Τάσος Κωστόπουλος
Μια άγνωστη πτυχή του Κόκκινου Δεκέμβρη
Ο υποψιασμένος αναγνώστης της εγχώριας βιβλιογραφίας για
τα Δεκεμβριανά του 1944 δεν είναι δυνατό να μην παρατηρήσει μια εντυπωσιακή
ανισορροπία όσον αφορά τις υπηρεσιακές εξιστορήσεις της εμπλοκής των σωμάτων
ασφαλείας στα τότε γεγονότα. Ενώ για τη δράση της Χωροφυλακής -με αποκορύφωμα
την πολιορκία του «ελληνικού Αλκατράζ» στου Μακρυγιάννη- υπάρχει πληθώρα
αντικομμουνιστικών εκδόσεων, για την Αστυνομία Πόλεων επικρατεί ως επί το
πλείστον μια περίεργη σιωπή. Οχι μόνο απουσιάζουν τα συνήθη πανηγυρικά ή
εκλαϊκευτικά πονήματα, αλλά και η λεπτομερής επίσημη ιστορία του σώματος κατά
τα Δεκεμβριανά, την οποία δημοσίευε επί μια τριετία σε συνέχειες ο Νικόλαος
Αρχιμανδρίτης, παραμένει μέχρι σήμερα καταχωνιασμένη στις σελίδες του
περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά» (1/7/1955-1/9/1958), δίχως να καταστεί
προσβάσιμη στο ευρύ κοινό.
Εικαστική αποτύπωση της υπηρεσιακής εκδοχής για τη δράση
της αστυνομίας στα Δεκεμβριανά. Ο πίνακας τιτλοφορείται «Εκκαθαριστικαί
επιχειρήσεις» και δημοσιεύθηκε στο επίσημο περιοδικό του Σώματος μετά τη
Μεταπολίτευση | «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» 1/1975
Η σιωπή αυτή δεν είναι καθόλου ανεξήγητη. Διαβάζοντας
προσεκτικά το αφήγημα του Αρχιμανδρίτη διαπιστώνουμε ότι από την Αστυνομία
Πόλεων, σε αντίθεση με τη Χωροφυλακή, τα Δεκεμβριανά έγιναν αντιληπτά ως ένας
ιδιότυπος ενδοϋπηρεσιακός εμφύλιος με πολύ περισσότερες σελίδες «προδοσίας» και
γκρίζες ζώνες απ’ ό,τι επικά στιγμιότυπα. Το γεγονός αυτό δεν είναι δε καθόλου
άσχετο με την περίοδο της Κατοχής που προηγήθηκε και τη μαζική «διάβρωση» του
σώματος από το αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ.
Η κατοχική προϊστορία
Προτού εγκαταλείψει μαζί με τον βασιλιά την Αθήνα, ο
μεταξικός υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης διέταξε τους υφισταμένους
του να συνεχίσουν το έργο τους «ό,τι και αν συμβή» (15/4/1941). Σε αντίθεση με
τη Χωροφυλακή, που επιφορτίστηκε από τις κατοχικές και δωσιλογικές αρχές με
αντιδημοφιλή καθήκοντα όπως η καταναγκαστική συγκέντρωση των σιτηρών
(αδυνατώντας ταυτόχρονα να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη στη δυσπρόσιτη ιδίως
ορεινή ενδοχώρα), με αποτέλεσμα ο αφοπλισμός της να αποτελέσει ένα από τα πρώτα
καθήκοντα του αντάρτικου, η Αστυνομία Πόλεων εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια
-ιδίως στην Αθήνα- σε χώρο μαζικής στρατολογίας του ΕΑΜ.
«Δυστυχώς, ένας
σεβαστός αριθμός Αξιωματικών και αστυφυλάκων ήσαν κομμουνισταί», Νικόλαος
Αρχιμανδρίτης («Αστυνομικά Χρονικά», 1/12/1956)
Με τα υπηρεσιακά καθήκοντα των αστυνομικών της
πρωτεύουσας να χλομιάζουν μπροστά στο δράμα της πείνας και την άμεση,
καταθλιπτική παρουσία του κατακτητή, ο μικροσκοπικός κομμουνιστικός πυρήνας που
προϋπήρχε επί Μεταξά στο σώμα (μόλις οκτώ αστυνομικοί το καλοκαίρι του 1941)
δεν δυσκολεύτηκε να εντάξει έναν αξιοσημείωτο αριθμό συναδέλφων του στο
αντιστασιακό κίνημα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της, Νικολό Τζαμαλούκα, η
οργάνωση της αστυνομίας (συνθηματική ονομασία: «26 γκρούπα») καθοδηγούνταν
απευθείας από το Π.Γ. του ΚΚΕ και «στα μέσα του 1942 είχε κομματικούς πυρήνες
και εαμικές γκρούπες σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και ειδικές υπηρεσίες»· έναν
χρόνο αργότερα η δύναμή της ανερχόταν «σε 400 κομματικά μέλη και 800 εαμικά»
(ΑΣΚΙ/ΚΚΕ, τ.κ.428, φ:26/3/21), προς τα τέλη δε της Κατοχής έφτασε τους 1.700
(περ. «Εθνική Αντίσταση», τχ.8, 1965). Εκτός από την υπηρεσιακή κάλυψη παράνομων
δραστηριοτήτων (μεταφορά υλικών, έκδοση πλαστών ταυτοτήτων, προειδοποίηση
διωκομένων κ.λπ.), η συμβολή των οργανωμένων αστυνομικών στην Αντίσταση
περιέλαβε ακόμη και τη σύνταξη καθημερινού δελτίου πληροφοριών για το Π.Γ.
Αξιοσημείωτη υπήρξε επίσης η κυκλοφορία ειδικού παράνομου εντύπου («Αστυνομικόν
Βήμα») που απευθυνόταν στα οργανωμένα μέλη και τον επαγγελματικό περίγυρό τους.
Καθοριστική στιγμή σ’ αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε η
οκταήμερη απεργία των κατώτερων αστυνομικών που οργανώθηκε από το ΕΑΜ (23-30/6/1943),
με μισθολογικά κυρίως αιτήματα μετά τις προκλητικές αυξήσεις που η κυβέρνηση
Ράλλη είχε χορηγήσει στα υψηλόβαθμα στελέχη. Η πρωτοφανής αυτή κινητοποίηση
έληξε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών αλλά και άγρια καταστολή
των πιο εκτεθειμένων από τους πρωτεργάτες της: 50 βαριές καταδίκες από ιταλικά
στρατοδικεία και 450 απολύσεις, που ανακλήθηκαν κάτω από την πίεση της βάσης το
επόμενο δίμηνο.
Η εμπειρία αυτή, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις των
επόμενων μηνών, επέφερε τελικά μια έντονη πόλωση ανάμεσα σε όσους αστυνομικούς
ανήκαν στο ΕΑΜ και τους (ουκ ολίγους) «νομιμόφρονες» συναδέλφους τους που
επιδόθηκαν πλέον ενεργά στην αμείλικτη καταστολή του.
Το φθινόπωρο του 1943 σημειώθηκε, γαρ, μια αποφασιστική
τομή στις κατασταλτικές πρακτικές του κατοχικού κράτους: συγκρότηση των
Ταγμάτων Ασφαλείας, υπαγωγή των σωμάτων ασφαλείας στον στρατηγό των Ες Ες
Βάλτερ Σιμάνα και δραστική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών τους σε αντικομμουνιστική
κατεύθυνση, με αιχμές του δόρατος τη Γενική Ασφάλεια και (κυρίως) το
Μηχανοκίνητο Τμήμα του αστυνομικού διευθυντή Νικολάου Μπουραντά.
Μονάδα επιφορτισμένη με τη βίαιη διάλυση διαδηλώσεων και
συμμετοχή στα γερμανικά μπλόκα, οι «Μπουραντάδες» συνδέονταν στενά με δωσίλογες
«εθνικές» οργανώσεις σαν τη «Χ» του Γρίβα, που ήταν οργανωμένη «κατά αστυνομικά
τμήματα» και με την οποία μοιράζονταν ακόμη και τα εμβατήριά της (Αυδής 2006,
σ.183-5). Μετά τη μετάθεση του Μπουραντά τον Γενάρη του 1944 στη Γενική
Ασφάλεια, όπου εισήγαγε «επιστημονικές» μεθόδους ανάκρισης με ηλεκτροσόκ
(χαρακτηριστική η μαρτυρία του δημοσιογράφου Σπύρου Λιναρδάτου, που ως φοιτητής
της ΕΠΟΝ τις δοκίμασε από πρώτο χέρι), τη διεύθυνση του Μηχανοκίνητου ανέλαβε ο
Νικόλαος Αρχιμανδρίτης.
Ως ημιεπίσημος ιστορικός της Αστυνομίας, ο τελευταίος θα
προβεί μεταπολεμικά σε μια ενδιαφέρουσα χαρτογράφηση όσων συναδέλφων του
«ετήρησαν στάση παθητική, για να μην πούμε εγκληματική» απέναντι στον
κομμουνιστικό κίνδυνο: κάποιοι απ’ αυτούς «ανήκαν οργανικώς στο ΚΚΕ και είχαν
αναλάβει υπεύθυνες θέσεις στην οργάνωση της ΟΠΛΑ»· άλλοι «συμπάθησαν το ΕΑΜ και
εξυπηρέτησαν κατά πολλούς τρόπους τους σκοπούς του», ενώ υπήρχαν κι εκείνοι
που, «επειδή εφοβούντο για το άτομό τους, δεν έπαιρναν θέση και δεν προσέφεραν
καμιά εργασία ουσιαστική» («Αστυνομικά Χρονικά», 15/8/1955, σ.2599).
Παρά τις υπερβολές και τις κραυγαλέες ανακρίβειες του
συνολικού αφηγήματος, που φιλοτεχνεί μια εξωπραγματική εικόνα αυτοτελούς
αντικομμουνιστικής δράσης δίχως εμπλοκή του κατακτητή, η παραπάνω περιγραφή δεν
απέχει και πολύ από την αλήθεια. Ο ίδιος ο καθοδηγητής των κομμουνιστών
αστυνομικών επιβεβαιώνει, άλλωστε, πως «οι πρώτες ομάδες της ΟΠΛΑ έγιναν από
αστυνομικούς που άρχισαν την τιμωρία των προδοτών» (ΑΣΚΙ/ΚΚΕ, όπ.π.).
Το ιντερμέδιο της Απελευθέρωσης
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι αντιθέσεις αυτές βγήκαν σε
δημόσια θέα μετά την Απελευθέρωση. Από πλευράς του ΕΑΜ, το αποφασιστικό βήμα
σημειώθηκε στα τέλη καλοκαιριού του 1944, όταν την ηγεσία της Εθνικής
Πολιτοφυλακής της πρωτεύουσας (της αστυνομίας, δηλαδή, της «κυβέρνησης του
βουνού») ανέλαβαν δυο επαγγελματίες αστυνομικοί: ο αστυνομικός διευθυντής
Κώστας Τσαπόγας και ο αστυνόμος Διονύσιος Δήμου.
Με προκήρυξή του «προς το λαό Αθήνας-Πειραιά-Αττικής», ο
πρώτος θύμισε στα τέλη Σεπτεμβρίου ότι «τα σώματα Ασφαλείας στην Ελλάδα
χρησιμοποιηθήκανε σαν όργανα πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης του λαού»,
αποστολή που «επικυρώθηκε στην περίοδοι της κατοχής», με αποτέλεσμα να μην
έχουν πλέον «καμιά θέση στην αναδημιουργούμενη Ελλάδα» και τη θέση τους να
πάρει η Πολιτοφυλακή (ΓΑΚ Κ103ε/68).
Στην ίδια προκήρυξη, ρητή ήταν ωστόσο η διάκριση ανάμεσα
στη Χωροφυλακή, που ταυτίζεται πλήρως με τους ταγματασφαλίτες και καλείται
απλώς να παραδοθεί, και την Αστυνομία που περιγράφεται ως πεδίο αναμέτρησης
μεταξύ «χαφιέδων» κι αξιοπρεπών υπαλλήλων, με έκκληση προς τους δεύτερους να
προσχωρήσουν στην Αντίσταση και να συνεχίσουν την καριέρα τους στη
μεταπελευθερωτική Ελλάδα: «Σας καλούμε λοιπόν όλους εσάς τώρα, που λίγο είναι
το διάστημα που απέχει για την Εθνική απελευθέρωση, να τεθήτε στη διάθεση του
εργαζόμενου λαού για να προσφέρητε τις πραγματικές υπηρεσίες σας σ’ αυτόν.
Χτυπήστε ολόπλευρα με φανατισμό τη Χαφιέδικη κλίκα της Αστυνομίας, που θέλει να
σας μετατρέψει σε μισητούς προδότες. Προσχωρήσατε εν καιρώ στην Εθνική
Πολιτοφυλακή για να δράσετε αμέσως όταν χρειασθή. Αυτό σήμερα σας το ζητάει
επιτακτικά ο αγωνιζόμενος λαός. Εχουμε όλοι χρέος να υπακούσωμε. Ο δρόμος της
τιμής και του καθήκοντος ανοίγεται πλατειά μπροστά σας, ακολουθήστε τον».
Μετά την άφιξη της κυβέρνησης Παπανδρέου, η στρατηγική
αυτή αναπροσαρμόστηκε στις λεπτές ισορροπίες της εθνικής ενότητας, με τους
Τσαπόγα και Δήμου να αναλαμβάνουν αντίστοιχα καθήκοντα υποδιευθυντή της
Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών και υποδιοικητή του Κέντρου Αλλοδαπών –ο
δεύτερος, με αρμοδιότητα (και) τη δίωξη των δωσιλόγων.
Η αντιδιαστολή Αστυνομίας-Χωροφυλακής υιοθετήθηκε,
μάλιστα, διακριτικά και από τον ίδιο τον Παπανδρέου, στην περίφημη ομιλία του
στην πλατεία Συντάγματος (18/10): «Θα επιδιωχθή επίσης η ανασύνταξις των
Σωμάτων της Δημοσίας Ασφαλείας. Και κατά τας δύο περιόδους της δουλείας, της
εσωτερικής και της εξωτερικής [=4η Αυγούστου και Κατοχή], εις τα Σώματα της
Δημοσίας Ασφαλείας και ιδίως εις την Χωροφυλακήν παρουσιάσθησαν συμπτώματα
ηθικής κρίσεως. Δεν έχομεν το δικαίωμα να τα καταδικάσωμεν εν τω συνόλω των,
διότι υπήρξαν πολλοί, και αξιωματικοί και άνδρες, οι οποίοι, εν μέσω
δυσχερεστάτων καταστάσεων, επετέλεσαν μ’ όλα ταύτα το εθνικόν των καθήκον. Θα
είναι όμως αυστηροτάτη η εκκαθάρισις και η ανασύνταξις, ώστε να εμπνεύσουν διά
το μέλλον πλήρη εμπιστοσύνην ότι δεν θα είναι όργανα Τυράννων προς δίωξιν των
Ελλήνων, αλλά φρουροί της τάξεως και της ασφαλείας των πολιτών» («Ο λόγος της
απελευθερώσεως», Αθήναι 1944, σ.16-17).
Ακόμη και μετά το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών, η ευμενής
αντιμετώπιση της Αστυνομίας διατηρήθηκε για ένα διάστημα στον λόγο του ΚΚΕ: «Οι
αστυφύλακες και οι εθνοφύλακες παράδωσαν τα όπλα τους στο Λαό. Τι μένει; Οι
Δοσίλογοι, οι Μπουραντάδες, οι Χωροφύλακες», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο
κύριο άρθρο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (8/12/1944), ενώ οι μάχες μαίνονταν πια στην
πρωτεύουσα.
«Προδότες» και «ρευστοσυνείδητοι»
Η αναλυτικότερη καταγραφή του τι συνέβη σε κάθε
αστυνομικό τμήμα και υπηρεσία κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών έχει
δημοσιευθεί, όπως ήδη αναφέραμε, από τον Αρχιμανδρίτη στο επίσημο περιοδικό της
Αστυνομίας (1955-1958). Από την ανάγνωσή της διαπιστώνουμε ότι σε σύνολο 32
αστυνομικών τμημάτων, 5 τουλάχιστον αστυνομικών σταθμών και 15 υπηρεσιών της
πρωτεύουσας:
● Μέχρι τέλους πρόβαλαν αντίσταση στους επαναστάτες τρία
μόνο κεντρικά τμήματα (το Α΄ στην οδό Λέκκα, το Γ΄ στη Βαλαωρίτου και το ΙΒ΄
στο Π. Φάληρο) και 4 υπηρεσίες: Αστυνομική Διεύθυνσις Αθηνών (Σύνταγμα), Σχολές
Υπενωμοταρχών και Αρχιφυλάκων (Παλαιά Ανάκτορα, νυν Βουλή), Εγκληματολογική
Υπηρεσία (Μητροπόλεως) −η τελευταία υπό την προστασία βρετανικών τανκς, λόγω
του πολύτιμου αρχείου της.
● Τρία τμήματα (Β΄ Πλάκας, Η΄ Αχαρνών και Α΄ Πειραιά),
μία υπηρεσία (Γενική Ασφάλεια Πειραιά) κι ένας σταθμός (Κορυδαλλού) υπέκυψαν
ύστερα από μάχες.
● Τρία τμήματα (Δ΄ στη Σολωμού, Ι΄ στο Παγκράτι και ΙΑ΄
στην Καλλιθέα) και 5 υπηρεσίες (Αλλοδαπών, Τροχαία, Αγορανομία, Μηχανοκίνητο
και Γενική Ασφάλεια Αθηνών) συμπτύχθηκαν στην περιοχή του κέντρου που
εξακολούθησε να ελέγχει η κυβέρνηση.
● Ολα τα υπόλοιπα τμήματα και υπηρεσίες είτε παραδόθηκαν
είτε εκκενώθηκαν αμαχητί. Πολλά απ’ αυτά συνέχισαν δε να λειτουργούν κατά τη
διάρκεια των 33 ημερών της εξέγερσης με ένα μέρος του προσωπικού τους υπό
ΕΑΜικό έλεγχο.
Εξιστορώντας τα παραπάνω, ο Αρχιμανδρίτης δεν παραλείπει
να επισημάνει κάθε φορά τη σύμπραξη μιας μερίδας αστυνομικών με τις ΕΑΜικές
δυνάμεις. Αλλεπάλληλες είναι οι αναφορές του σε συναδέλφους του «προδότες»
(σ.2985, 3053, 3055, 3354-5, 3581, 3627-9, 4455-6, 4553-4, 4600), «αποστάτες»
(σ.3725, 3772, 3875, 4114-5, 4361), «φιλικά διακείμενους προς τους
κομμουνιστάς» (σ.3599-80, 3825, 3874, 3920, 4068, 4112, 4218, 4268, 4361) ή
ακόμη και «ρευστής συνειδήσεως», στους οποίους «δεν μπορούσε κανείς να έχη
εμπιστοσύνη» (σ.3054).
Εξίσου συχνές είναι και οι περιγραφές της προσπάθειας των
κατά τόπους διοικητών να εξουδετερώσουν προληπτικά με διάφορα τεχνάσματα τους
«ύποπτους» υφισταμένους τους, τις περισσότερες φορές δίχως επιτυχία.
Στην πιο ακραία περίπτωση, το Β΄ Α.Τ. έπεσε στις 6/12 στα
χέρια του ΕΛΑΣ με τη βοήθεια ενός υπαστυνόμου που «διέκειτο, ως διεπιστώθη εκ
των υστέρων, ευμενώς προς τους κομμουνιστάς» κι ενός υπαρχιφύλακα «που είχε
προσχωρήσει σ’ αυτούς» (σ.2983). Μετά το ξεσκαρτάρισμα των συλληφθέντων, ο
διοικητής, οι δυο υποδιοικητές κι έξι υφιστάμενοί τους οδηγήθηκαν στην
Ηλιούπολη, όπου την επομένη «τους δίκασε ένα δήθεν λαϊκό δικαστήριο, στο οποίο
μετείχαν και τρεις κατάπτυστοι προδότες αστυνομικοί» του ίδιου τμήματος –ένας
ανθυπαστυνόμος και δυο αστυφύλακες (σ.2985). Οι συλληφθέντες καταδικάστηκαν σε
θάνατο κι εκτελέστηκαν τις επόμενες ώρες.
Πολύ διαφορετικά εξελίχθηκαν τα πράγματα στο Ε΄ Α.Τ. της
Ιπποκράτους, ο τομέας ευθύνης του οποίου περιλάμβανε «τη συνοικία Γκύζη και τον
προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, όπου υπήρχε φωλεά κομμουνιστών», και όπου
40 από τους 60 αστυνομικούς ήταν πάλι οργανωμένοι ή φιλικά προσκείμενοι στο
ΕΑΜ. Ο διοικητής του προσπάθησε να εξουδετερώσει τη διαφαινόμενη «εκ των έσω
αντίδρασιν» χορηγώντας άδειες «οίκοι διανυκτερεύσεως στους αριστερούς
υπαλλήλους». Αυτοί όμως επέστρεψαν, απέτρεψαν την αιματοχυσία και
διαπραγματεύθηκαν την αναίμακτη παράδοση των συναδέλφων τους, διασφαλίζοντας
«να μη θιγή κανείς» (σ.3579-82).
Στη Νέα Σμύρνη, πάλι, 12 αστυνομικοί ακολούθησαν τους
αντάρτες μετά την απόρριψη του τελεσίγραφου του ΕΛΑΣ για αναίμακτη παράδοση του
ΚΒ΄ Α.Τ. Στου Ζωγράφου ένας αστυφύλακας άνοιξε τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου
την πόρτα στους επαναστάτες· ακολούθησε «η σύλληψις των εθνικοφρόνων
αστυφυλάκων, που την επραγματοποίησαν οι συνάδελφοί τους κομμουνισταί», για να
τους αφήσουν ελεύθερους σε λίγες ώρες (σ.4554).
Στο Παγκράτι, ένας αστυνομικός διευθυντής του Ι΄ Α.Τ.
προσπάθησε σε συνεννόηση με τον ΕΛΑΣ να πείσει στις 4/12 τους πολιορκημένους
συναδέλφους του να παραδοθούν δίχως μάχη (σ.3725). Στο Η΄ Α.Τ. δύο υπαστυνόμοι
«μεμυημένοι προφανώς στο κίνημα» έπεισαν τους συναδέλφους τους μετά τα πρώτα
πυρά (και τον θάνατο δύο απ’ αυτούς) να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις· στη
διάρκειά τους, «δυο ή τρεις αστυνομικοί, που ευρίσκοντο στο Τμήμα και είχαν
συνεννοηθή με τους κομμουνιστάς, άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα οι
οπλισμένοι ελασίτες, που γρήγορα κατέβαλαν τους ελάχιστους ηρωικούς μαχητές».
Την άλωση ακολούθησε η εγκατάσταση «κομμουνιστή Υπαστυνόμου ως Διοικητή
πολιτοφυλακής» και η εκτέλεση του παλιού διοικητή (σ.3055).
Αυτού του είδους τα φονικά υπήρξαν πάντως αρκετά
περιθωριακό φαινόμενο, σε αντίθεση με τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους
χαφιέδες της Ειδικής Ασφάλειας (που υπαγόταν στη Χωροφυλακή), τους
ταγματασφαλίτες, τους ένοπλους χιτλερικούς αλλά και σε πολλούς χωροφύλακες.
Σε 22 από τα 30 αστυνομικά τμήματα που έπεσαν στα χέρια
του ΕΛΑΣ δεν αναφέρεται η παραμικρή εκτέλεση, ενώ σε άλλα έξι εκτελέστηκαν ή
λιντσαρίστηκαν εννιά όλοι κι όλοι βαθμοφόροι (οι επτά, διοικητές ή υποδιοικητές).
Ομαδικές εκτελέσεις σημειώθηκαν σε δύο μόνο τμήματα (στο Β΄ της Πλάκας και στο
ΙΣτ΄ των Πατησίων), όργανα των οποίων είχαν πρωτοστατήσει στην αιματηρή
καταστολή του άοπλου συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου. Και τα δύο εξακολούθησαν
πάντως να λειτουργούν στη διάρκεια της εξέγερσης, με επάνδρωση και διοίκηση από
το προϋπάρχον προσωπικό. Στη δεύτερη περίπτωση, η άγρια εκτέλεση 16 οργάνων
στην Ούλεν φαίνεται μάλιστα πως οφειλόταν και σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ
συναδέλφων: τον καιρό της Απελευθέρωσης, διαβάζουμε στις αναμνήσεις του
Τζαμαλούκα, «στο 16ο αστυνομικό τμήμα φασιστόμουτρα αστυνομικοί μάς δολοφόνησαν
έναν εκλεκτό σύντροφο αστυφύλακα έγγαμο με τρία παιδιά».
Οι περισσότεροι από τους αφοπλισμένους αστυνομικούς
αφέθηκαν αρχικά ελεύθεροι. Μονάχα στις 17 Δεκεμβρίου, αφού 511 απ’ αυτούς είχαν
ήδη περάσει στη «Σκομπία» κι επανενταχθεί στις κυβερνητικές δυνάμεις, η Εθνική
Πολιτοφυλακή άρχισε να συλλαμβάνει προληπτικά τους υπόλοιπους και να τους
στέλνει ως ομήρους έξω από την Αθήνα.
Η αφήγηση του Αρχιμανδρίτη δεν είναι, άλλωστε, η μόνη με
σαφείς αναφορές στη διάσπαση του σώματος. Σε επιστολή του προς το ίδιο
περιοδικό (15/11/1956), ο αστυνομικός διευθυντής Π. Μαριόλης θυμάται λ.χ. ότι
στη διάρκεια του συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου ήταν παραταγμένος με τους
υφισταμένους του έξω από το Ζάππειο, «προκαλούμενοι διαρκώς υπό κομμουνιστών
και τινων αστυνομικών ομοϊδεατών» (σ.4070).
Στις επαναστατημένες γειτονιές
Το κρισιμότερο ίσως σημείο αυτής της «αποστασίας» δεν
ήταν η άρνηση πολλών αστυνομικών να εμπλακούν ενεργά σε μια εμφύλια σύρραξη ή η
συνεισφορά ορισμένων απ’ αυτούς στην κατάληψη των τμημάτων τους, αλλά η
συνέχιση της λειτουργίας αυτών των τελευταίων στη διάρκεια της εξέγερσης από
ένα μέρος του προσωπικού τους με τη σύμφωνη γνώμη ή υπόδειξη του ΕΛΑΣ.
Οπως μας πληροφορεί ο Αρχιμανδρίτης, ένας υπαστυνόμος της
Αγορανομίας ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής στο Περιστέρι (σ.4600)
κι ένας αστυνόμος του ΙΘ΄ Α.Τ. στον Βύρωνα (σ.4268)· στον Ταύρο, πάλι, το
αντίστοιχο πόστο κατείχε ο γιος της καθαρίστριας του τοπικού αστυνομικού
τμήματος (σ.4218). Ο επικεφαλής του κατοχικού Μηχανοκινήτου προσπερνά, τέλος,
επί τροχάδην κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως 8 από τα 9 τμήματα του Πειραιά, οι
περισσότεροι αστυνομικοί των οποίων συμπαρατάχθηκαν -έστω και χωρίς ιδιαίτερο
ενθουσιασμό- με την εξέγερση.
Για την οπτική γωνία αυτών των τελευταίων, διαφωτιστικά
είναι τα απομνημονεύματα του αστυφύλακα Βασίλη Δάρα που υπηρετούσε τότε στην
Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά. Τις πρώτες μέρες της εξέγερσης, θυμάται, «οι
ανθρώπινες μάζες κατέβαιναν από τις συνοικίες οπλισμένες με ό,τι πρόχειρο και
απίθανο μπορεί να φανταστεί κανείς. Από μαχαίρες τύπου Κολοκοτρώνη, χατζάρες,
λοστούς, παλιοσίδερα, που τα κρατούσαν από παιδιά μέχρι γέροι. Κατέβαιναν
αλαλάζοντας και τραγουδώντας ανομοιόμορφα, παράφωνα, οχλοκρατικά, θυμίζοντας
σκηνές από εκείνες που βλέπουμε στον κινηματογράφο, μεσαιωνικές σκηνές ή
εικόνες από τη Γαλλική Επανάσταση». Μπροστά σ’ αυτό το κύμα «η αντίσταση ήταν
μηδαμινή» και «χωρίς σχεδόν ανταλλαγή πυροβολισμών, το ένα μετά το άλλο τα
Αστυνομικά Τμήματα υπέκυπταν στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Οι αστυφύλακες
εξακολουθούσαν να στρατωνίζονται μέσα, ενώ οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί
είχαν εξαφανισθεί» (σ.117).
Ακολούθησε η οργάνωση της αστυνόμευσης στην ευρύτερη
περιοχή:
«Μετά την κατάληψη των Αστυνομικών Τμημάτων από τον
Εφεδρικό ΕΛΑΣ, η Αστυνομική Διεύθυνση μεταφέρθηκε στην Κοκκινιά. Οι επικεφαλής
της Αστυνομικής Δύναμης συγκάλεσαν στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα, που στεγαζόταν στα
δημοτικά σχολεία, αστυνομικούς όλων των Τμημάτων Πειραιά. Η αστυνομική δύναμη
του Πειραιά ανερχόταν σε 647 υπαξιωματικούς και αστυφύλακες και από αυτούς
παρευρέθηκαν στη συγκέντρωση 635, το σύνολο δηλαδή της αστυνομικής δύναμης.
»Κατά τη συγκέντρωση αυτή έγιναν διάφορες ομιλίες από
αστυνομικούς, με περιεχόμενο βέβαια προσκείμενο στη νέα διαμορφωθείσα κατάσταση
και κατά τα συνηθισμένα στον οργανωτικό τομέα του ΕΛΑΣ, εξελέγη και η κεντρική
επιτροπή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιά, αποτελούμενη από ένα αστυνόμο, δύο
υπαστυνόμους, έναν αρχιφύλακα και έναν αστυφύλακα» (σ.120).
Στην περίμετρο της Σκομπίας
Στην αντίπερα όχθη, μια γεύση της δράσης όσων αστυνομικών
έμειναν στο πλευρό της κυβέρνησης μας δίνει το δημοσιευμένο ημερολόγιο ενός απ’
αυτούς –του αστυνόμου Δημητρίου Καρανάσου, επικεφαλής ενός λόχου που
σχηματίστηκε στις 8/12/1944 από μαθητές της Σχολής Αρχιφυλάκων, στρατωνίστηκε
στο νεκροτομείο και πλαισίωσε τα βρετανικά στρατεύματα κατά τις εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις τους στην ευρύτερη περιοχή Νεάπολης-Εξαρχείων.
Συνημμένο σε απολογιστική έκθεση που συντάχθηκε αμέσως
μετά τα γεγονότα (20/1/1945), το ημερολόγιο αυτό δεν διασώζει μόνο πάμπολλες
λεπτομέρειες της πολιτικής καταστολής στο μικροεπίπεδο της συνοικίας (που
συνήθως παρακάμπτονται από τις πολεμοκεντρικές αφηγήσεις)· ξεκαθαρίζει επίσης,
ευθύς εξαρχής, τη στάση του συντάκτη του απέναντι σε πολλούς συναδέλφους του:
«Επειδή παρετηρήθη ότι πλείστοι Αστυνομικοί επέδειξαν ασύγγνωστον ολιγωρίαν
έναντι του αγώνος, αφ’ ετέρου δ’ άλλοι αυτομολήσαντες εις τας τάξεις του εχθρού
έδρασαν υπέρ αυτού και τέλος άλλοι διά τον α΄ ή β΄ λόγον παρέμειναν τελείως
αμέτοχοι του αγώνος ή εις νεκράς υπηρεσίας, θα ήτο, νομίζω, πολύ άδικον να μη
ήρχετο εις φως η δράσις εκείνων οίτινες έλαβον ενεργόν μέρος εις τον αγώνα»
(σ.12).
Στις σελίδες του ημερολογίου πληροφορούμαστε έτσι για το
ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύθηκε στα ανακαταλαμβανόμενα οικοδομικά τετράγωνα, με
βάση τις καταδόσεις κάθε λογής καλοθελητών –ειλικρινείς, συκοφαντικές ή απλώς
παράλογες, απόρροια του τρόμου που είχε καταλάβει μια μερίδα των μεσοστρωμάτων
μπροστά στο φάσμα της κοινωνικής ανατροπής.
Μαθαίνουμε έτσι ότι στις 16/12 η μονάδα του Καρανάσου
έψαχνε τον δικηγόρο Στρατή Σωμερίτη της ΕΛΔ, που «πολλάκις εθεάθη παρά γειτόνων
πυροβολών εκ του εξώστου της οικίας του [!] κατά παντός στρατιωτικού»· όταν δεν
τον βρήκαν ούτε στο σπίτι του ούτε στο γειτονικό Γαλλικό Ινστιτούτο, συνέλαβαν
τη γυναίκα του και κατάσχεσαν το αρχείο του (σ.50). Τη σκηνή έχει περιγράψει,
στις δικές του αναμνήσεις και από τη δική του σκοπιά, ο 14χρονος τότε γιος της
οικογένειας: «Με βρισιές και απειλές κάπου δεκαπέντε ένοπλοι, ένστολοι και με
πολιτικά, μπήκαν μέσα και ήθελαν να συλλάβουν τον πατέρα. Τους είχε δει να
φτάνουν, όμως, και τους πρόλαβε. Στη θέση του έπιασαν τη μητέρα μου. Οπως
ακριβώς το ’43, με τους Γερμανούς».
Ο ίδιος μας πληροφορεί πως ο καταζητούμενος είχε μείνει
στην «αγγλοκρατούμενη ζώνη» μαζί με άλλα μετριοπαθή στελέχη της ΕΛΔ, «με την
ελπίδα κάποιας διαπραγμάτευσης» (Ριχάρδος Σωμερίτης, «Ενας μικρός Δεκέμβρης»,
Αθήνα 1994, σ.33-4). Προφανώς, στις ελεύθερες ώρες του έβγαινε στο μπαλκόνι με
την καραμπίνα για να ξεδώσει –όπως (τηρουμένων των αναλογιών) έκανε στις μέρες
μας και η οικογένεια Ινδαρέ, αν πιστέψουμε τον κ. Χρυσοχοΐδη...
Οι συλλήψεις κάθε άλλο παρά περιορίστηκαν, βέβαια, σε
επώνυμα στελέχη του ΕΑΜ. Οι περισσότερες αφορούσαν ό,τι ο Γεώργιος Παπανδρέου
θα αποκαλέσει μερικά χρόνια αργότερα «κονιορτό των ανωνύμων ανθρώπων»: απλούς
φοιτητές, υπαλλήλους ή επαγγελματίες που «κατά πληροφορίας των περιοίκων» ήταν
«πράκτορες του ΚΚΕ», απλοί ΕΑΜίτες ή «συνεργαζόμενοι», απλώς «ύποπτοι» ή
βρέθηκαν στα σπίτια τους «κομμουνιστικά έντυπα». Ολοι ανεξαιρέτως προωθήθηκαν
είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε σε αστυνομικά τμήματα «διά τα περαιτέρω».
Μια άλλη δραστηριότητα που καταγράφεται στο ημερολόγιο
αφορούσε την πολιτισμική υποδομή του εχθρού. Κατά τη διάρκεια λ.χ. στοχευμένης
έρευνας σε βιβλιοδετείο της Σόλωνος (20/12) «ανευρέθησαν 20.000 βιβλία του
Γληνού υπό τον τίτλον “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”, άτινα τοποθετηθέντα εντός
αυτοκινήτου παρελήφθησαν υπό των Αγγλων προς καταστροφήν. Ο καταστηματάρχης δεν
ανευρέθη» (σ.57).
Τα ίδια ακριβώς επαναλήφθηκαν και σ’ ένα τυπογραφείο της
Ιπποκράτους (σ.61). Τρεις μέρες μετά, η μονάδα ξαναπηγαίνει σ’ αυτό το
τελευταίο κι ένας Ελληνας υπολοχαγός «Σύνδεσμος εν τω Αγγλικώ Σχηματισμώ»
φορτώνει στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο «δύο κλινοστρωμνάς, δύο μαξιλάρια και ένα
χαρτοφύλακα δερμάτινον» με την κάλυψη του Βρετανού επικεφαλής (σ.67). Ο
αναγνώστης έχει άλλωστε εξαρχής προειδοποιηθεί πως, από μια μερίδα τουλάχιστον
των κυβερνητικών δυνάμεων, «αι περιουσίαι εθεωρούντο λεία πολέμου» (σ.16).
Μετά την καταιγίδα
Την ήττα του ΕΛΑΣ ακολούθησε το ξεκαθάρισμα της
Αστυνομίας. Για τους σχεδιασμούς των ημερών, αποκαλυπτική είναι μια «αυστηρώς
απόρρητος - προσωπική» έκθεση του συνταγματάρχη Πεντζόπουλου, συνταγμένη τις
παραμονές της Βάρκιζας (5/2/1945). Ο συντάκτης της είχε θητεύσει κατά την
Απελευθέρωση στο Α.Τ. Αμπελοκήπων ως «στρατιωτικός διοικητής» (για να το
ελέγχει) και στα Δεκεμβριανά διοικούσε μια ταξιαρχία της Εθνοφυλακής
συγκροτημένη από «εθνικόφρονας πολίτας». Απευθυνόμενος στη Στρατιωτική Διοίκηση
Αθηνών, δεν διστάζει να εισηγηθεί την ουσιαστική διάλυση του σώματος.
Επί Κατοχής, διαβάζουμε, η αστυνομία «μετείχε ενεργώς,
τμηματικώς ή και συνολικώς, των απεργιών προς αύξησιν των αποδοχών μιμουμένη
τας λοιπάς διαφόρους οργανώσεις, αίτινες ήτο γνωστόν και κατεδείχθη τόσον
τραγικώς ότι απετέλουν τας ασκήσεις της τελικής μάχης του παρελθόντος
Δεκεμβρίου», με αποτέλεσμα να «εδραιωθή παρά τω λαώ» (προφανώς, τον
εθνικόφρονα) «η πεποίθησις ότι η Αστυνομία Πόλεων πρέπει να διαλυθή».
Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι μετά την Απελευθέρωση «υπήρξαν περιπτώσεις καθ’ ας
περίπολοι της Αστυνομίας Πόλεων διήσχιζον τας οδούς της Πρωτευούσης ανυψούντες
επιδεικτικώς τον γρόνθον της αριστεράς».
Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος έγιναν, όμως,
αντιληπτές τον Δεκέμβρη:
«Κατά την διάρκειαν του στασιαστικού κινήματος υπήρξαν
βεβαίως πολλαί περιπτώσεις καθ’ ας άξια στελέχη και άνδρες της Αστυνομίας
Πόλεων επετέλεσαν εντίμως και ηρωικώς το καθήκον των, θυσιάσαντες και αυτήν την
ζωήν των, υπήρξαν όμως δυστυχώς και περιπτώσεις καθ’ ας τόσον παθητικώς όσον
και ενεργητικώς συνήργησαν εις την εξάπλωσιν του κινήματος εκείνου. Ούτω εις
τινα Αστυνομικά Τμήματα οι μεν ενούμενοι μετά των επιτιθεμένων ελασιτών
εξουδετέρουν τους αντιφρονούντας συναδέλφους των και τους παρέδιδον εις τον
ΕΛΑΣ. Αλλα Αστυνομικά Τμήματα (πολλά) παρέδιδον εντός λεπτών της ώρας τον
οπλισμόν των άνευ τινός αντιστάσεως. [...] Πολύ φοβούμεθα ότι η ενεστώσα
δύναμις της Αστυνομίας Πόλεων θα διαφέρη από εκείνην της παραμονής του
κινήματος ίσως μόνον κατά τον αριθμόν των νεκρών ή απαχθέντων. Ολοι οι λοιποί
[μη] αντιδράσαντες ή ευνοήσαντες το κίνημα φοβούμεθα ότι εξακολουθούν να αποτελούν
το Σώμα». Αυτόματα: «Επιβάλλεται κατά την γνώμην μας ή ο περιορισμός της
Αστυνομίας Πόλεων εις υπηρεσίας Τροχαίας και Σημάνσεως ή η προσαρμογή του
οργανισμού της» και «τέλειος αναδιοργάνωσίς» της («Αντιστράτηγος Θωμάς
Πεντζόπουλος. Εγγραφα από το προσωπικό του αρχείο», Θεσ/νίκη 2017, σ.162-4).
Εκκαθάριση και λήθη
Τελικά, η εκκαθάριση πραγματοποιήθηκε πιο χειρουργικά.
Περίπου 1.400 αστυνομικοί αποτάχθηκαν το 1946 ως ανεπαρκώς εθνικόφρονες, με
«τεκμήριον την στάσιν τούτων κατά την περίοδον της δουλείας και του
στασιαστικού κινήματος». Απ’ αυτούς, πάνω από 300 εξορίστηκαν δε τα επόμενα
χρόνια ως «επικίνδυνοι κομμουνιστές» στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον
Αϊ-Στράτη.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ διαθεσιμότητας και απόλυσης
σημειώθηκαν -όπως ήταν φυσικό- τα συνήθη κρούσματα ανθρωποφαγίας, με πολλούς
αστυνομικούς που συνέπλευσαν παθητικά με την εξέγερση να ρουφιανεύουν
συναδέλφους τους με κάθε λογής αληθινές ή κατασκευασμένες κατηγορίες, στην
προσπάθειά τους να «αποχρωματιστούν» (Δάρας 1995, σ.165).
Στην αντίπερα όχθη, ο Μπουραντάς αθωώθηκε πανηγυρικά από
το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων (26/11/1945), μολονότι κατά την ακροαματική
διαδικασία κατέστη προφανές ότι πάγια τακτική της μονάδας του ήταν τα κτηνώδη
βασανιστήρια των συλληφθέντων, πολλοί από τους οποίους παραδίδονταν κατόπιν
στους Γερμανούς για εκτέλεση. Ο ίδιος ισχυρίστηκε στην απολογία του ότι «δεν
κατεδίωξε κομμουνιστάς αλλά αναρχικούς» και απέσπασε τα εύσημα του (μάρτυρα
«κατηγορίας») διευθυντή της Αστυνομίας Αγγελου Εβερτ, για τον «υπέρμετρο
πατριωτισμό» των υφισταμένων του που «πήγαιναν όπου διεταράσσετο η τάξις»· η
σύμπραξη του Μηχανοκινήτου στα μπλόκα της Βέρμαχτ αποδόθηκε, τέλος, από το
δικαστήριο σε ποινικά αδιάφορη «ατυχή συγκυρίαν».
Μετά την αθώωσή του επανεντάχθηκε στο σώμα και το 1950
εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας με την ακροδεξιά «Πολιτικήν Ανεξάρτητον
Παράταξιν» του Μανιαδάκη. Το φθινόπωρο του 1958 ο Καραμανλής τον επανέφερε στην
υπηρεσία ως αρχηγό της Αστυνομίας και το 1959 της Πυροσβεστικής, θέση που
διατήρησε μέχρι το 1964. Πέθανε το 1981.
Το κλείσιμο των ρωγμών ολοκληρώθηκε διά της αποσιώπησης
και, ενίοτε, της πλαστογραφίας. Εν έτει 1962, το επίσημο Λεύκωμα του σώματος
αναγόρευσε λ.χ. σε «φονευθέντα υπό των κομμουνιστών» τον υπαστυνόμο Γεώργιο
Χριστοδουλάκη («Τα 40χρονα της Αστυνομίας Πόλεων», σ.180). Στην πραγματικότητα
αυτός ήταν δραστήριο στέλεχος του ΚΚΕ και σκοτώθηκε λίγο πριν από τον Δεκέμβρη
(30/11/1944) σε ανταλλαγή πυροβολισμών στην Ομόνοια με την ομάδα του
«Καθρέφτη», ενός διαβόητου βασανιστή της Ειδικής Ασφάλειας.
Η παραδοχή ενός τέτοιου θανάτου εν υπηρεσία δύσκολα
χωρούσε όμως στην εθνικά και υπηρεσιακά ορθή συλλογική μνήμη. Μετά τη
Μεταπολίτευση, το επίσημο ψεύδος αναπροσαρμόστηκε έτσι στα δεδομένα της
καινούριας συγκυρίας: τα όργανα μάθαιναν πλέον ότι ο συγκεκριμένος συνάδελφός
τους «εφονεύθη υπό αναρχικών» («Οι νεκροί μας», Αστυνομικά Χρονικά, 1/1975,
σ.33)...
Διαβάστε
▶
Βασίλης Δάρας, Γ83. Βίος και βιώματα ενός απλού ανθρώπου (Αθήνα 1995).
Αυτοβιογραφία ενός αστυνομικού της Κατοχής, χαλαρά οργανωμένου στο ΕΑΜ, που
παρέμεινε στη θέση του κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών κι αποτάχθηκε στη
συνέχεια, με τελική κατάληξη τη Μακρόνησο. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ματιά «από
τα μέσα» στη λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
▶
Δημήτριος Καρανάσος, Δεκέμβριος 1944. 33 ημέρες στη Μάχη των Αθηνών (Αθήνα
2016, εκδ. Eurobooks). Αναλυτικό ημερολόγιο της δράσης ενός λόχου αστυνομικών
που συγκροτήθηκε μέσα στα Δεκεμβριανά από μαθητές της Σχολής Αρχιφυλάκων.
Αφθονες πληροφορίες για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των βρετανικών και
κυβερνητικών στρατευμάτων στη Νεάπολη και τα Εξάρχεια, αλλά και για τη διάχυτη
νοοτροπία της καθεστωτικής πτέρυγας του σώματος εκείνες τις μέρες. Εκτενή
αποσπάσματα του ημερολογίου δημοσιεύθηκαν αρχικά στην εφημερίδα «Ακρόπολις»
(25/12/1981-6/1/1982).
▶
Στάθης Βασιλόγιαννης, Κομμάτια από τη ζωή μου (Αθήνα 1979). Αυτοβιογραφία ενός
αστυνομικού από την Αρκαδία, με περιγραφή (και) της στάσης που κράτησε στα
Δεκεμβριανά. Αρχικά παρέμεινε στο τμήμα του (Ιπποκράτους) κάτω από ΕΑΜικό
έλεγχο αλλά στη συνέχεια διέφυγε στο Κολωνάκι και μετείχε στις εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα υποβλήθηκε σε ΕΔΕ «μήπως με
τους αντάρτες συνεργάσθηκε και γιατί νωρίς στην ελεύθερη ζώνη στο Τμήμα Γενικής
Ασφάλειας δεν παρουσιάσθηκε», τελικά όμως απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία.
▶
Αλέξανδρος Αυδής, Οι Μπουραντάδες. Το χρονικό μιας δράκας ανδρειωμένων,
1940-1945 (Αθήνα 2006, εκδ. Νέα Θέσις). Απομνημονεύματα ενός οπλίτη του
κατοχικού «Μηχανοκίνητου», γραμμένα το 1981-82, αποκαλυπτικά κυρίως για το
διανοητικό σύμπαν των ανθρώπων που επάνδρωσαν τον συγκεκριμένο κατασταλτικό
μηχανισμό της δωσιλογικής κυβέρνησης. Επανειλημμένος χαρακτηρισμός της
δημοκρατίας ως «πόρνης» και εύγλωττη αναφορά στο «Mein Kampf»του Χίτλερ ως πηγή
έμπνευσης της «Χ» (και των συγκοινωνούντων δοχείων της στο «Μηχανοκίνητο») για
την ανάγκη να παταχθεί με τρομοκρατικά μέσα η αριστερή «τρομοκρατία που
τριγυρίζει στους δρόμους».
▶
Τάσος Κωστόπουλος, Κόκκινος Δεκέμβρης. Το ζήτημα της επαναστατικής βίας (Αθήνα
2016, εκδ. Βιβλιόραμα). Οι πραγματικές διαστάσεις και τα κοινωνικά συμφραζόμενα
των βιαιοτήτων που διαπράχθηκαν στη διάρκεια -και στο πλαίσιο- της 33ήμερης
εξέγερσης (εκτελέσεις, ομηρία, υλικές καταστροφές). Ειδική αναφορά στην
αντιμετώπιση της Αστυνομίας Πόλεων από τους επαναστάτες.