Έκθεση ΟΟΣΑ / Ένας στους τέσσερις χαμηλόμισθους στην Ελλάδα δεν καλύπτει ιατρικές ανάγκες λόγω κόστους


Σύμφωνα με την Έκθεση Health at a Glance 2024 του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα πάνω από ένα στα πέντε άτομα (21%) που χρειάστηκαν ιατρική περίθαλψη το 2023 ανέφεραν ότι οι ανάγκες τους δεν ικανοποιήθηκαν, κυρίως λόγω οικονομικών δυσκολιών, απόστασης ή μεγάλων χρόνων αναμονής.

 

Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μόνο το 2,4% του πληθυσμού στην ΕΕ δήλωσε ανεκπλήρωτες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, ενώ σε πολλές χώρες της ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κάτω από 2%.

 

Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ήταν ιδιαίτερα υψηλό μεταξύ των ατόμων με χαμηλότερο εισόδημα (που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας). Συγκεκριμένα, σχεδόν ένα στα τέσσερα άτομα (23%) από το χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο ανέφεραν ότι δεν έλαβαν την ιατρική φροντίδα που χρειάζονταν, σε αντίθεση με μόλις 3,4% στα άτομα με υψηλότερο εισόδημα, με κύριο λόγο το υψηλό κόστος.

 

Επιπλέον, την ίδια χρονιά, πάνω από 8% του πληθυσμού στην Ελλάδα, τη Λετονία, την Πορτογαλία και τη Δανία ανέφεραν ότι είχαν ανεκπλήρωτες ανάγκες για οδοντιατρική περίθαλψη, κυρίως λόγω οικονομικών δυσχερειών και προβλημάτων στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας.

Έκθεση ΟΟΣΑ: Αυξήθηκαν οι ανεκπλήρωτες ανάγκες

 

Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική και οδοντιατρική φροντίδα έχουν αυξηθεί σημαντικά σε πολλές χώρες της ΕΕ μετά την πανδημία. Συγκεκριμένα, οι ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική περίθαλψη στο σύνολο του πληθυσμού της ΕΕ αυξήθηκαν από 1,7% το 2019 σε 2,0% το 2021 και σε 2,4% το 2023. Αντίστοιχα, οι ανάγκες για οδοντιατρική περίθαλψη που έμειναν ανεκπλήρωτες αυξήθηκαν από 2,8% το 2019 σε 3,1% το 2021 και σε 3,4% το 2023. Ο κύριος λόγος για την αύξηση στις ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική περίθαλψη ήταν οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής, ενώ στην περίπτωση της οδοντιατρικής φροντίδας προστέθηκε ως βασικός παράγοντας το υψηλό κόστος.

 

Η έκθεση Health at a Glance 2024: Europe εστιάζει στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας μετά την πανδημία COVID-19. Περιλαμβάνει δύο βασικά θεματικά κεφάλαια:

 

    Το πρώτο εξετάζει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας στην Ευρώπη, ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που επιδεινώθηκε από την αυξημένη πίεση που άσκησε η πανδημία στα συστήματα υγείας.

    Το δεύτερο επικεντρώνεται στις πιο πρόσφατες τάσεις σχετικά με την υγεία του γηράσκοντος πληθυσμού στην Ευρώπη.

 

Έκθεση ΟΟΣΑ: Στα ύψη οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία στην Ελλάδα

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2022, οι ιδιωτικές πληρωμές αντιπροσώπευαν, κατά μέσο όρο, το 15% των συνολικών δαπανών για την υγεία στις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες, όπως η Λιθουανία, η Λετονία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 30%.

 

Η εξάρτηση από τις άμεσες πληρωμές των νοικοκυριών (out-of-pocket) είναι ακόμη πιο έντονη σε ορισμένες χώρες εκτός ΕΕ. Στη Βόρεια Μακεδονία, την Ουκρανία και την Αλβανία, οι άμεσες πληρωμές αντιπροσώπευαν το 40-60% των συνολικών δαπανών για την υγεία. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Κροατία, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο, το ποσοστό αυτό ήταν κάτω από 10%.

 

Η έκθεση επισημαίνει ότι το μερίδιο των ιδιωτικών δαπανών δεν παραμένει σταθερό. Ορισμένες χώρες έχουν επιτύχει σημαντική μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών. Για παράδειγμα, η Κύπρος, με σημαντικές επενδύσεις για την ενίσχυση της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης, κατάφερε να μειώσει τις out-of-pocket πληρωμές από 44% το 2018 σε 15% το 2022.

 

Στην Ιρλανδία και τη Σλοβενία, η εθελοντική ασφάλιση υγείας (VHI) χρηματοδότησε λίγο πάνω από το 10% των συνολικών δαπανών για την υγεία, συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι μόλις 3%.

 

Το 2022, οι δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούσαν στο 15% των συνολικών κρατικών δαπανών στην ΕΕ κατά μέσο όρο. Στην Ιρλανδία και τη Γερμανία, το ποσοστό αυτό έφτασε το 20%, ενώ στην Ελλάδα και την Ουγγαρία ήταν περίπου 10%. Από το 2015, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία έχουν αυξηθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, κατά περίπου 1,5 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο.

 

Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, η οποία ξεκίνησε το 2019 τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας μέσω του νέου Γενικού Συστήματος Υγείας, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη.

Έκθεση ΟΟΣΑ: Σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό

 

Το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό στον τομέα της υγείας αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση, τονίζει η έκθεση. Είκοσι χώρες της ΕΕ ανέφεραν έλλειψη γιατρών το 2022 και 2023, ενώ 15 χώρες ανέφεραν έλλειψη νοσηλευτών. Με βάση τα ελάχιστα όρια προσωπικού για την καθολική υγειονομική κάλυψη (UHC), οι χώρες της ΕΕ είχαν εκτιμώμενη έλλειψη περίπου 1,2 εκατομμυρίων γιατρών, νοσοκόμων και μαιών το 2022.

 

Οι διπλές δημογραφικές προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, που ανεβάζει την ζήτηση για υπηρεσίες υγείας, και ένα εργατικό δυναμικό στον τομέα της υγείας που επίσης γερνάει, αυξάνουν την ανάγκη αντικατάστασης των σημερινών εργαζομένων στον τομέα της υγείας καθώς συνταξιοδοτούνται. Μάλιστα, πάνω από το ένα τρίτο των γιατρών και το ένα τέταρτο των νοσηλευτών στην ΕΕ είναι ηλικίας άνω των 55 ετών και αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν στα επόμενα χρόνια.

 

Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στη γεωγραφική κατανομή των γιατρών. Σε πολλές χώρες, υπάρχει ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση γιατρών στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη συγκέντρωση εξειδικευμένων υπηρεσιών. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην Αυστρία, την Κροατία, την Τσεχία, τη Δανία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σλοβακία.

 

Παρότι ο κατά κεφαλήν αριθμός γιατρών και νοσηλευτών έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, οι ελλείψεις δεν έχουν μειωθεί. Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ υπήρχαν 4,2 γιατροί ανά 1.000 άτομα πληθυσμού το 2022, από 3,1 το 2002 και 3,6 το 2012. Σύμφωνα με την έκθεση, η αύξηση του αριθμού των γιατρών ήταν ιδιαίτερα ταχεία στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, (τα δεδομένα για αυτές τις δύο χώρες αφορούν όλους τους γιατρούς που έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος).

Έκθεση ΟΟΣΑ: Ο χαμηλότερος αριθμός νοσηλευτών στην Ελλάδα

 

Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτών μεταξύ των χωρών της ΕΕ (τα δεδομένα περιλαμβάνουν μόνο νοσηλευτές που εργάζονται σε νοσοκομεία).

 

Ο αριθμός των νοσηλευτών έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες της ΕΕ υπήρχαν 8,4 νοσηλευτές ανά 1.000 άτομα πληθυσμού το 2022, από 7,3 το 2012. Η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Γερμανία είχαν τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτών το 2022, με τουλάχιστον 12 νοσηλευτές ανά 1.000 πληθυσμό.

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη