Γιάννης Μυλόπουλος
Πρώτο συμπέρασμα που αβίαστα εξάγεται από τις πρόσφατες φονικές πλημμύρες στις περιφέρειες της Θεσσαλίας και της Βαλένθια είναι ότι η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα.
Τα φυσικά φαινόμενα που προκαλούν τις καταστροφές
γίνονται όλο και πιο σφοδρά, όλο και πιο έντονα και όλο και πιο ακραία.
Το ζήσαμε και στην Ελλάδα με τις δυο κακοκαιρίες, τον
Ιανό το 2020 και τον Daniel το 2023, που προκάλεσαν καταστροφικές πλημμύρες στη
Θεσσαλία.
Ο Ιανός το 2020 ήταν ένα φαινόμενο που, σύμφωνα με τους
μετεωρολόγους, συμβαίνει μια φορά στα 500 χρόνια.
Βιάστηκαν κάποιοι να βγάλουν τότε το συμπέρασμα ότι, μετά
τον Ιανό, που ήταν ένα εξαιρετικά ακραίο και σπάνιο φαινόμενο, τα επόμενα 500
χρόνια θα ήμασταν… εξασφαλισμένοι.
Δεν πρόλαβαν να το πουν και έρχεται σε τρία μόλις χρόνια,
στην ίδια περιοχή, ένα ακόμη πιο σπάνιο, πιο σφοδρό και πιο καταστροφικό
καιρικό φαινόμενο, ο Daniel, με περίοδο επαναφοράς τα 1000 χρόνια.
Η σφοδρότητα του Daniel αποτιμάται με την ιδιαίτερα
μεγάλη ένταση της βροχόπτωσης. Όπου μέσα σε 4 ημέρες η Θεσσαλία δέχθηκε 800 –
900 περίπου χιλιοστά ύψος βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο. Δέχθηκε, δηλαδή, μέσα
σε τέσσερις μέρες που κράτησε η κακοκαιρία, το νερό που συνήθως δέχεται σε
ενάμισι χρόνο.
Μια πρώτη συγκριτική αξιολόγηση των τελευταίων ακραίων
πλημμυρικών φαινομένων στη Μεσόγειο, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα μετεωρολογικά
στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, δείχνει ότι η ένταση της βροχόπτωσης στη Βαλένθια
ήταν 1,5 – 2 φορές πιο ισχυρή από εκείνη του Daniel στη Θεσσαλία. Αφού η
περιφέρεια της Βαλένθια, όπως φαίνεται, δέχθηκε από 300 μέχρι 491 χιλιοστά
βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο, μέσα σε 8, μόλις, ώρες.
Αλλά και το γεγονός ότι η πλημμύρα στην Ισπανία έπληξε
ένα αστικό κέντρο, ενώ στη Θεσσαλία εκτονώθηκε σε μια εκτεταμένη αγροτική
περιοχή, έχει τη σημασία του όσον αφορά στις φονικές συνέπειες του περάσματός
της μέσα από την πόλη της Βαλένθια, που στοίχισε τον θάνατο περισσότερων από
200 ανθρώπους.
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία τελικά είναι ότι σε τρία,
μόλις, χρόνια, συνέβησαν στη Θεσσαλία δυο εξαιρετικά ακραία φαινόμενα που
συμβαίνουν κάθε 500 χρόνια το ένα και κάθε 1000 χρόνια το άλλο, αντίστοιχα.
Κι ακόμη, μέσα σε τέσσερα χρόνια στη Μεσόγειο, συνέβησαν
τουλάχιστον τρία εξαιρετικά ακραία και καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα, με το
τελευταίο κάθε φορά να είναι ισχυρότερο από τα προηγούμενα.
Αυτός είναι ο ορισμός της κλιματικής αλλαγής στη
Μεσόγειο. Αυτή η συχνή εναλλαγή περιόδων ανομβρίας με μεγάλη διάρκεια αφενός
και υγρών περιόδων με σπάνιας επανεμφάνισης ακραία καιρικά φαινόμενα, ιδιαίτερα
μεγάλης έντασης, αφετέρου.
Αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο φετινός χειμώνας ήταν ο πλέον
ξηρός των τελευταίων χρόνων και ειδικά ότι ο φετινός Οκτώβρης ήταν ο πλέον
ξηρός των τελευταίων 15, τουλάχιστον, χρόνων, αντιλαμβάνεται τι μας επιφυλάσσει
το άμεσο μέλλον…
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι με δεδομένο ότι η
κλιματική αλλαγή επελαύνει όλο και σφοδρότερη, τίποτε, πλέον, δεν είναι όπως
παλιά.
Που σημαίνει δυο πράγματα.
Πρώτα ότι η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί, πια, να είναι
ένα άλλοθι.
Ουδείς μπορεί, δηλαδή, να επικαλείται στο εξής την
κλιματική αλλαγή για να δικαιολογήσει αιφνιδιασμό, ανετοιμότητα ή και
ανεπάρκεια στην αντιμετώπιση των ήδη αναμενόμενων ακραίων φαινομένων.
Η κλιματική αλλαγή οφείλει να αντιμετωπίζεται σαν ένα
δεδομένο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη μέτρων και για το σχεδιασμό
έργων.
Και δεύτερο, η μεγάλη αλλαγή που φέρνει η κλιματική κρίση
είναι ότι δεν ισχύουν πια οι δικαιολογίες που συχνά ακούγονται από επίσημα
χείλη.
Ότι, δηλαδή, το γεγονός ότι τόσα χρόνια δεν είχαμε
πλημμυρικές καταστροφές στις υπόλοιπες περιφέρειες της Ελλάδας, πλην Θεσσαλίας,
αποτελεί απόδειξη ότι ο υπάρχων αντιπλημμυρικός σχεδιασμός είναι επαρκής.
Αυτό ισχύει, μέχρις αποδείξεως του εναντίον.
Οι νέες υδρολογικές μελέτες, που λαμβάνουν υπόψη τα νέα
δεδομένα της κλιματικής αλλαγής, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η περίοδος
επαναφοράς των 50 χρόνων, με βάση την οποία σχεδιάζονταν μέχρι τώρα τα
αντιπλημμυρικά έργα, σήμερα έχει υποδιπλασιαστεί. Καθώς αντιστοιχεί σε
προστασία από ακραία φαινόμενα με περίοδο επαναφοράς τα 20 – 25 χρόνια.
Που σημαίνει ότι ο αντιπλημμυρικός σχεδιασμός, στο εξής,
πρέπει εκσυγχρονιστεί και να λάβει υπόψη του τα νέα και δυσμενέστερα υδρολογικά
δεδομένα της κλιματικής κρίσης για να είναι επαρκής.
Το τρίτο συμπέρασμα από τις πρόσφατες σφοδρές και φονικές
κακοκαιρίες είναι ότι οι πλημμυρικές καταστροφές μπορεί να μην είναι δυνατόν να
αποφευχθούν, μπορούν όμως σημαντικά να μετριαστούν.
Η ανεπάρκεια του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, μπροστά στα
νέα και πολύ δυσμενέστερα υδρολογικά δεδομένα, γεννά έναν ακόμη μύθο που, εκ
των πραγμάτων σήμερα, καταρρίπτεται.
Υπάρχει η αντίληψη, την οποία συχνά υποστηρίζουν οι
αρμόδιοι μετά από ακραίες πλημμυρικές καταστροφές για να απαλλαγούν από τις
ευθύνες, ότι τα πλημμυρικά φαινόμενα που φέρνει η κλιματική αλλαγή είναι τόσο
ακραία που, ό,τι μέτρο και αν είχε ληφθεί και ό,τι έργο και αν είχε εκτελεστεί,
δεν θα μπορούσε να τις έχει αντιμετωπίσει.
Στον ισχυρισμό αυτόν υπάρχει, πράγματι, μια αλήθεια. Ότι
πράγματι, όταν η αντιπλημμυρική προστασία έχει σχεδιαστεί για ακραία φαινόμενα
με περίοδο επαναφοράς τα 50 χρόνια, αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει πλημμύρες
που συμβαίνουν κάθε 500 και πολύ περισσότερο, κάθε 1000 χρόνια.
Τούτων δοθέντων και με δεδομένη τη σφοδρότητα των
φαινομένων, οι καταστροφές δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Η επιστήμη επιμένει, όμως, ότι με τη λήψη κατάλληλων
μέτρων και την κατασκευή κατάλληλων και όχι, πάντως, φαραωνικών έργων, οι
πλημμυρικές καταστροφές μπορούν να μετριαστούν σημαντικά.
Η επιστημονική αλήθεια που αγνοείται, συνήθως, είναι ότι
κάθε επίπεδο αντιπλημμυρικής προστασίας μπορεί να μην αποφεύγει τις καταστροφές
όταν συμβαίνουν ακραία φαινόμενα πιο σπάνια και πιο σφοδρά από εκείνα για τα
οποία έχει σχεδιαστεί.
Μπορεί όμως με βεβαιότητα να τις μετριάσει.
Ο μετριασμός των φυσικών καταστροφών γίνεται στις μέρες
μας το μεγάλο ζητούμενο της ανάγκης να προσαρμοστούμε στις νέες ακραίες
συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.
Προφανώς και δεν είναι δυνατόν, λόγω τεράστιου κόστους,
αλλά και λόγω περιβαλλοντικών και άλλων επιπτώσεων, να σχεδιάζουμε τεράστια
αντιπλημμυρικά έργα που να εξασφαλίζουν την πλήρη προστασία από τα σφοδρά
πλημμυρικά φαινόμενα που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση της
αντιπλημμυρικής θωράκισης των λεκανών απορροής, έστω και έναντι φαινομένων με
πολύ μικρότερη περίοδο επαναφοράς από αυτά που ενδεχομένως θα έρθουν,
προκειμένου να μετριαστούν οι όποιες καταστροφές.
Δεν είναι ίδιες, δηλαδή, οι καταστροφές σε μια λεκάνη με
αντιπλημμυρική θωράκιση που να προστατεύει έστω και από μικρότερης έντασης
φαινόμενα, σε σχέση με μια λεκάνη στην οποία δεν υπάρχει κανένα έργο ανάσχεσης,
καθυστέρησης και διόδευσης της πλημμύρας. Στη δεύτερη περίπτωση οι καταστροφές
θα είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερες και φονικότερες.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα με ιδιαίτερη αξία, γιατί
μπορεί να σώσει ζωές, οικοσυστήματα και περιουσίες.
Και εδώ έρχεται το τέταρτο συμπέρασμα από τις πρόσφατες
καταστροφές στη Θεσσαλία και στη Βαλένθια.
Που έχει να κάνει με την παραδοχή της μεγάλης αλήθειας,
ότι δεν χρειάζεται να σχεδιάζονται θηριώδη έργα για να αντιμετωπιστούν οι
φονικές συνέπειες των ακραίων φαινομένων.
Αρκεί να σεβαστούμε τη φύση και να επαναφέρουμε τη ροή
του νερού εκεί που ήταν αρχικά, πριν να υποστεί τις ολέθριες ανθρωπογενείς
παρεμβάσεις.
Να αποκαταστήσουμε, δηλαδή, τις φυσικές διεξόδους του
νερού και να επαναφέρουμε τα ποτάμια, τα ρέματα, τους χειμάρρους και τις λίμνες
στην προηγούμενη φυσική τους κατάσταση, όπως ήταν πριν από την αστικοποίηση, το
τσιμέντωμα, την υπογειοποίηση, την απόφραξη και τον στραγγαλισμό ή την
αποξήρανσή τους.
Πρόκειται για τις λεγόμενες σήμερα «nature based
solutions», που είναι λύσεις που βασίζονται στη φύση, οι οποίες αποδεδειγμένα
μετριάζουν τις καταστροφές.
Στη Βαλένθια ήταν σαφές από τις εικόνες και τα βίντεο ότι
οι δρόμοι της πόλης που πλημμύρισαν, κάποτε ήταν ρέματα και χείμαρροι που
έδιναν διέξοδο στις πλημμυρικές απορροές και που στη συνέχεια τσιμεντώθηκαν και
υπογειοποιήθηκαν. Με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η παροχετευτική τους
ικανότητα.
Ίδια εικόνα υπογειοποίησης ρεμάτων και διόδευσής τους
μέσα από σωληνωτούς οχετούς περιορισμένης παροχετευτικότητας υπήρξε στα αστικά
κέντρα και στα χωριά της Θεσσαλίας, εκεί όπου καταγράφηκαν μεγάλες καταστροφές.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι επίσης παραδείγματα
τέτοιων επεμβάσεων που, στο πλαίσιο της αστικοποίησης, ρέματα και χείμαρροι
υπογειοποιήθηκαν και παροχετεύθηκαν μέσα από πλακοσκεπείς οχετούς, προκειμένου
στη θέση τους να γίνουν δρόμοι, πλατείες ή ακόμη και γραμμές του τραμ.
Αντίστοιχα φαινόμενα συμβαίνουν, όμως, και στην ύπαιθρο
με το μπάζωμα των ρεμάτων, τον μη συχνό και όχι συνολικό, σε όλο το μήκος του
ρέματος, δηλαδή, καθαρισμό της κοίτης τους και τα λογής εμπόδια από φερτά και
μπάζα στα ρέματα και στις φυσικές διεξόδους του νερού.
Υπάρχουν, ακόμη, παραδείγματα στη Θεσσαλία ρεμάτων που αν
και καθαρίστηκε και διανοίχτηκε η κοίτη τους, οι κορμοί των δέντρων, τα κλαδιά
και τα φερτά υλικά δεν απομακρύνθηκαν από την κοίτη, όπου βρίσκονταν, αλλά
τοποθετήθηκαν στις όχθες. Με συνέπεια να παρασυρθούν από το πλημμυρικό κύμα, να
φράξουν και πάλι τα ρέματα και να προκαλέσουν υπερχείλιση και καταστροφές.
Η επαναφορά της λίμνης Κάρλας στη Μαγνησία, τέλος, στην
προηγούμενη φυσική της κατάσταση είναι ένα καλό παράδειγμα ενίσχυσης της
αντιπλημμυρικής προστασίας της περιοχής. Καθώς η επανασυσταθείσα λίμνη εκτόνωσε
ένα μεγάλο μέρος της πλημμύρας και έσωσε τις γύρω περιοχές από μεγαλύτερες
καταστροφές.
Το πέμπτο συμπέρασμα από τις πρόσφατες πλημμυρικές
καταστροφές στη Μεσόγειο, είναι η ανάγκη για ολοκληρωμένο αντιπλημμυρικό
σχεδιασμό, σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Και όχι τμηματικά και αποσπασματικά και
μόνο κοντά σε κατοικημένες περιοχές, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σήμερα.
Αυτή η αλήθεια, όπως και η προηγούμενη, δεν χρειάζεται
ούτε φαραωνικά έργα, ούτε πανάκριβες επενδύσεις προκειμένου να σχεδιαστεί μια
αντιπλημμυρική θωράκιση που να μετριάσει τις καταστροφές από όποιας ακραίας
συχνότητας καιρικό φαινόμενο.
Αναγκαία προϋπόθεση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού είναι τα
αντιπλημμυρικά έργα να ξεκινούν από τις ορεινές περιοχές, εκεί όπου
συγκεντρώνονται οι μεγάλες ποσότητες του νερού και να συνεργάζονται με τις
αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις κατάντη στα πεδινά.
Φράγματα συγκράτησης του νερού στα ορεινά, αλλά και μικρά
χωμάτινα φράγματα και μικρά πρόχειρα φράγματα ανάσχεσης της ροής με
κλαδοπλέγματα και αναβαθμοί, εκεί όπου υπάρχουν μεγάλες κλίσεις, συγκρατούν τις
πλημμυρικές απορροές, μειώνοντας και καθυστερώντας τη γρήγορη απορροή τους
κατάντη. Με αποτέλεσμα τον μετριασμό των πλημμυρικών φαινομένων και των
καταστροφών.
Εδώ έρχεται το έκτο συμπέρασμα από τις πρόσφατες
πλημμυρικές καταστροφές. Που είναι ότι τα δάση είναι ένα σημαντικό μέρος του
αντιπλημμυρικού σχεδιασμού που η ίδια η φύση προσφέρει δωρεάν.
Καθώς συγκρατούν τις πλημμυρικές απορροές εκεί όπου
γεννιούνται και συμβάλλουν στην αποτελεσματική διήθηση του νερού στο έδαφος,
εμπλουτίζοντας συγχρόνως και τους υδροφορείς και δίνοντας λύση και στο πρόβλημα
της λειψυδρίας που ακολουθεί, συνήθως, τις φυσικές καταστροφές.
Η αναδάσωση, επομένως, των καμένων δασικών περιοχών είναι
μια δράση που οργανικά ανήκει στον ολοκληρωμένο αντιπλημμυρικό σχεδιασμό των
λεκανών απορροής.
Θεωρίες ιδιωτικοποίησης με σκοπό την οικοδόμηση των
δασών, με τη λογική ότι αυτά κάποτε θα… καούν και γι’ αυτό ας τα κάνουμε
ξενοδοχεία ή ανεμογεννήτριες, εκτός από αντιεπιστημονικές, είναι και
καταστροφικές στην εποχή της κλιματικής αλλαγής.
Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα, τα ακραία φαινόμενα μας
πλήττουν με σφοδρότητα και οι φυσικές καταστροφές είναι αναπόφευκτες.
Υπάρχουν, όμως, μια σειρά από λύσεις οικονομικές και
φιλικές με το περιβάλλον που μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τον αντιπλημμυρικό
σχεδιασμό και να μετριάσουν σε μεγάλο βαθμό τις καταστροφές.
Η ευφυία του ανθρώπου βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια
μεγάλη πρόκληση.
Η συμφιλίωση με τη φύση και η προσαρμογή στα νέα και
εξαιρετικά δυσμενή καιρικά φαινόμενα είναι ο μόνος δρόμος για την επιβίωση,
ακόμη και σε εποχή σφοδρής κλιματικής αλλαγής.
*Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής,
πρώην Πρύτανη ΑΠΘ, Επικεφαλής παράταξης «ΑΛΛΑΓΗ στην Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας»