Ο μεγάλος λιμός της Αθήνας αποτελεί μια ιστορική στιγμή από τις πιο βάναυσες και θανατηφόρες κατά τη διάρκεια του Β' ΠΠ, που ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει σε όλο της το εύρος και τη σημασία. Ο βαρύς χειμώνας μεταξύ '41 – '42 και οι μήνες που ακολούθησαν μπορούν να αποτυπώσουν με ιδιαίτερη γλαφυρότητα πόσο βαθύ και αγιάτρευτο μένει το τραύμα της Κατοχής στην Ελλάδα.
Οι μαρτυρίες από το μεγάλο λιμό κάνουν λόγο για ανθρώπους
στα όρια της λογικής. Οικογένειες που πετούσαν τα άδεια κουφάρια των συγγενών
τους, γονιών, αδερφών, παιδιών σε ομαδικά λαγούμια. Ο όλεθρος δεν επέτρεπε να
τιμήσουν τους νεκρούς, μια ιεροτελεστία ιδιαίτερα σημαντική στο DNA των
Ελλήνων. Ο θάνατος παρέμενε μυστικός, απρόσωπος, προκειμένου όσοι έμεναν πίσω
να κρατούν το δελτίο συσσιτίου και ο χαμός του ενός να γίνει – πιθανώς – η
σανίδα σωτηρίας των υπολοίπων.
Από το καλοκαίρι του ‘41 η κυβέρνηση Τσολάκογλου που
συνεργαζόταν με τους κατακτητές επέβαλε
δελτίο στα τρόφιμα.
«Εμείς ήμασταν έξι παιδιά και είπαν και τα έξι θα τρώνε;
Ας τρώνε μέρα παρά μέρα. Τρία τη μία μέρα, τρία την επόμενη, αναφέρει στο
Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα «Κατοχή - Η Ελλάδα του Χίτλερ» η Κούλα Φαφούτη, ενώ ο
Παρμενίων Παπαθανασίου τονίζει ότι: «Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, εγώ κι ο
αδερφός μου τρώγαμε από μία σαρδέλα. Ο πατέρας μου δε, έτρωγε μέρα παρά μέρα
για να φτάσουν οι σαρδέλες».
«Έβλεπες γνωστούς ανθρώπους και δεν τους γνώριζες, γιατί
από την πείνα είχε κατεβεί ο λαιμός τους. Είχα δει θυμάμαι ένα παιδάκι να
ψάχνει να φάει στα σκουπίδια και του παίρνει ο Γερμανός το χέρι και του το
σπάει», υπογραμμίζει στο ντοκιμαντέρ
η Άννα Καλουτά, ενώ ο Κώστας Θεοφάνους
λέει ότι «φεύγαμε από τα σπίτια αναζητώντας μια λεμονόκουπα που θα πετάξουν οι
Γερμανοί να τη φάμε».
Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι στην οδό Πατησίων υπήρχαν
πολλοί ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια να λένε σπαρακτικά πεινάω. Το άκουγες παντού.
Κάθε πρωί έβγαιναν τα συνεργεία του δήμου και μάζευαν πεθαμένους. Πρησμένους
κυρίως, γιατί η αβιταμίνωση προκαλεί θάνατο πρήζοντας τον άνθρωπο.