Μάρκος Μπόλαρης / Στο τραίνο, ξημερώνοντας Χριστούγεννα


Στο τραίνο, ξημερώνοντας Χριστούγεννα,

για τα Σέρρας  ταξιδεύοντας …

Είχε πυρποληθεί το εργοστάσιο,

εξήντα οικογένειες εργαζομένων τον κοίταζαν

στα μάτια, αφού κινδύνευαν να μείνουν άνεργοι,

δύσκολα χρόνια, ο κόσμος ξενιτευόταν ,

τα τραίνα που τραγουδούσε ο Στέλιος ο Καζαντζίδης

φεύγαν γεμάτα για την Γερμανία,

αρχές του Νοέμβρη ξέσπασε η πυρκαγιά,

έφεγγε όλη η πόλη στο μεσονύχτι από την ένταση

της φωτιάς, αδηφάγες φλόγες ως τον ουρανό,

καταστράφηκε το εργοστάσιο ,

ξύλα και ξυλόγλυπτα, έπιπλα ετοιμοπαράδοτα,

πάγκοι ξύλινοι εργασίας και γραφεία,

πατώματα και ταβάνια ,

ξύλα παντού,

και ως εκρηκτική ύλη τα βαρέλια από το λάδι

και περισσότερο

τα κουτιά με τα λούστρα , επικινδύνως εύφλεκτα ,

τίποτε δεν απόμεινε, καταστροφή ,

κόντευαν Χριστούγεννα,

οι φίλοι του τον προέτρεπαν

να κηρύξει πτώχευση , τι να κάνουμε,

θα μείνουν

άνεργοι οι εργαζόμενοι , ξυλουργοί

και μηχανοξυλουργοί,

επιπλοποιοί και ξυλογλύπτες , λουστραδόροι

και βοηθοί,

δεν γίνεται αλλοιώς , τεράστια η ζημία ,

δεν έμεινε τίποτε

από το εργοστάσιο , στάχτη όλα , μόνον οι τοίχοι περιμετρικά

του ισογείου , χτισμένοι από την ποταμόπετρα, την γρανιτένια

που οι χείμαρροι πλουσιοπάροχα κατεβάζουν

από τον Λαιλιά

είχε προστρέξει η Πυροσβεστική

εντάξει σώθηκε το οικόπεδο , δεν τους κατηγορώ

και να θέλαν δεν μπορούσαν ,

είχε τάχα ασχοληθεί η ένδοξη Ελληνική Χωροφυλακή

για να εξιχνιάσει τα του εμπρησμού ,

η Χούντα ήταν τότε των επιόρκων συνταγματαρχών,

που με την πλάτη του αθλίου βασιλιά βίασαν

την Δημοκρατία κι ακύρωσαν τις εκλογές,

σιγά που θα νοιαζόντουσαν ,

ο κυρ Ηλίας από βενιζελική κρατούσε οικογένεια

ήταν και πρόεδρος στην ΕΔΗΝ

με τον Γέρο Παπανδρέου,

και τώρα το στόμα του δεν το έκλεινε

κατά της επαράτου δικτατορίας,

ούτε που ασχολήθηκε η Χωροφυλακή,

ούτε τα προσχήματα δεν τήρησε

για να βρεί τον εμπρηστή,

τι κάνει νιάου - νιάου στα κεραμίδια,

και τούτος,

όχι , είπε σε φίλους και γνωστούς,

πείσμα , αντρίκειο ,

όχι , δεν θα κηρύξω πτώχευση,

κι ας είναι το χρέος δυσβάσταχτο ,

θα παλέψω, κι αυτοί οι ανθρώποι, της βιοτεχνίας

οι εργαζόμενοι , πλάτη θα βάλουν, όποιος θέλει ,

να το ξαναστήσουμε απ’ την αρχή ,

δημιουργικό ένα πείσμα , τον χαρακτήριζε,

τους κάλεσε, τους μίλησε , παρών τότες, μαθητής στο δημοτικό τον άκουγα κι έκλαιγα,

τους ψύχωσε , οδηγίες τους έδωσε,

το φορτιό όλο στην πλάτη του,

να βρεί χρήματα για πρώτες ύλες, ξύλα,

κόλλες, βίδες,

να βρεί πίστωση για να ξαναγοράσει εργαλεία ,

να ξαναστηθεί το εργαστήριο ,

να βρεί τρόπο να ανταποκριθεί σε μισθούς, σε λειτουργικά, σε ασφαλιστικά , σε φορολογικά ,

από το μηδέν ξεκινούσε,

που την έβρισκε την δύναμη,

σε ένα μήνα πάνω κάτω , σαν να ήταν έτοιμοι να μπούν στην παραγωγή,

κοντεύαν Χριστούγεννα,

πρώτα έπρεπε να ξανά φιλοτεχνήσουν όσα ετοιμοπαράδοτα είχαν καεί,

και τα περιμέναν οι Εκκλησιές,

ξυλόγλυπτα εκκλησιαστικά έπιπλα και σκεύη

κατασκεύαζε η βιοτεχνία ,

τέχνη και καλλιτεχνία που είχε φέρει ο παππούς

μαθητεύοντας σε καλόγερο - τεχνίτη ξυλογλύπτη

της Αγιά Τριάδας των Τζαγκαρόλων,

του είχε μεταλαμπαδεύσει ο γέρο σκαλιστής

καλόγερος το πως κεντούμε το ξύλο

ωσάν να τραγουδούμε,

κι τρέπεται το άψυχο ξύλο  σε ξυλόγλυπτο

ζωντανό ποίημα και των οφθαλμών χάρμα

εις αιώνας αιώνων,

κι ύστερα, σιγά σιγά,

να επιχειρήσουν να ανταποκριθούν στις καινούργιες παραγγελίες, ανήφορος η διαδρομή,

δύσκολη η πρόκληση,

τον παρακολουθούσαν φίλοι κι οχτροί,

παλαβός είναι , έλεγαν,

με το αδύνατο καταπιάνεται,

να, η παραμονή των Χριστουγέννων έφτασε,

αγωνία, μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα,

αγωνία πως θα πληρωθούν οι εργαζόμενοι,

πως θα κάνουν Χριστούγεννα οικογενειάρχες άνθρωποι, με υποχρεώσεις και παιδιά,

στην Θεσσαλονίκη ήταν στην έκθεση της επιχείρησης στην οδό Εγνατία,

κοντά στον Άγιο Θανάση και πιό κοντά

ακόμη στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι

του Αγίου Χαραλάμπους,

μου τηλεφώνησε αργά το μεσημέρι,

ίσα που είχα επιστρέψει από τα κάλαντα,

και μου είπε , θα είσαι έτοιμος , θα πας στην Εθνική Τράπεζα, είναι κλειστή η κεντρική είσοδος,

από τα πλάι θα πας, θα μπείς στο κήπο ,

θα τον διασχίσεις , θα βρείς μια χαμηλή πόρτα,

από εκεί θα μπείς, στον Διευθυντή ,

να πάρεις τα χρήματα για την μισθοδοσία,

αργήσαμε, τώρα μόλις μου τα έφεραν,

πάλι καλά, Δόξα τω Θεώ,

μια σακκούλα να κρατάς , θα τα βάλεις στο ποδήλατο και ίσια για το εργαστήριο ,

περιμένουν οι εργάτες να πληρωθούν

το Χριστουγεννιάτικό τους !

Χαράς ευαγγέλια, μόλις έφτασα στο εργοστάσιο, χαμογέλασε τα χείλι τους,

έφυγε η αβεβαιότητα της αναμονής,

θα προλάβουν στα σίγουρα την αγορά,

τα ψώνια για τις μέρες αξιοπρεπώς θα κάνουν,

ένας - ένας στα γρήγορα πληρώθηκαν

κι έφυγαν!

Τηλεφώνησα να του ειπώ ότι πληρώθηκε ο κόσμος

κι έφυγε, τον περιμένουμε να έρθει ,

θα αργήσω μου είπε, με το βραδινό τραίνο θα έρθω, τον Έβρο , θρύλος αυτό το τραίνο ,

ένωνε στη διάρκεια της νύχτας τις Καστανιές

του Έβρου με την Θεσσαλονίκη, κι όλη

την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ,

κι αντίστροφα ,

γύρω στις δυό την νύχτα θα φτάσω,

ξεκουραστείτε, το πρωί θα σας ξυπνήσω

να πάμε στην εκκλησιά !

Λαγοκοιμήθηκα , υον περιπμενα

τον άκουσα όταν ήρθε , σηκώθηκα να τον φιλήσω, του έβαλε η μάννα μιά φακή να φάει,

νηστικός όλην την μέρα με κορυφωμένη την αγωνία ,

χαλάρωνε μα …

Τρώγοντας , γύρισε και με κοίταξε , το σκέφτηκε

κι ύστερα άφησε το κουτάλι , και ως εάν εξομολογούνταν μας είπε :

Πρόλαβα κι ανέβηκα στο τραίνο από τους τελευταίους , χωρίς θέση ,

είπα πως ίσως βρώ κάποια στο τραίνο,

περπατούσα σιγά - σιγά στο διάδρομο,

ουρά οι επιβάτες, με βαλίτσες

αναζητώντας το κουπέ του

ο καθένας,

όταν μια στιγμή ένιωσα πως πατούσα κάτι

αρκετά μεγάλο με το παπούτσι μου,

έσκυψα και βλέπω ένα πακέτο χιλιάρικα

με ταινία από την τράπεζα ,

την έβαλα στην τσέπη του δερμάτινου,

ένα ωραίο καφέ δερμάτινο είχε από την Γερμανία, όταν είχε στολίσει με ξυλόγλυπτα έπιπλα

την εκκλησία στο Ντόρντμουντ,

άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας στο βαγόνι

και μέτρησα τα χρήματα,

ενενήντα εννιά χιλιάδες δραχμές , με την ταινία

της Εθνικής ,

όταν το μεροκάματο είχε εκατό δραχμές !

Βγήκα και κινήθηκα για να βρώ θέση ,

και να σκεφτώ τι θα κάνω,

όταν ένας κύριος αλαφιασμένος σπρώχνοντας

τον κόσμο, περνούσε τον διάδρομο,

πήγε και ξαναγύριζε πανικόβλητος,

ολοφάνερα αναστατωμένος,

τον σταμάτησα, τι πάθατε , τον ρώτησα,

σας βλέπω ότι τρέχετε , ότι ψάχνετε,

έχασα εκατόν χιλιάδες , απάντησε,

μόλις τις πήρα από την τράπεζα,

εκατό χιλιάδες,

τον ρώτησα , επιτηδευμένα, εκατόν ακριβώς,

όχι μου λέει , ενενήντα εννιά,

πήρα ένα χιλιάρικο από το πακέτο και πλήρωσα

το εισιτήριο του τραίνου,

έβγαλα τότες τα χρήματα από την τσέπη

και του τα πρόσφερα,

ορίστε του είπα , τα βρήκα καταγής στο διάδρομο μόλις ανέβηκα στο βαγόνι,

τα άρπαξε, ναι κυριολεκτώ,

τα άρπαξε,

γύρισε την πλάτη του,

όχι , δεν είπε ευχαριστώ,

κι έφυγε !

Έφυγε !

Το σκέφτομαι από τότε στην διαδρομή

με τον «Έβρο» μέχρι τα Σέρρας !

Όχι, δεν μετάνιωσα !

Κι ας έχουμε τεράστια οικονομική ανάγκη

μετά την πυρκαγιά !

Όχι δεν μετάνιωσα !

Μόνον ξέρεις, ανθρώπινα , με πείραξε ,

ούτε ένα ευχαριστώ,

ο μπαγάσας !

Έλα, την έκοψε την συζήτηση,

πήγαινε τώρα  να κοιμηθείς !

Θα σηκωθούμε νωρίς για την εκκλησιά ,

Άγια Νύχτα σήμερα !

Χριστός γεννάται !

Λέω πώς

ίσως να  είναι πιό ευλογημένα φέτος

τα Χριστούγεννα !

Στα σίγουρα , το πιστεύω, πιό ευλογημένα !

Χωρίς το ευχαριστώ και ιδίως

χωρίς τα ξένα χρήματα !

Τούτο το χωρίς είναι

που μετρά !

Καλά Χριστούγεννα , αδέρφια !

Τον θυμούμαι πάντα τέτοια μέρα τον κυρ Ηλία,

για το παράδειγμα ζωής που μας κατέλιπε !

Κι ύστερα, την  έστησε στα πόδια της

την επιχείρηση, με αγώνες , του πήρε χρόνο,

βρήκε καταιγίδες, μα την έστησε!

Εν Χώρα ζώντων να ‘ναι αναπαυμένος !

Κι ας κατευθύνει το Φώς του Αστέρος της Βηθλεέμ

τα βήματά μας έως του σπηλαίου της καρδίας μας

εν ω ο Αχώρητος δύναται χωρηθήναι !

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη