Τους λόγους για τους οποίους η παράταξη της «Λαϊκής Συσπείρωσης» είναι ενάντια στις ενεργειακές κοινότητες, εξήγησε με την τοποθέτησή της στο Δημοτικό Συμβούλιο Σερρών, η Δημοτική Σύμβουλος της παράταξης Έλενα Τούσκα.
Συγκεκριμένα, η κ. Τούσκα ανέφερε:
«Η Λαϊκή Συσπείρωση είναι ενάντια στις “Ενεργειακές
Κοινότητες”, γιατί αυτές αποτελούν το “όχημα” κερδοφορίας των επιχειρηματικών
ομίλων με την ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα, και
εξαπάτησης του λαού με προκάλυμμα την “κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία”. Στην
πραγματικότητα, οι Ενεργειακές Κοινότητες, αξιοποιούνται ως εργαλείο
χρηματοδότησης επενδύσεων ΑΠΕ μεγάλων εταιρειών.
Η κυβερνητική προπαγάνδα υποστηρίζει ότι συνδυάζεται «η
Κοινωνική Πολιτική με την ενεργειακή μετάβαση», στην ουσία όμως οι ενεργειακές
κοινότητες, αναλαμβάνουν την ιδιοκατανάλωση της ενέργειας από ΑΠΕ. Οι Δήμοι,
δηλαδή, γίνονται, με όρους αγοράς, “οι καλοί πελάτες” αφού έχουν μεγάλες
καταναλώσεις, για τους επιχειρηματίες των ΑΠΕ.
Η όποια μείωση στο κόστος ενέργειας του δήμου (που πάντα
θα βρίσκεται κάτω από την «δαμόκλειο σπάθη» της αύξησης των τιμών της
ενέργειας), όχι μόνο δεν θα περάσει σε ελάφρυνση των λαϊκών οικογενειών με μείωση
δημοτικών τελών, με βελτίωση των υπηρεσιών αλλά θα δώσει άλλοθι και
συγχωροχάρτι στην Κυβέρνηση για την πετσοκομμένη χρηματοδότηση.
Λένε, ότι θα δίνουν πιο φθηνό ρεύμα στα μέλη των
Ενεργειακών Κοινοτήτων. Πού έγιναν ενεργειακές κοινότητες και εξασφαλίστηκε
φθηνό ρεύμα για το λαό, δεν μας το λένε. Όπως δεν μας λένε ότι αυτό το ρεύμα το
πληρώνουμε όλοι οι λαϊκοί καταναλωτές, μέσω του χαρατσιού για τις ΑΠΕ στο
λογαριασμό μας.
Η πραγματικότητα είναι ότι όπου έχουν δημιουργηθεί
ενεργειακές κοινότητες (στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί 1700) πουθενά δεν
εξασφαλίστηκε φθηνό ρεύμα για κανέναν. Η επικαλούμενη ελάφρυνση, αποτελεί
ποσοστό επί του εκάστοτε ύψους των λογαριασμών ρεύματος. Δεν σταματούν τις
υπέρογκες αυξήσεις.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρηματκοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται
στις ΑΠΕ απολαμβάνουν σκανδαλώδεις παροχές (επιδοτήσεις, μακροχρόνιες
φορολογικές ελαφρύνσεις, εγγυημένες από το κράτος τιμές πώλησης του ρεύματος
-αυτές που δεν εξασφαλίζει η Κυβέρνηση για τους αγρότες-, δάνεια και προνομιακή
ένταξη στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του αναπτυξιακού νόμου και προγραμμάτων ΕΣΠΑ,
κ.ά.). Περιφέρεια, κυβέρνηση και Υπουργείο περιβάλλοντος και ενέργειας, παίζουν
τη κολοκυθιά στη πλάτη του λαού, για το ποιός σχεδιασμός θα προχωρήσει. Οι
όποιες διαφωνίες πέραν των άλλων επιδιώξεων που μπορεί να υπάρχουν, κρύβουν
κάτω από το χαλί την πραγματική αιτία που εκτοξεύει στα ύψη τις τιμές της
ηλεκτρικής ενέργειας, και δεν είναι άλλη από τη πολιτική στήριξης της
κερδοφορίας των λίγων.
Αυτή η πολιτική επιλογή ευθύνεται για την μετατροπή της
ηλεκτρικής ενέργειας σε πανάκριβο εμπόρευμα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται
για αυτόν τον σκοπό είναι συγκεκριμένα: Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, η
μετατροπή της σε χρηματιστηριακό προϊόν, η επιβολή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, η
«πράσινη» μετάβαση, η αντικατάσταση του φτηνού ρωσικού αερίου με το πανάκριβο
υγροποιημένο αέριο (LNG) των ΗΠΑ. Με μαθηματική ακρίβεια, η απελευθέρωση της
ενέργειας -και μέσω των «Ενεργειακών Κοινοτήτων»- οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη
ενεργειακή φτώχεια την πλειοψηφία του λαού.
Αυτές οι επιλογές είναι που οδηγούν στο να απαξιώνονται
εγχώριες φθηνές πηγές Ενέργειας, όπως ο λιγνίτης. Όλες αυτές οι επιλογές φέρουν
φαρδιά πλατιά την υπογραφή των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ. Η Περιφερειακή Αρχή και οι
Δημος έχουν τεράστιες ευθύνες, γιατί στηρίζουν αυτήν ακριβώς την πολιτική με
τις επιλογές τους.
Οι επιπτώσεις από την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση της
ενέργειας, οδήγησαν στην τεράστια αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρισμού και στην
ενεργειακή φτώχεια, την ίδια ώρα που τα κέρδη των εταιρειών ηλεκτρισμού
αυξήθηκαν έως και 450%.
Επιπλέον, αναδεικνύεται και ένα άλλο πολύ σημαντικό
ζήτημα, που αφορά την υπονόμευση του αγροτικού παραγωγικού χαρακτήρα, με
εγκατάλειψη της καλλιέργειας αγροτικών εκτάσεων που παράγουν, είτε διατροφικά,
είτε βιομηχανικά προϊόντα απαραίτητα για ανθρώπινες ανάγκες (ένδυση), για την
κτηνοτροφία, κλπ, για να εγκατασταθούν φωτοβολταϊκά, που έχουν και περιορισμένο
χρόνο ζωής (15-20 έτη), με βαριές επιπτώσεις για το λαό.
Από την άλλη έχουμε ανάπτυξη των μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων
ανεμογεννητριών στα βουνά μας, καταστρέφοντας και το φυσικό περιβάλλον, τις
φωτοβολταϊκές επενδύσεις, που εγκαθίστανται μαζικά και καθ’ υπέρβαση ακόμα και
σε γη υψηλής παραγωγικότητας, με κερδισμένους μόνο τους επιχειρηματικούς
ομίλους.
Ας παραδειγματιστούμε από τον Δήμο Αμφίπολης που με
πρωτοβουλία της Άννας Άντσιου, δημοτικής συμβούλου με τη Λαϊκή Συσπείρωση
Αμφίπολης, καταψήφισε ομόφωνα την εγκατάσταση της μπαταρίας και του Κέντρου
υπερυψηλής τάσης.
Για τη Λαϊκή Συσπείρωση η παραγωγή και διανομή της
ενέργειας, δεν μπορεί να είναι στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων, ούτε της
Τοπικής Διοίκησης, ούτε άλλων φορέων και ιδιωτών, γιατί όπως αποδείχθηκε, αυτό
την μετατρέπει σε πανάκριβο εμπόρευμα, που το στερούνται όλο και περισσότεροι,
με ενεργειακή φτώχεια, με καταστροφή του περιβάλλοντος.
Η ενέργεια αποτελεί κοινωνικό αγαθό που πρέπει να
αξιοποιείται για την ικανοποίηση των αναγκών της λαϊκής οικογένειας, στη βάση
της αξιοποίησης της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής.
Η Λαϊκή Συσπείρωση θα συνεχίσει να αγωνίζεται για:
● Για την μείωση 50% της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος
για τα λαϊκά νοικοκυριά, βιοπαλαιστές αγρότες και ΕΒΕ, κατάργηση της ρήτρας
αναπροσαρμογής και των χρεώσεων για ΑΠΕ, του χρηματιστηρίου ενέργειας,
κατάργηση φόρων στα καύσιμα και σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης.
● Για έκτακτη κρατική οικονομική ενίσχυση που να καλύπτει
την οικονομική επιβάρυνση Περιφερειών, Δήμων, ΔΕΥΑ και όλων των λοιπών
Οργανισμών, από τη αύξηση του ενεργειακού τους κόστους, από τον Σεπτέμβριο του
2021 έως σήμερα.
● Να ενταχθούν οι Περιφέρειες, Δήμοι και ΔΕΥΑ, στους
δικαιούχους μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ για να αντιμετωπισθεί η αύξηση της τιμής του
ρεύματος. Να μην πληρώσουν οι δημότες τις αυξήσεις αυτές.
● Ενάντια στην πολιτική απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης
της ενέργειας, της απολιγνιτοποίησης και της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης»,
που υπηρετούν τις ανάγκες των μονοπωλίων και όχι του λαού. Να μην κλείσουν
ορυχεία και ατμοηλεκτρικοί σταθμοί με τις απαραίτητες περιβαλλοντικές
αναβαθμίσεις.
Αυτές θα έπρεπε να είναι οι διεκδικήσεις του Δήμου και
όχι η περαιτέρω ενίσχυση της τσέπης των μεγαλοεπενδυτών ενέργειας».