε ολόκληρη την Ουκρανία. Ενώ ο κόσμος παρακολουθούσε με φρίκη τους βομβαρδισμούς ουκρανικών πόλεων, στα τέλη Μαρτίου του 2022, οι δύο πλευρές είχαν εμπλακεί σε πολλαπλούς γύρους συνομιλιών, με σημαντικές συναντήσεις στη Λευκορωσία και την Τουρκία. Το περιοδικό Foreign Affairs περιγράφει όλο το παρασκήνιο σε μία αποκαλυπτική έρευνα.
Η αιτία των διαπραγματεύσεων
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν δικαιολόγησε την εισβολή θέτοντας τον ασαφή στόχο της «αποναζιστικοποίησης» της χώρας. Η πιο λογική ερμηνεία της «αποναζιστικοποίησης» ήταν ότι ο Πούτιν επεδίωκε να ανατρέψει την κυβέρνηση στο Κίεβο, πιθανώς σκοτώνοντας ή συλλαμβάνοντας τον Ζελένσκι.
Ωστόσο, λίγες ημέρες μετά την έναρξη της εισβολής, η Μόσχα άρχισε να ερευνά για να βρει έδαφος για συμβιβασμό. Ένας πόλεμος που ο Πούτιν περίμενε ότι θα ήταν στρατιωτικός περίπατος, αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολος.
Αυτό το πρώιμο άνοιγμα σε συνομιλίες υποδηλώνει ότι φαίνεται να έχει ήδη εγκαταλείψει την ιδέα της αλλαγής του καθεστώτος στο Κίεβο. Ο Ζελένσκι, όπως και πριν από τον πόλεμο, εξέφρασε αμέσως ενδιαφέρον για μια προσωπική συνάντηση με τον Πούτιν. Αν και αρνήθηκε να μιλήσει απευθείας με τον Ζελένσκι, ο Πούτιν όρισε μια διαπραγματευτική ομάδα. Ο πρόεδρος της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο έπαιξε το ρόλο του μεσολαβητή.
Οι συνομιλίες ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου σε μία από τις εξοχικές κατοικίες του Λουκασένκο κοντά στο χωριό Liaskavichy, περίπου 30 μίλια από τα σύνορα Λευκορωσίας-Ουκρανίας. Επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας ήταν ο Νταβίντ Αρακχάμια, ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του κόμματος του Ζελένδσκι, και συμμετείχαν ο υπουργός Άμυνας και άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι.
Επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας ήταν ο Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, ανώτερος σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, ο οποίος στο παρελθόν είχε διατελέσει υπουργός Πολιτισμού. Συμμετείχαν επίσης, μεταξύ άλλων, οι αναπληρωτές υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών.
Οι θέσεις των δύο πλευρών
Στην πρώτη συνάντηση, οι Ρώσοι παρουσίασαν μια σειρά σκληρών όρων, απαιτώντας ουσιαστικά τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας. Αυτό δεν είχε αποτέλεσμα. Αλλά καθώς η θέση της Μόσχας στο πεδίο της μάχης συνέχισε να επιδεινώνεται, οι θέσεις της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έγιναν λιγότερο απαιτητικές.«Έγινε σαφές ότι η Μόσχα αναζητούσε μια διέξοδο, σώζοντας τα προσχήματα», σημείωσε ένας ανώνυμος δυτικός διπλωμάτης που συμμετείχε στις συνομιλίες.
Έτσι, στις 3 και στις 7 Μαρτίου, τα δύο μέρη πραγματοποίησαν έναν δεύτερο και έναν τρίτο γύρο συνομιλιών, αυτή τη φορά στο Καμιανιούκι της Λευκορωσίας, στα σύνορα με την Πολωνία. Η ουκρανική αντιπροσωπεία παρουσίασε τα δικά της αιτήματα: άμεση κατάπαυση του πυρός και δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων που θα επέτρεπαν στους αμάχους να εγκαταλείψουν με ασφάλεια την εμπόλεμη ζώνη.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου γύρου συνομιλιών, οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί φαίνεται ότι εξέτασαν για πρώτη φορά σχέδια συμφωνίας. Σύμφωνα με τον Μεντίνσκι, επρόκειτο για ρωσικά προσχέδια, τα οποία έφερε η αντιπροσωπεία του από τη Μόσχα και τα οποία αντανακλούσαν την επιμονή της Μόσχας στο ουδέτερο καθεστώς της Ουκρανίας.
Στις 10 Μαρτίου, ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Ντμίτρο Κουλέμπα, που βρισκόταν τότε στην Αττάλεια της Τουρκίας για μια συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογο του Σεργκέι Λαβρόφ, έκανε λόγο για μια «συστηματική, βιώσιμη λύση» για την Ουκρανία, προσθέτοντας ότι οι Ουκρανοί ήταν «έτοιμοι να συζητήσουν» τις εγγυήσεις που ήλπιζε να λάβει από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.
Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν με το Ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης, το οποίο περιέγραφε ένα πλαίσιο για μια πιθανή διευθέτηση. Σύμφωνα με τον Samuel Charap, ανώτερο πολιτικό επιστήμονα στην RAND Corporation, «αυτή ήταν μια κρίσιμη στιγμή όπου και οι δύο πλευρές έδειξαν προθυμία για συμβιβασμό, κάτι που φαινόταν σχεδόν αδιανόητο δεδομένων των συνθηκών».
Το πλαίσιο της πιθανής συμφωνίας και η κατάρρευση
Η προτεινόμενη συνθήκη θα καθιέρωνε την Ουκρανία ως μόνιμα ουδέτερο κράτος, αποκλείοντας κάθε περίπτωση ένταξης στο ΝΑΤΟ. Σε αντάλλαγμα, οι μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, θα παρείχαν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία.
Μια εντυπωσιακή πτυχή των διαπραγματεύσεων ήταν η προθυμία της Ρωσίας να διευκολύνει την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ -μια ιδέα που θα ήταν αδιανόητη πριν από την εισβολή. «Αυτό δείχνει τον βαθμό στον οποίο είχε μετατοπιστεί η δυναμική», δήλωσε ο δρ Sergey Radchenko, ιστορικός με ειδίκευση στη ρωσική εξωτερική πολιτική. «Ο Πούτιν ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί όρους που θα άλλαζαν ριζικά τη σχέση της Ουκρανίας με τη Δύση».
Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν τελικά τον Μάιο του 2022. Αρκετοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή την κατάρρευση.
Η ανακάλυψη των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν από τις ρωσικές δυνάμεις σε πόλεις όπως η Μπούτσα και το Ίρπιν, προκάλεσαν σοκ στην ουκρανική κοινή γνώμη. «Οι εικόνες από την Μπούχα αποτέλεσαν σημείο καμπής», εξήγησε ο Oleksandr Chalyi, Ουκρανός διαπραγματευτής. «Δυνάμωσαν την αποφασιστικότητά μας να αντεπιτεθούμε και να μη συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από την πλήρη κυριαρχία».
Επίσης, μετά την αποτυχία της Ρωσίας να περικυκλώσει το Κίεβο, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ότι, με επαρκή δυτική υποστήριξη, θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης.
Ο αποφασιστικός ρόλος ΗΠΑ- Μεγάλης Βρετανίας.
Μετά τη διακοπή των συνομιλιών, ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι οι δυτικές δυνάμεις παρενέβησαν και ακύρωσαν τη συμφωνία επειδή ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας παρά για τον τερματισμό του πολέμου. Ισχυρίστηκε ότι ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, είχε μεταφέρει στους Ουκρανούς το μήνυμα, εκ μέρους του «αγγλοσαξονικού κόσμου», ότι πρέπει «να πολεμήσουν τη μέχρι να επιτευχθεί η νίκη και η Ρωσία να υποστεί στρατηγική ήττα».
Η δυτική ανταπόκριση σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, ήταν σίγουρα χλιαρή. Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοι της ήταν βαθιά επιφυλακτικοί για τις προοπτικές της διπλωματικής οδού που προέκυψε από την Κωνσταντινούπολη. Τα δύο μέρη διαφωνούσαν σε κρίσιμα ζητήματα και δεν τους φαινόταν σαν μια διαπραγμάτευση που επρόκειτο να πετύχει.
Επιπλέον, ένας πρώην αξιωματούχος των ΗΠΑ που ασχολήθηκε τότε με την την Ουκρανία είπε στο Foreign Policy ότι οι Ουκρανοί δεν διαβουλεύθηκαν με την Ουάσινγκτον παρά μόνο μετά την έκδοση του ανακοινωθέντος, παρόλο που η συνθήκη που περιέγραφε θα δημιουργούσε νέες νομικές δεσμεύσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης, ως εγγυήτρια δύναμη, να προχωρήσουν σε πόλεμο με τη Ρωσία αν εισέβαλε ξανά στην Ουκρανία.
Αυτός ο όρος από μόνος του θα καθιστούσε τη συνθήκη ακατάλληλη για την Ουάσινγκτον. Έτσι, αντί να αγκαλιάσει το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης και τη διπλωματική οδό, η Δύση αύξησε τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο και την πίεση στη Ρωσία, μέσω ενός συνεχώς αυστηρότερου καθεστώτος κυρώσεων.
Το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοστάτησε στη ματαίωση της συμφωνίας. Ήδη στις 30 Μαρτίου, ο Τζόνσον δήλωνε ότι αντί για συμφωνία «θα πρέπει να συνεχίσουμε να εντείνουμε τις κυρώσεις μέχρι και ο τελευταίος στρατιώτης (του Πούτιν) αποχωρήσει από την Ουκρανία».
Στις 9 Απριλίου, ο Τζόνσον ταξίδεψε στο Κίεβο -ο πρώτος ξένος ηγέτης που το επισκέφθηκε μετά τη ρωσική υποχώρηση από την περιοχή της πρωτεύουσας. Φέρεται να είπε στον Ζελένσκι πώς πίστευε ότι «οποιαδήποτε συμφωνία με τον Πούτιν θα ήταν άθλια». Οποιαδήποτε συμφωνία, είπε «θα ήταν κάποια νίκη γι’ αυτόν: αν του δώσεις κάτι, θα το κρατήσει, και μετά θα προετοιμαστεί για την επόμενη επίθεση του».
Σε μία συνέντευξη το 2023, ο Νταβίντ Αρακχάμια, ο Ουκρανός επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, φάνηκε να θεωρεί τον Τζόνσον υπεύθυνο για την κατάρρευση των συνομιλιών. «Όταν επιστρέψαμε από την Κωνσταντινούπολη», είπε, «ο Μπόρις Τζόνσον ήρθε στο Κίεβο και είπε ότι ‘’δεν θα υπογράψουμε τίποτα απολύτως με τους Ρώσους, ας συνεχίσουμε να πολεμάμε”»