Άννα Βίγκα
Μια κοινωνική και πολιτική συζήτηση που έχει ανοίξει στις ΗΠΑ, βάζει στο τραπέζι το διαζύγιο “χωρίς υπαιτιότητα” (no fault divorce), έναν τρόπο να “τελειώσει” ένας γάμος χωρίς την απόδοση ευθυνών και την ανάγκη απόδειξης σοβαρού σφάλματος, όπως η μοιχεία, η κακοποίηση ή η εγκατάλειψη.
Παρότι νομοθετήθηκε για πρώτη φορά πριν από 57 χρόνια, η δυνατότητα μονομερούς διαζυγίου αμφισβητείται έντονα από ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές σε αρκετές Πολιτείες. Η συζήτηση αυτή που έχει ξεκινήσει σε συντηρητικούς κύκλους, ανοίγει ερωτήματα για τη φύση του γάμου, τη θέση των γυναικών και τις κοινωνικές δομές που επηρεάζουν τις οικογένειες.
Το διαζύγιο χωρίς υπαιτιότητα
Το διαζύγιο χωρίς υπαιτιότητα νομοθετήθηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια το 1969, όταν ο τότε Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης Ρόναλντ Ρίγκαν υπέγραψε έναν νόμο που επέτρεπε στους συζύγους να χωρίσουν χωρίς την ανάγκη απόδειξης “συζυγικού σφάλματος”. Σιγά σιγά, όλες οι Πολιτείες των ΗΠΑ υιοθέτησαν παρόμοια νομοθεσία, εδραιώνοντας το δικαίωμα να χωρίσει κανείς χωρίς να χρειάζεται να ενοχοποιήσει τον ή την σύντροφό του. Οι αλλαγές αυτές έφεραν σημαντικά κοινωνικά οφέλη, καθώς έδωσαν τη δυνατότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους – ιδίως γυναίκες – να τερματίσουν γάμους που χαρακτηρίζονταν από κακοποίηση, οικονομική ανισότητα ή συναισθηματική καταπίεση.
Η απλοποίηση της διαδικασίας του διαζυγίου συνέβαλε στη μείωση της ενδοοικογενειακής βίας κατά περίπου 30%, ενώ οι αυτοκτονίες των γυναικών μειώθηκαν κατά 8-16%, σύμφωνα με τον Guardian. Oι γυναίκες απέκτησαν περισσότερη αυτονομία στις σχέσεις τους, γεγονός που αναγνωρίζεται ως κρίσιμο βήμα προς την ισότητα των φύλων.
Επιστροφή σε παλαιότερες εποχές;
Σήμερα συντηρητικοί σχολιαστές και ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί, όπως ο Dusty Deevers στην Οκλαχόμα, ο JD Vance από το Οχάιο και άλλοι από τη Νεμπράσκα και το Τέξας επιχειρούν να επαναφέρουν ένα πιο αυστηρό πλαίσιο, με προτάσεις που περιλαμβάνουν ακόμη και τη «δημόσια διαπόμπευση» όσων καταφεύγουν στο διαζύγιο λόγω “συζυγικού σφάλματος”. Όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές αυτής της οπισθοδρόμησης η διευκόλυνση του διαζυγίου βλάπτει την κοινωνική συνοχή και ενθαρρύνει την αστάθεια στις οικογένειες. Συντηρητικοί σχολιαστές όπως ο Steven Crowder και ο Matt Walsh θεωρούν ότι οι νόμοι αυτοί ευνοούν τις γυναίκες σε βάρος των ανδρών, ενώ καταστρέφουν το θεσμό του γάμου.
Οι επικριτές αυτών των προσπαθειών, όμως, βλέπουν μια ανησυχητική ομοιότητα με την εποχή πριν από το 1969, όταν οι γυναίκες συχνά εγκλωβίζονταν σε γάμους γεμάτους δυστυχία και βία. Η δυσκολία απόδειξης κακοποίησης στο δικαστήριο – ειδικά όταν εμπλέκονται παιδιά – θα επιβαρύνει περαιτέρω τα θύματα. Η Denise Lieberman, ειδική σε θέματα φύλου και σεξουαλικής βίας, τονίζει στον Guardian ότι η νομοθεσία που προβλέπει το διαζύγιο “χωρίς υπαιτιότητα” είναι κρίσιμοι για την αυτονομία των γυναικών και τη δυνατότητά τους να διαφύγουν από επικίνδυνες καταστάσεις.
Γάμος: Σύμβαση ή έκφραση αγάπης;
Η αμφισβήτηση του διαζυγίου χωρίς υπαιτιότητα στις ΗΠΑ μοιάζει να είναι μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης για τον σκοπό του γάμου. Είναι ένας θεσμός που βασίζεται στην αγάπη ή μια κοινωνική συμφωνία που εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς; Σύμφωνα με την Maria Zug, καθηγήτρια οικογενειακού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, εάν ο γάμος είναι ένα συμβόλαιο για νομικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, τότε η ύπαρξή του εξαρτάται από την εκπλήρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων και η δυνατότητα μονομερούς λύσης του αμφισβητεί την ίδια του τη φύση. Αν είναι η υπέρτατη έκφραση της αγάπης, τότε η έλλειψή της θα πρέπει να αποτελεί επαρκή λόγο για διαζύγιο.
Ο γάμος είχε για αιώνες καθαρά συναλλακτική φύση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες του 18ου και 19ου αιώνα, οι περισσότεροι γάμοι βασίζονταν στο «συζυγικό παζάρι» – ένα σύστημα όπου κάθε πλευρά προσέφερε συγκεκριμένα οφέλη. Η ιδέα του γάμου από αγάπη κυριάρχησε στα τέλη μόλις του 19ου αιώνα, αλλά ακόμα και σήμερα το νομικό πλαίσιο συνεχίζει να ενθαρρύνει τους γάμους για πρακτικούς λόγους, προσφέροντας φοροαπαλλαγές, δικαιώματα μετανάστευσης και άλλα κίνητρα.
Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γυναικών υποστηρίζουν ότι η κατάργηση αυτών των νόμων δεν θα επαναφέρει μόνο κοινωνικές ανισότητες, αλλά θα αυξήσει την ενδοικογενειακή βία και δυστυχία.
Το να μπορεί κανείς να πάρει διαζύγιο χωρίς να χρειάζεται να κατηγορήσει τον σύντροφό του ή να σέρνεται στα δικαστήρια δεν είναι απλώς νομική διευκόλυνση, αλλά μια επιβεβαίωση ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέγει την προσωπική του ευτυχία και ασφάλεια.