Νόρα Ράλλη
Την περασμένη χρονιά καταργήθηκε η Κοινωνιολογία ως μάθημα γενικής παιδείας στην Γ' Λυκείου και αντικαταστάθηκε από τα Λατινικά, ενώ καταργήθηκαν και όλα τα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών στη Β' Λυκείου. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι κοινωνικές επιστήμες υστερούν σημαντικά στη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας. Η Κοινωνιολογία σε κάποιους δεν αρέσει...
Οταν ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος
Ντιντιέ Εριμπόν είπε στη μητέρα του πως έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, τον
ρώτησε: «Και τι θα διδάσκεις; Φιλοσοφία;». «Οχι, Κοινωνιολογία». «Τι είναι
αυτό; Εχει να κάνει με την κοινωνία;»...
Ο χρόνος που μεσολάβησε από εκείνη τη συζήτηση έως σήμερα
δεν είναι ικανός να αντιστρέψει την κατάσταση - να την επιδεινώσει ωστόσο, ναι:
διεθνώς οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν υποστεί υποβάθμιση, τόσο σε επίπεδο
χρηματοδότησης και κρατικής μέριμνας όσο και μέσω μιας προσπάθειας υπονόμευσης
και του κύρους και της σημασίας τους για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ισχύει ακόμη
περισσότερο σε φασίζοντα καθεστώτα, που ουκ ολίγα έχουμε σήμερα ακόμη και σε
χώρες της Ε.Ε.
Οσο για την Ελλάδα, μια πιο «light» εκδοχή των παραπάνω,
με τις ίδιες όμως συνέπειες, φαίνεται από δηλώσεις όπως «πρέπει να καταργήσουμε
την Κοινωνιολογία γιατί κάνει τα παιδιά μας αριστερά» (τελικά πράγματι η Ν.Δ.
την κατήργησε από τα σχολεία) έως ουσιαστικές παρεμβάσεις στα πανεπιστημιακά
ιδρύματα, με άμεσους ή έμμεσους τρόπους. Το σημαντικότερο, ωστόσο, όλων είναι η
απάντηση στο ερώτημα: Και μένα γιατί να με ενδιαφέρει τι γίνεται με τις
κοινωνικές επιστήμες;...
Ενα ερώτημα, που γίνεται σίγουρα περισσότερο σαφές ως
προς την επικινδυνότητά του, αν ασχοληθεί κάποιος έστω και λίγο με το πεδίο και
που γίνεται πραγματικά ουσιαστικό, αρκεί να ξαναγυρίσουμε στα λόγια της μητέρας
του Εριμπόν: Ναι, οι κοινωνικές επιστήμες έχουν να κάνουν με την κοινωνία. Από
το πώς ψηφίζουμε μέχρι τον τρόπο που τρώμε και το τι τρώμε. Με όλα. Ακριβώς
γιατί όλα είναι προϊόντα σκέψης και επιλογής. Και οι κοινωνικές επιστήμες
κάνουν ακριβώς αυτό: αυξάνουν, δημιουργούν και αναδημιουργούν την κριτική
σκέψη.
Πάνω σε όλα τα παραπάνω και σε πολλά ακόμη θα πάρει θέση
το ίδιο το πανεπιστήμιο. Συγκεκριμένα, η νεοεκλεγείσσα (εδώ και λίγους μήνες)
πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, Χριστίνα Κουλούρη, έλαβε μια ιδιαίτερη
πρωτοβουλία, μη επιθυμώντας «να μείνουμε σιωπηλοί», όπως μας είπε. Κάλεσε,
λοιπόν, τους κοσμήτορες όλων των σχολών Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών σε
μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης (εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών θα γίνει ως
webinar), η οποία θα είναι ανοιχτή για όλους να την παρακολουθήσουν και όπου θα
συζητηθεί: «Οι κοινωνικές επιστήμες στην έρευνα και την εκπαίδευση: κριτική
αποτίμηση της ελληνικής εμπειρίας».
Την Τετάρτη 9/12, 18.00-20.00. Εκτός από την ίδια την κ.
Κουλούρη, θα μιλήσουν και οι κοσμητόρες των αντίστοιχων σχολών στα υπόλοιπα
πανεπιστήμια: Ευάγγελος Δρυμπέτας (κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών, Πολιτικών και
Οικονομικών Επιστημών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης-ΔΠΘ), Γρηγόριος
Ζαρωτιάδης (κοσμήτορας Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-ΑΠΘ), Νίκος Ναγόπουλος (κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών
Επιστημών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου), Γιώργος Παναγής (κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών
Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης) και Μιχάλης Σπουρδαλάκης (κοσμήτορας Σχολής
Οικονομικών και Πολιτικών Επιστήμων, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΕΚΠΑ).
Συνομιλήσαμε με τους περισσότερους και αναμένουμε να τους ακούσουμε όλους με
μεγάλο ενδιαφέρον και πολλές ερωτήσεις.
Η εργατική τάξη χωράει στα πανεπιστήμια;
Ο Ντιντιέ Εριμπόν (1953-) γεννήθηκε στη Ρενς. Και
επέστρεψε σε αυτήν, μετά από πολλά χρόνια, μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφία
και αφού ήταν ήδη καθηγητής Κοινωνιολογίας. Συνδέθηκε φιλικά και συνεργάστηκε
με τον Φουκό και τον Μπουρντιέ και έχει βραβευτεί για το έργο του.
Το βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς» (μόλις κυκλοφόρησε από
τις Εκδόσεις Νήσος) είναι ένα αμάλγαμα βιογραφικού αναστοχασμού με στοιχεία
σοβαρής κοινωνιολογικής ανάλυσης και ανθρωπολογικής οπτικής.
Ενα βιβλίο για τον ίδιο, που γράφτηκε με αφορμή τον
θάνατο του πατέρα του (εργάτης και ομοφοβικός) με τον οποίο είχαν να μιλήσουν
χρόνια, για την εξορία του όχι μόνο από τα μέρη όπου μεγάλωσε αλλά και από την
ίδια του την τάξη, εξομολογείται ότι όλη του τη ζωή αγωνιζόταν ώστε να γίνει
αποδεκτός ως ομοφυλόφιλος για να καταλάβει κάποια στιγμή ότι ταυτόχρονα
αγωνιζόταν να κρύβει και την ταπεινή, εργατική τάξη απ' όπου προερχόταν και δεν
γινόταν δεκτή στην μπουρζουαζία της διανόησης του Παρισιού. «Γιατί εγώ που
έγραψα τόσα πολλά για τους μηχανισμούς της κυριαρχίας δεν έγραψα ποτέ για την
κοινωνική κυριαρχία;» αναρωτιέται ο ίδιος στην αρχή του εξαιρετικού αυτού
βιβλίου, που πραγματικά μπορεί να γίνει οικείο σε όλους ανεξαιρέτως.
Γιατί οι κοινωνικές επιστήμες;
Το ερώτημα αυτό του Εριμπόν υποβόσκει ουσιαστικά σε όλες
τις δηλώσεις όσων πρόκειται να συμμετάσχουν στο webinar του Παντείου για τη
ζωτική σημασία των Κοινωνικών Επιστημών. Το πώς οι μηχανισμοί κυριαρχίας
επιδρούν τόσο σε θεσμικούς παράγοντες όπως είναι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα όσο
και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αν και σε ένα πρώτο επίπεδο φαντάζουν δύο
ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα, εν τέλει συνδέονται και μάλιστα εις βάθος.
Αρκεί να σκεφτούμε πως οι κοινωνικοί επιστήμονες
ασχολούνται με «αυτά που κάνουν οι άνθρωποι μαζί», με την κοινωνική πράξη, τις
κοινωνικές σχέσεις, τους κοινωνικούς θεσμούς. Ωστόσο, αυτό δεν περιορίζεται
μόνο στα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά σε ό,τι μπορεί να τα επηρεάζει.
Ολοι μας ζήσαμε και ζούμε τις επιπτώσεις οικονομικών
θεωριών, για παράδειγμα, αποκομμένων πλήρως από τις επιπτώσεις τους στο
κοινωνικό σύνολο (σε μικρο- και μακρο-επίπεδο), ακριβώς επειδή στόχευαν μόνο σε
μαθηματικούς τύπους χωρίς σύνδεση με τα κοινωνικά υποκείμενα.
Εν κατακλείδι, αν είναι να αποδεχτούμε πως αν η
πραγματικότητα δεν συμπίπτει με τη θεωρία, τόσο το χειρότερο για την
πραγματικότητα, τότε πραγματικά κάτι πάει πολύ λάθος.
Χριστίνα Κουλούρη, πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου
Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
«Για την υπεράσπιση των κοινωνικών επιστημών»
«Διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια μια τάση να
περιθωριοποιηθούν ή να υποβαθμιστούν οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες
μέσα από μια άμεση ή έμμεση σύγκριση με τις λεγόμενες θετικές επιστήμες και με
μια επιχειρηματολογία που παραπέμπει στην αγορά εργασίας και τα περίφημα
rankings (σ.σ. αξιολογήσεις) των πανεπιστημίων.
Αφ' ενός, διαχέεται η λανθασμένη εντύπωση ότι ο απόφοιτος
σχολής Κοινωνικών Επιστημών θα δυσκολευτεί να βρει δουλειά και επομένως δεν
είναι "χρήσιμες" αυτές οι σπουδές. Αφ' ετέρου, επειδή τα διεθνή
βιβλιομετρικά συστήματα στα οποία στηρίζονται οι αξιολογήσεις αυτές έχουν
βασιστεί στο μοντέλο των θετικών επιστημών, τμήματα κοινωνικών και
ανθρωπιστικών επιστημών εμφανίζονται χαμηλά στις επιστημονικές ταξινομήσεις,
δίνοντας την επίσης λανθασμένη εντύπωση ότι υστερούν σε επιστημονικό κύρος.
Τα αποτελέσματα είναι ορατά τόσο στην πανεπιστημιακή όσο
και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Την περασμένη χρονιά καταργήθηκε η
Κοινωνιολογία ως μάθημα γενικής παιδείας στην Γ' Λυκείου και από τα πανελλαδικώς
εξεταζόμενα μαθήματα στην Ομάδα Προσανατολισμού των Ανθρωπιστικών Σπουδών
(αντικαταστάθηκε από τα Λατινικά), ενώ καταργήθηκαν και όλα τα μαθήματα των
κοινωνικών επιστημών στη Β' Λυκείου. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου υπάρχει
ένας μεγάλος αριθμός πανεπιστημιακών τμημάτων, ερευνητικών μονάδων και
επιστημόνων, οι κοινωνικές επιστήμες υστερούν σημαντικά στη χρηματοδότηση της
βασικής έρευνας.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, το Πάντειο Πανεπιστήμιο, ως το
μοναδικό ακαδημαϊκό ίδρυμα στην Ελλάδα που θεραπεύει τις κοινωνικές και
πολιτικές επιστήμες, αναλαμβάνει πρωτοβουλία για να δικτυώσει και να
συσπειρώσει τις σχολές με παρόμοια αντικείμενα σε όλη την Ελλάδα, ώστε να γίνει
ένας ουσιαστικός διάλογος για τα προβλήματα που υπάρχουν και να διατυπωθούν
προτάσεις πώς μπορούμε να αναδείξουμε τη σημασία των κοινωνικών επιστημών στην
Ελλάδα σήμερα. Γιατί χρειαζόμαστε τις κοινωνικές επιστήμες; Γιατί αξίζει να
επενδύσουμε στην έρευνα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές, στην παρούσα
συγκυρία της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης; Γιατί πρέπει να διδάσκουμε τις
κοινωνικές επιστήμες στο σχολείο; Γι' αυτό και οργανώνουμε την
εκδήλωση/συζήτηση αυτή.
Η εκδήλωση αυτή θα αποτελέσει την αφετηρία για σειρά
διαδικτυακών συζητήσεων με οργανωτή το Πάντειο Πανεπιστήμιο και με κεντρικό
άξονα "Πανδημία και κοινωνικές επιστήμες". Με τις συζητήσεις αυτές,
όπου θα μετέχουν κυρίως καθηγητές και καθηγήτριες του Παντείου, επιθυμούμε να
δείξουμε ότι για την πανδημία δεν φτάνει να μιλούν μόνο οι γιατροί και οι
επιστήμονες της Υγείας.
Είναι απολύτως απαραίτητο να μιλήσουν και οι κοινωνικοί
επιστήμονες ώστε να αντιληφθούμε τις ποικίλες παραμέτρους της μεγάλης κρίσης
που βιώνουμε: ψυχολογικές, οικονομικές, πολιτισμικές, θεσμικές, κοινωνικές,
ηθικές κ.ο.κ. Είναι κρίσιμο το πανεπιστήμιο ν' αναδείξει τον κοινωνικό του
ρόλο, ν' αποτελέσει το βήμα για μια δημόσια συζήτηση που λείπει και είναι
ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της κοινωνίας. Αν μείνουμε σιωπηλοί, αν δεν
αναλάβουμε την ευθύνη της δημόσιας παρέμβασης, κινδυνεύουμε την επόμενη μέρα να
έχουμε χάσει πολύ περισσότερα από τις ίδιες τις ανθρώπινες ζωές. Το μεγάλο
στοίχημα είναι η αντοχή μας, η ανθεκτικότητα, όχι μόνο της δημόσιας υγείας αλλά
και της κοινωνίας και της δημοκρατίας».
Το μεγάλο στοίχημα της κοινωνίας και της δημοκρατίας
Νίκος Ναγόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας, κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αιγαίου
«Για έναν κοινωνικό και πολιτικά δημοκρατικό οραματισμό»
«O διάλογος των κοινωνικών επιστημών με τη σύγχρονη
κοινωνία και την πολιτεία πρέπει να είναι διαρκής. Ισως η επικοινωνία αυτή να
παρουσιάζει σήμερα κάποιο σοβαρό ρήγμα στον βαθμό που απέναντι στην κοινωνία οι
κοινωνικές επιστήμες εμφανίζονται σχετικά απομακρυσμένες, ενώ η πολιτεία δεν
αντιλαμβάνεται τη συνθετότητα των κοινωνικών προβλημάτων και τα αντιμετωπίζει
συνήθως ως τεχνικά προβλήματα.
Ωστόσο, οι σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζονται ιδιαίτερα
περίπλοκες, ασταθείς και εύθραυστες, ενώ οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με
μια υπερπροσφορά πληροφοριών. Πολλές από αυτές είναι αμφίβολες ως προς την
αξιοπιστία τους και άλλες ως προς το πόσο εμβαθύνουν σε επίπεδο ουσιαστικών
γνώσεων. Ενας κόσμος αδιαβάθμητος απλώνεται και ενσωματώνει ετερογενείς
σκοπούς, ένας κόσμος εκπληκτικής ταχύτητας στη διάχυση μηνυμάτων, συμβόλων,
καταναλωτικών προτύπων, πολιτισμικών αξιών και πολιτικών ιδεολογιών.
Απέναντι στα παραπάνω, το κυρίαρχο καθεστώς των
τεχνολογιών και το πλαίσιο εφαρμογής τους φαίνεται ότι δεν περιορίζονται στο να
ικανοποιούν απλά υπάρχουσες επιθυμίες των ανθρώπων. Σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να
κατασκευάζει το ίδιο το καθεστώς τις επιθυμίες αυτές, ελαχιστοποιώντας την αξία
και το βάρος της ελεύθερης συνείδησης και ευθύνης του πολίτη, μετατρέποντάς τον
σε απλό καταναλωτή (πληροφοριών και αγαθών).
Από τη μεριά τους οι κοινωνικές επιστήμες, χωρίς έπαρση ή
αλαζονεία για αξίωση ισχύος μιας απόλυτης αλήθειας, έννοιες ασύμβατες με την
ίδια την επιστήμη, παραμένουν προσηλωμένες στην επιστημονική δεοντολογία, χωρίς
ωστόσο να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από την ευθύνη της απροκατάληπτης, μη
στρατευμένης διαφώτισης και της κριτικής στοχοθεσίας ενός κοινωνικού και
πολιτικά δημοκρατικού οραματισμού. Η χρησιμότητά τους δεν περιορίζεται σε
μελέτες και εφαρμογές για αρνητικά αποτελέσματα, αλλά επεκτείνεται κυρίως στις
αιτίες που τα προκαλούν.
Εδώ εντοπίζονται συχνά και οι παρανοήσεις στη σχέση με
την πολιτεία, καθώς η τελευταία κρίνει τη χρησιμότητα των κοινωνικών επιστημών
σχεδόν αποκλειστικά σε περιόδους κρίσεων, δηλαδή εκ των υστέρων, ωσάν να
υπάρχουν άμεσα εργαλεία επίλυσης κρίσεων υπό μορφή συλλογικού… εμβολιασμού, ενώ
παράλληλα αδιαφορεί σκανδαλωδώς με την απουσία εμπιστοσύνης προς τις κοινωνικές
επιστήμες, αναφορικά με τα ουσιαστικά ζητήματα πρόληψης και αποτροπής των
κρίσεων και για τα οποία αυτές μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα.
Πόσο μάλλον όταν οι πολίτες σε περιόδους αυξανόμενης
αβεβαιότητας και σύγχυσης αναμένουν από τις κοινωνικές επιστήμες έναν πιο
δραστικό ρόλο και κυρίως μια έγκαιρη και έγκυρη επιστημονική διαμεσολάβηση που
να βοηθά στην επιλογή στόχων και να μην εξαντλείται σε κοινωνικές υπηρεσίες που
προσφέρονται εκ των υστέρων για να γιατρέψουν παράπλευρες απώλειες και
προδιαγεγραμμένες δυστυχίες. Στο σημείο αυτό οι κοινωνικοί επιστήμονες με
έγκυρη γνώση και κριτικό πνεύμα μπορούν να ερμηνεύσουν σε βάθος διάφορες όψεις
της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και να προσφέρουν λύσεις».
Μιχάλης Σπουρδαλάκης, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας,
κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ
«Η κριτική σκέψη είναι για πολλούς επικίνδυνη»
«Κατ' αρχάς είναι μια πολύ καλή πρωτοβουλία αυτή της πρυτάνεως του Παντείου. Ηταν καιρός να γίνει. Πράγματι, η επιστημονική, εκπαιδευτική και ερευνητική δράση (όσων ασχολούμαστε με αυτό το αντικείμενο) κάπως βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτή είναι προσωπική μου αίσθηση, την οποία έχω σε έντονο βαθμό – άλλοι ίσως όχι σε τόσο ή την πλαισιώνουν με διαφορετικό περιεχόμενο.
Ωστόσο είναι κάτι που ισχύει: το πεδίο αυτό καλλιέργειας
κινδυνεύει. Κυριαρχεί μια αντίληψη η οποία φαίνεται μέσα από νομοσχέδια, μέσα
από συγκεκριμένη ρητορική κυβερνητικών στελεχών, φαίνεται στη χρηματοδότηση
κ.λπ., το ότι γενικά η Παιδεία και ειδικά η τριτοβάθμια συμβάλλει στο κοινωνικό
σύνολο μόνο όταν συνδέεται με κάποια οικονομικά αποτελέσματα. Πρόκειται για μια
"cost benefit"/"κέρδος οφέλους" λογική, η οποία όταν
παρεισφρέει στην Παιδεία είναι τραγικό και επικίνδυνο για την ίδια την ουσία
της Παιδείας. Η λογική ότι τμήματα και σχολές όπως η Κοινωνιολογία, οι
Πολιτικές Επιστήμες, η Γεωγραφία, η Ανθρωπολογία κ.ά. δεν παράγουν κάτι άμεσο,
οπότε δεν δίνουμε σε αυτές σημασία ως κράτος και τις υποχρηματοδοτούμε,
υπονομεύει όχι μόνο το κύρος των επιστημών αυτών (το οποίο με πολύ κόπο αλλά
και μεγάλη αποτελεσματικότητα οικοδόμησε ο κλάδος ουσιαστικά από το τέλος της
δικτατορίας μέχρι σήμερα) αλλά και την ίδια την εκπαιδευτική και ερευνητική
διαδικασία και σε τελική ανάλυση, την ίδια την κοινωνία (την ευημερία και τις
δομές της).
Από τη μεριά μας, είναι ώρα να δημιουργήσουμε συνέργειες
(όπως αυτή η πρωτοβουλία του Παντείου) ώστε να μπορέσουμε να προστατεύσουμε το
πεδίο μας αποτελεσματικότερα. Επιπλέον, πρέπει να δούμε πώς θα συντονιστούμε
ώστε να προστατεύσουμε το κύρος αυτού του πεδίου, το οποίο υπονομεύεται με
πολλούς τρόπους από τις κυβερνήσεις. Ακόμη, αν θέλετε, να δούμε και ορισμένες
"παθογένειες" που μπορούμε να καταπολεμήσουμε μεταξύ μας. Για
παράδειγμα, υπάρχουν κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι δεν κατατάσσουν τον εαυτό
τους (ή την ομάδα τους ή και το τμήμα τους πολλές φορές) στον χώρο των
κοινωνικών επιστημών. Αυτό συμβαίνει με πολλούς οικονομολόγους οι οποίοι
θεωρούν ότι τα Οικονομικά είναι τελείως αποκομμένα από τις κοινωνικές επιστήμες
ή ακόμα και οι νομικές σχολές.
Ολα αυτά είναι θέματα προς συζήτηση όπως αυτή που θα
γίνει. Γιατί φοβάμαι πως στο τέλος της ημέρας δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση νομιμοποιημένη
για τους ανθρώπους για να μελετήσουν τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη ούτε τον
Ομηρο ούτε την αρχαία ελληνική γραμματεία ούτε να θεραπεύσουν τη Φιλοσοφία ή
οτιδήποτε άλλο… Πριν από ενάμιση χρόνο υπήρξε ένα κείμενο/επιστολή προάσπισης
της Φιλοσοφίας και της Κοινωνιολογίας την οποία υπέγραψαν πάνω από 2.000
πανεπιστημιακοί διεθνώς, μεγάλα ονόματα του κλάδου, διαμαρτυρόμενοι για τις
περικοπές των δαπανών σε αυτούς τους κλάδους που εισήγαγε η κυβέρνηση
Μπολσονάρο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η υπονόμευση του δημοκρατικού
και κοινωνικού κεκτημένου, αυτό το μίσος που εκφράζουν ακροδεξίζουσες
κυβερνήσεις γίνονται πράξη όσον αφορά τον χώρο των κοινωνικών επιστημών και ο
λόγος είναι ξεκάθαρος: ακριβώς γιατί κατά παράδοση ο χώρος αυτός καλλιεργεί την
κριτική σκέψη. Η Θάτσερ από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να περιορίσει τη
χρηματοδότηση των κοινωνικών σπουδών. Και στην Ελλάδα έχουμε παρόμοια
φαινόμενα.
Οπότε, έχουμε εμείς οι πανεπιστημιακοί μια ευθύνη (κατ’
εμέ πάντα): κατ' αρχάς προς το λειτούργημά μας ως δασκάλων, απέναντι στους
μαθητές μας και απέναντι στην ίδια την κοινωνία. Γιατί χωρίς κριτική ματιά
απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η κοινωνική
πρόοδος. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να λειτουργούμε με όρους ελευθερίας,
χωρίς νεοφιλελεύθερους περιορισμούς. Και όχι με όρους ανόητων (το τονίζω αυτό)
αξιολογήσεων που μοιάζουν περισσότερο με ISO, αλλά με όρους αυστηρών
ακαδημαϊκών αξιολογήσεων. Μέσα δηλαδή από την ίδια την πανεπιστημιακή
κοινότητα: από τους φοιτητές προς τους καθηγητές, αντίστροφα και ανάμεσά τους.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι πανεπιστημιακοί πρέπει να είναι ανεξέλεγκτοι.
Ζούμε με τα λεφτά των φορολογουμένων και πρέπει να λογοδοτούμε γι’ αυτό. Αλλά
εντός της κοινότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, που άπτονται από τα
πανεπιστημιακά ιδρύματα, το παρόν και το μέλλον τους, αλλά και το σύνολο της
κοινωνίας και φτάνουν έως την καθημερινότητά μας, είναι τόσο σημαντική αυτή η
πρωτοβουλία της νέας πρυτάνεως του Παντείου Πανεπιστημίου. Και ελπίζουμε και σε
άλλες».
Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, κοσμήτορας Σχολής Οικονομικών και
Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
«Για τη "χαμένη τιμή" των κοινωνικών επιστημών»
«Η πρωτοβουλία της Χρ. Κουλούρη να συναντηθούν οι "διοικήσεις" των σχολών που θεραπεύουν κοινωνικές επιστήμες στα ελληνικά πανεπιστήμια συμπίπτει όχι μόνο με τις ανάγκες των κοινωνικών επιστημών, αλλά με αυτές της ίδιας της κοινωνίας. Σε μια εποχή που η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη συγχρονίζεται με την όξυνση των συστημικών αδιεξόδων, καθίσταται ολοένα πιο επείγον, πέρα από το "τι μπορούμε", να δούμε το "τι πρέπει" και "τι θέλουμε".
Υπάρχουν, νοούνται στατικά ή δυναμικά και τέλος πάντων
ποιος έχει την υποχρέωση και το δικαίωμα να θέτει ηθικά ή κοινωνικά όρια στην
ανάπτυξη των δυνατοτήτων μας; Πρέπει αυτές να "στρατεύονται" σε έναν
προσανατολισμό της ιστορικής εξέλιξης και πώς καθορίζεται αυτός; Ηρθε η ώρα για
μια γενναία μείωση του χρόνου απασχόλησης; Πώς μπορούμε ν' αντιστρέψουμε τη
βαθαίνουσα κοινωνικά και χωρικά ανισότητα, για την οποία προειδοποιούν εδώ και
δεκαετίας διεθνείς οργανισμοί, προεξάρχοντος του ίδιου του ΟΟΣΑ; Ανοιχτά
δεδομένα, προσβάσιμα "εργαλεία", δημόσια αγαθά – γιατί, αλλά και πώς;
Πόσο σημαντική καθίσταται η συνεχής εκπαίδευση και μόρφωση σε μια τέτοια
προοπτική;
Η αναντίκριστη υπερ-συσσώρευση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου
έχει ξεφύγει από κάθε οικονομική λογική. Ποιοι και πώς μπορούν να θέσουν όρια;
Η αντιμετώπισή της συνιστά ευκαιρία μιας διεθνώς συντονισμένης δημοσιονομικής
επέκτασης προς εξυπηρέτηση της βιώσιμης, δίκαιης ανάπτυξης; Ποιοι οι κίνδυνοι
μετά την πανδημία; Διευκολύνει την επικράτηση αντιδραστικών αντιλήψεων; Μήπως
διακυβεύεται η "κοινωνικότητά" μας; (Ειδικά ως προς αυτό, θα πρότεινα
να ξεσκονίσουμε από το ράφι το δίτομο έργο του Νόρμπερτ Ελίας για την
"εξέλιξη του πολιτισμού".)
Ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν από την
τεχνοκρατική, θετικιστική προσέγγιση – όχι διότι δεν είναι υπαρκτά, αλλά γιατί
δεν έχουν μόνο μία σωστή απάντηση. Ακόμη και η δυσκολία του κάθε πολίτη να τα
συλλάβει, αν μη τι άλλο αναδεικνύει τη "δουλειά" που περιμένει όσες/-ους
υπηρετούν τις κοινωνικές επιστήμες, όπως βεβαίως από την άλλη και το μοιραίο
λάθος της ελληνικής πολιτείας να τις υποβαθμίσει εν γένει στη βασική
εκπαίδευση!
Ανέκαθεν, οι κοινωνικές επιστήμες δεν ήταν το
"αγαπημένο παιδί" της συστημικής διανόησης για δύο βασικούς όσο και
απλούς λόγους: Αφ' ενός, συνήθως δεν τυγχάνουν άμεσης παραγωγικής αξιοποίησης,
βαρύ αμάρτημα σε μια άκρως εμπορευματοποιημένη κοινωνία. Αφ' ετέρου, γιατί από
τη φύση τους ενσωματώνουν την κριτική, την ετεροδοξία και τον ριζοσπαστισμό.
Λόγοι που εξηγούν την υποχρηματοδότηση και την ακαδημαϊκή/βιβλιογραφική
καταπίεσή τους, εγχωρίως αλλά και διεθνώς. Εξηγούν, αλλά ουδόλως δικαιολογούν
μια συμπεριφορά συντηρητικής εμμονής που δεν αντιλαμβάνεται, ακόμη και από τη
συστημική οπτική, πως ό,τι δεν εξελίσσεται αργά ή γρήγορα πεθαίνει.
Και τέλος πάντων προσωπικά δεν θα με ενοχλούσε η
κατάρρευση μιας κοινωνικοοικονομικής δομής που αφού έδωσε ό,τι είχε να δώσει,
πλέον παρασιτεί αντιστρέφοντας την αξιοποίηση των ίδιων των συνεισφορών της. Με
φοβίζει όμως το χάος που μπορεί να πάρει τη θέση της. Ακόμη και ο Φουκουγιάμα
αναθεώρησε πως η Ιστορία τελικά δεν τελειώνει... συνεπώς, ή θα την
προσανατολίσουμε ή θα την υποστούμε. Εδώ ακριβώς συνίστανται η αναγκαιότητα και
η αξία των κοινωνικών επιστημών».