Παρωχημένη και αδιέξοδη η οικονομική λογική πίσω από το φορολογικό νομοσχέδιο


Μαρία Αμπατζίδη

Και το φορολογικό νομοσχέδιο αποτυπώνει τη λογική της κυβέρνησης, δηλαδή μία απαρέγκλιτη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών με την προσθήκη μιας ιδιαίτερης ταξικότητας που προσιδιάζει στην κυβερνώσα παράταξη.
Η ταξικότητα αυτή συμφωνεί με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεώρηση αρεστή άλλοτε στον Ρόναλντ Ρίγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία χαρακτηρίζεται στα αγγλικά ως «trickle-down economics», δηλαδή ως οικονομία της διάχυσης των οφελών από τα πάνω (επιχειρήσεις) προς τα κάτω (εργαζόμενους).

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή πρέπει να μειώνονται οι φόροι στις επιχειρήσεις και στον πλούτο με σκοπό αρχικά να προωθηθούν οι επενδύσεις και στη συνέχεια μέσω αυτών να ωφεληθούν και οι εργαζόμενοι και τα άλλα μέλη της κοινωνίας.

Πρόκειται για οικονομικές λογικές που βασίζονται στην προσφορά αντί για τη ζήτηση, δηλαδή θεωρούν ότι οι επενδύσεις θα έχουν ευεργετική επίδραση στην απασχόληση, αλλά και θα καταστεί δυνατή η προσφορά αγαθών σε μεγαλύτερη πληθώρα και κατά συνέπεια σε πιο ελκυστικές τιμές. Οφείλουμε, όμως, να έχουμε υπ’ όψη ότι η θεωρία αυτή της διάχυσης των οφελών είναι μάλλον παρωχημένη. Δεν έχει λειτουργήσει ούτε στις Η.Π.Α., οι οποίες γνώρισαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όπου η φορολογία στις επιχειρήσεις και τον πλούτο ήταν αυξημένη και, αντιστοίχως, τη χειρότερη ανάπτυξη στις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες μετά τον Ρόναλντ Ρίγκαν.

Μετά από μια μακρά εμπειρία δεκαετίων η θεωρία του trickle down θεωρείται πλέον ως μια απολογητική πλάνη, δηλαδή ως μία λάθος θεωρία η οποία απλώς χρησιμεύει ως όπλο για στους απολογητές του άγριου αποχαλινωμένου καπιταλισμού. Αν αυτά ισχύουν στις Η.Π.Α., το παγκόσμιο κέντρο της τεχνολογικής και επιστημονικής πρωτοπορίας, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη ακόμη στην Ελλάδα, τη χώρα μιας παρασιτικής ολιγαρχίας που συνηθίζει να μετατρέπει τις κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις σε καταθέσεις στο εξωτερικό και την οποία στηρίζει τελικά η πλειονότητα των εργαζομένων μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων που «σώζουν» τις τράπεζες, οι οποίες κινδυνεύουν ακριβώς επειδή δάνεισαν αλόγιστα σε αυτήν την ολιγαρχία.

Το νομοσχέδιο διέπεται από αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό. Από τη μια χαρακτηρίζεται από την πειθήνια υπακοή στους δανειστές, προκειμένου να διατηρηθούν τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα. Από την άλλη, υπάρχουν φοροελαφρύνσεις με ταξικό χαρακτήρα, όπως η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή και του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που εισπράττουν οι μέτοχοι επιχειρήσεων.  Στο Άρθρο 22 μειώνεται ο φόρος εισοδήματος Νομικών Προσώπων από 28% σε 24% (περίπου 541 εκατομμύρια Ευρώ δημοσιονομικό κόστος), μια μείωση που αφορά κυρίως τις μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Με το Άρθρο 24, μειώνεται η φορολογία των κερδών (μερισμάτων) από 10% σε 5% (περίπου 75 εκατομμύρια Ευρώ δημοσιονομικό κόστος).



Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στα άρθρα 6 και 9 επανακαθορίζονται οι κλίμακες και συντελεστές φορολόγησης του εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων (περίπου 281 εκατομμύρια Ευρώ δημοσιονομικό κόστος) με τρόπο που τελικά οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα έχουν ένα ελάχιστο όφελος τον μήνα, κυμαινόμενο από 0 έως 15 Ευρώ περίπου, το οποίο βέβαια θα είναι δώρον άδωρον, εφόσον θα εξακολουθούν να πληρώσουν υπέρογκα Φ.Π.Α.
Σε αντίθεση προς αυτόν τον φαύλο συνδυασμό, το ΜέΡΑ25 αφενός προτείνει την επιμονή στην επανεξέταση των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων που φαλκιδεύουν την οικονομία. Και αφετέρου τονίζει την προοδευτικότητα του φόρου επιχειρήσεων με έμφαση στην άνθηση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Σε αυτή τη λογική έχουμε υποστηρίξει τη μείωση φόρου των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων σε 26% από 29, των μεσαίων σε 20% και των μικρών σε 15%. Και με απόλυτη ανάγκη την κατάργηση της 100% προπληρωμής φόρων. Με παρόμοιο σκεπτικό θεωρούμε σημαντική τη διατήρηση του αφορολόγητου ορίου και τη μείωση των συντελεστών για εισοδήματα από 12.000 έως 15.000 Ευρώ.

Η λογική του ΜέΡΑ25 είναι ακριβώς η αντίθετη από αυτήν της διάχυσης των οφελών από τα πάνω προς τα κάτω (trickle-down). Θεωρούμε, αντιθέτως, ότι η μείωση της φορολογίας στους ασθενέστερους θα αυξήσει τη δυνατότητα κατανάλωσης με συνέπεια την αύξηση της ζήτησης και τον περιορισμό της ύφεσης, ενώ αντιστοίχως η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις (με έμφαση στις μικρές και μεσαίες) θα προκαλέσει ρευστότητα και προσέλκυση επενδύσεων. Πρόκειται για μια λογική δοκιμασμένη η οποία δίνει προτεραιότητα στην ισορροπία και άρα τη βιωσιμότητα του οικονομικού συστήματος, σε συμφωνία άλλωστε και με το οικολογικό πνεύμα που διέπει το κίνημά μας.

* Η Μαρία Αμπατζίδη είναι Βουλευτής Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Πηγή: Έθνος




Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη