Η παγκόσμια κρίση του νερού θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο περισσότερο από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων μέχρι το 2050, εάν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση των υδάτινων πόρων και τη διάσωση των οικοσυστημάτων που παρέχουν γλυκό νερό. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν τρεις ανεξάρτητες μελέτες που δημοσιεύτηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.
Η πρώτη μελέτη που διεξήγαγε το Παγκόσμιο Ινστιτούτο
Πόρων (World Resources Institute), διαπίστωσε ότι το 1/4 των καλλιεργειών στον
κόσμο βρίσκεται σε περιοχές που αντιμετωπίζουν ξηρασία ή αστάθεια στη συνολική
διαθεσιμότητα νερού.
Η μελέτη της Επιτροπής για τα Οικονομικά του Νερού
(Global Commission on the Economics of Water) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το
50% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων βρίσκεται σε περιοχές όπου η συνολική
διαθεσιμότητα νερού αναμένεται να μειωθεί.
Η τρίτη μελέτη, που δημοσίευσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός
Περιβάλλοντος (European Environment Agency) της ΕΕ, διαπίστωσε ότι η ξηρασία
πλήττει πλέον και περιοχές της ηπείρου οι οποίες δεν αντιμετώπιζαν αυτό το
πρόβλημα στο παρελθόν.
«Ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός αντιμετωπίζει ήδη λειψυδρία
και ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί καθώς η κλιματική κρίση επιδεινώνεται», σύμφωνα
με την έκθεση της Επιτροπής για τα Οικονομικά του Νερού.
«Η ζήτηση γλυκού νερού θα ξεπεράσει την προσφορά κατά 40%
μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επειδή τα παγκόσμια υδατικά συστήματα τίθενται
υπό πρωτοφανή πίεση» τονίζουν οι συγγραφείς της έκθεσης.
Η επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι κυβερνήσεις και οι
εμπειρογνώμονες έχουν υποτιμήσει κατά πολύ την ποσότητα νερού που απαιτείται
για να έχουν οι άνθρωποι αξιοπρεπή ζωή. Οι άνθρωποι χρειάζονται 50 έως 100
λίτρα νερού την ημέρα για να καλύψουν βασικές ανάγκες υγείας και υγιεινής. Στην
πραγματικότητα όμως, οι άνθρωποι χρειάζονται περίπου 4.000 λίτρα την ημέρα για
να έχουν επαρκή διατροφή και μια αξιοπρεπή ζωή. Σε πολλές περιοχές, η ποσότητα
νερού που απαιτείται για τη βέλτιστη διαβίωση δεν είναι διαθέσιμη σε τοπικό
επίπεδο.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα των New York Times, και οι
τρεις μελέτες συνιστούν τη λήψη επειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση του
προβλήματος. Αυτά περιλαμβάνουν τη μείωση των διαρροών και της σπατάλης
τροφίμων, την αποκατάσταση των υγροτόπων και τον καθορισμό εταιρικών στόχων για
τη βιώσιμη χρήση του νερού.
Στη Βραζιλία, η ξηρασία έχει οδηγήσει σε αύξηση της τιμής
της ζάχαρης και του καφέ και σε τοπικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η
Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ζάχαρης στον κόσμο και διαθέτει πάνω από
το 1/3 της παγκόσμιας προσφοράς καφέ.
Στην αγροτική καρδιά της Κίνας, την επαρχία Χενάν, η
ξηρασία και οι εξαιρετικά έντονες βροχοπτώσεις, οδήγησαν σε αύξηση των τιμών
των εποχιακών λαχανικών. Στη νότια Αφρική, η άνοδος της θερμοκρασίας και η
ξηρασία που προκλήθηκε από το καιρικό φαινόμενο Ελ Νίνιο νωρίτερα φέτος,
κατέστρεψαν την κύρια καλλιέργεια δημητριακών της περιοχής, το καλαμπόκι,
οδηγώντας σε αυτό που τα Ηνωμένα Έθνη αποκάλεσαν τη «χειρότερη επισιτιστική
κρίση στην περιοχή εδώ και δεκαετίες».
Η πίεση στα αποθέματα του νερού επηρεάζει το 30% του
πληθυσμού κάθε χρόνο στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτό αναμένεται
να επιδεινωθεί καθώς ο κόσμος θερμαίνεται, αναφέρει η περιβαλλοντική υπηρεσία
της ΕΕ στη μελέτη της. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στην
Ευρώπη και μεταξύ των τομέων που είναι πιο ευάλωτοι στην υδατική πίεση. Η ζέστη
και η ξηρασία θέτουν ήδη σε κίνδυνο μια από τις πιο περιζήτητες καλλιέργειες
της Μεσογείου: τις ελιές.
Η μελέτη του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Πόρων αναφέρει επίσης
ότι η παραγωγή του καλαμποκιού, του ρυζιού και του σιταριού απειλείται.
Παγκοσμίως, το 1/3 αυτών των καλλιεργειών βρίσκεται σε περιοχές όπου τα
αποθέματα νερού βρίσκονται υπό πίεση ή τα μοτίβα βροχοπτώσεων είναι ιδιαίτερα
άστατα.
«Ενώ οι αγρότες έχουν προσαρμοστεί σε ένα ορισμένο
επίπεδο μεταβλητότητας στην παροχή νερού, ο αυξημένος ανταγωνισμός και η
κλιματική αλλαγή εξαντλούν τα διαθέσιμα αποθέματα. Η καλλιέργεια σε αυτές τις
περιοχές θέτει επομένως σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια», έγραψε το
ινστιτούτο σε ανάλυση που συνοδεύει τα τελευταία στοιχεία.
Τα 3/4 των αρδευόμενων καλλιεργειών στον κόσμο, όπως η
ζάχαρη, το σιτάρι και το βαμβάκι, παράγεται σε δέκα χώρες, συμπεριλαμβανομένων
των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Τα 2/3 αυτών των καλλιεργειών
αντιμετωπίζουν αυτό που το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων αποκάλεσε «υψηλά έως
εξαιρετικά υψηλά επίπεδα υδατικής καταπόνησης».
Πηγή: NYT, Guardian, Μετάφραση: ΕΡΤ