Από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, ο Κινέζος επαναστάτης, Μάο Τσετούνγκ, εξακολουθεί να αποτελεί για τη χώρα του το πλέον χαρακτηριστικό «σήμα κατατεθέν» της, επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες από τον θάνατό του, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1976.
Όχι άδικα.
Ο Μάο - όπως έμεινε στην ιστορία - είναι ουσιαστικά ο
ιδρυτής της νέας Κίνας, ο άνθρωπος που ηγήθηκε του περάσματος αυτής της αχανούς
και, μέχρι τότε, μυστηριώδους, για τη Δύση, χώρας, από την στυγνή φεουδαρχία
στον σοσιαλισμό, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, τις συνθήκες πάνω στις οποίες,
αυτός ο κινεζικός σοσιαλισμός κατέληξε σήμερα σε ένα «υβρίδιο» κυριαρχίας των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία και μονοκρατορίας του
Κομμουνιστικού Κόμματος και της σοσιαλιστικής κουλτούρας στο πολιτικό και
κοινωνικό εποικοδόμημα. Ένα μάλλον μοναδικό «κοκτέιλ» στη ιστορία των
επαναστάσεων των δύο τελευταίων αιώνων.
Από αστός του χωριού... ειδήμων του αντάρτικου
Γεννημένος στις 26 Δεκεμβρίου του 1893 σε ένα χωριό της
επαρχίας Χουνάν και σε οικογένεια μεσαίων γαιοκτημόνων, ο Μάο πέρασε άνετα
παιδικά χρόνια από πλευράς υλικών συνθηκών. Η σχέση με τον αυστηρό
κομφουκιανιστή πάτερα του δεν ήταν και η καλύτερη, με τον Μάο να βρίσκει
στήριξη στην στοργική βουδίστρια μητέρα.
Στα 8 χρόνια του ο Μάο θα ξεκινήσει να φοιτά στο σχολείο,
αλλά πριν κλείσει τα 13 θα σταματήσει και θα πάει να δουλέψει στα χωράφια.
Η μεγάλη σύγκρουση με τον πατέρα θα λάβει χώρα όταν ο
νεαρός Μάο θα αρνηθεί να παντρευτεί την τρίτη ξαδέρφη του όπως είχε κανονίσει ο
πατέρας του. Στα 17 χρόνια του, ο Μάο θα εγκαταλείψει το πατρικό του για να
φοιτήσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην πρωτεύουσα της επαρχίας. Τότε θα
ξεσπάσει η Επανάσταση του 1911, η οποία ξεκίνησε με αίτημα, από προοδευτικούς
αξιωματικούς, τον εκσυγχρονισμό του στρατού, για να εξελιχθεί σε αντιμοναρχική
εξέγερση. Ο Μάο θα συμμετάσχει στα γεγονότα από το επαναστατικό στρατόπεδο και
θα δει τη γέννηση της δημοκρατίας της Κίνας το 1912, με την επιτυχία της
επανάστασης και την εκδίωξη του ηγεμόνα.
Το 1917 δημοσιεύει το πρώτο άρθρο του στο περιοδικό
«Νεολαία» και ιδρύει τον όμιλο «Διαφώτιση του λαού», ο οποίος βασιζόταν σε μία
νεφελώδη μίξη του κομφουκιανισμού με τον καντιανισμό.
Το 1918, ο μέντοράς του, Γιαν Τσαντζί, καθηγητής Ηθικής
στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, τον καλεί να φοιτήσει στην πρωτεύουσα. Ο Μάο
ξεκινά τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο, όπου θα έρθει σε επαφή με τον Μαρξισμό και
τον Λενινισμό μέσω του Λι Ντατζάο, ο οποίος εργαζόταν ως βοηθός στην
πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη και αργότερα θα ήταν ένας από τους ιδρυτές του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Το 1919 φεύγει από το Πεκίνο και αρχίζει να ταξιδεύει στη
χώρα, μελετώντας ταυτόχρονα δυτική φιλοσοφία, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στη
νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση και παίρνοντας ενεργό μέρος στη δημιουργία
επαναστατικών ομάδων.
Το 1921 παίρνει μέρος στο τακτικό συνέδριο του ΚΚ της
Κίνας και εκλέγεται γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης της επαρχίας Χουνάν.
Παντρεύεται την κόρη του Γιαν Τσαντζί, με την οποία, μέσα στα επόμενα πέντε
χρόνια, θα αποκτήσει τρεις γιους.
Το 1927 θα οργανώσει αγροτική εξέγερση στην Τσανσά, η
οποία όμως θα κατασταλεί. Ο Μάο θα καταφύγει στα βουνά με τους συντρόφους του
και εκεί θα ξεκινήσει να εξελίσσει την τεχνική και τη θεωρία του
ανταρτοπόλεμου.
Το 1928 θα επιστρέψει δριμύτερος, αυτή τη φορά στην
επαρχία Τζιανσί, όπου θα ιδρύσει μια αρκετά ισχυρή σοβιετική δημοκρατία και
όπου για πρώτη φορά η Κίνα θα γνωρίσει ένα μοντέλο σοσιαλιστικής ανάπτυξης, με
δικαιώματα, όπως αυτά προς τις γυναίκες, που επίσης η κινεζική κοινωνία θα
γνωρίσει για πρώτη φορά.
To 1934 το καθεστώς αποφασίζει να «τελειώσει» τους
κομμουνιστές. Ο Εθνικός Κινεζικός Στρατός του εθνικιστή Τσιανγκ Κάι Σεκ είχε
καταφέρει, επτά χρόνια νωρίτερα, να εξοντώσει τους κομμουνιστές στη Σαγκάη και
σε άλλες μεγάλες πόλεις. Μέχρι και το 1934 είχε προσπαθήσει να «εκκαθαρίσει»
τέσσερις φορές το Σοβιέτ του Τζιανσί, με όλες να καταλήγουν σε παταγώδη
αποτυχία.
Η «Μεγάλη Πορεία»
Το 1934, 750.000 στρατιώτες του Εθνικού Στρατού
εξαπολύουν την πέμπτη επίθεσή του. Μέχρι τον Οκτώβριο του οι εθνικιστές είχαν
νικήσει σε απανωτές μάχες τους κομμουνιστές και ήταν έτοιμοι να τους
περικυκλώσουν προκειμένου να τους αφανίσουν, όπως ήταν και ο αρχικός στόχος. Η
Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποχωρήσει για να
φθάσει στον θύλακα του Σοβιέτ του Τζιανσίί, 700 χιλιόμετρα μακρύτερα. Στις 16
Οκτωβρίου του 1934, 72.000 κομμουνιστές μαχητές και 14.500 αξιωματούχοι,
πολίτες, σύζυγοι και μέλη του κόμματος ξεκίνησαν από το Κιανγκσί. Μετέφεραν
στις πλάτες τους μόνο τα απαραίτητα. Τον οπλισμό τους, μια κουβέρτα, μια
σακούλα ρύζι και μια μικρή κατσαρόλα.
Τελικά ο κύριος όγκος των υπολειμμάτων του Κινεζικού
Κόκκινου Στρατού αναγκάστηκε να βαδίσει 9.600 χιλιόμετρα, επί 368 ημέρες, να
περάσει 24 ποτάμια, να διασχίσει 18 οροσειρές (η υψηλότερη είχε ύψος 4.880
μέτρων), να εμπλακεί σε 15 μεγάλες μάχες με τους εθνικιστές και αμέτρητες
συμπλοκές με εχθρικές τοπικές φυλές. Πολλές φορές ο χαμός φαινόταν κάτι
παραπάνω από βέβαιος. Όμως, χάρη στην αυτοθυσία και την απίστευτη αντοχή των
μαχητών η φάλαγγα συνέχιζε τον ατελείωτο δρόμο της. Κατά τη διάρκεια της
απίστευτης αυτής πορείας αναδείχθηκε ως ηγέτης των καταδιωκόμενων μαχητών, ο
Μάο. Ο αυτοδίδακτος στρατηγός παρέδωσε μαθήματα επιχειρησιακής ευκινησίας και
ευφυών ελιγμών, που ακόμη και σήμερα διδάσκονται σε στρατιωτικές σχολές.
Τελικά, στις 20 Οκτωβρίου 1935 λιγότεροι από 6.000 ρακένδυτοι μαχητές έφθασαν
στην απομακρυσμένη, αλλά και ασφαλή, επαρχία Σενσί της βορειοδυτικής Κίνας.
Η νίκη της Επανάστασης
Το φθινόπωρο 1937 ξέσπασε ο Β’ Σινοιαπωνικός Πόλεμος, μ’
αποτέλεσμα τα δύο μεγάλα εθνικά κόμματα της Κίνας, ΚΚΚ και Εθνικιστικό Κόμμα
(ΕΚ) του Τζιανγκ Καϊσέκ, να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία
και θα καταλήξει σε συμμαχία κατά της Ιαπωνίας.
Το 1938, παντρεύτηκε την τρίτη σύζυγό του,Τζιανγκ Τσινγκ,
με την οποία απέκτησε μια κόρη.
Ο πόλεμος κράτησε έως τον Αύγουστο 1945, οπότε η Ιαπωνία
παραδόθηκε άνευ όρων. Ήταν και η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο στα μέσα Μαρτίου 1946 ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος
μεταξύ του ΚΚ της και των εθνικιστών. Στον εμφύλιο θα εμπλακούν και οι ΗΠΑ,
προσφέροντας υλικοτεχνική βοήθεια στο καθεστώς.
Ωστόσο, ο πόλεμος θα λήξει με νίκη των κομμουνιστών και
την 1η Οκτωβρίου 1949, ο Μάο κήρυξε την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
ως πρώτος πρόεδρός της.
Τον Ιούνιο 1950 η Κίνα εισέβαλε στο Θιβέτ.
Τον Οκτώβριο του 1950, η Κίνα ενεπλάκη στον Κορεάτικο
Πόλεμο, ο οποίος τερματίστηκε τρία χρόνια αργότερα, με την υπογραφή της
συνθήκης ανακωχής στις 23 Ιουλίου 1953, δημιουργώντας μια αποστρατικοποιημένη
ζώνη στον 38ο Παράλληλο. Κατά τον πόλεμο, σκοτώθηκε ο πρωτότοκος γιος του Μάο,
Ανγινγκ.
Το «Μεγάλο Άλμα»
Το 1958 κήρυξε την έναρξη του κινήματος «Μεγάλο Άλμα προς
τα Εμπρός», για την οικονομική ανάπτυξη. Αιτία ήταν η χαμηλή γεωργική παραγωγή
και η ανησυχία του Μάο για την έλλειψη «επαναστατικού πνεύματος» μεταξύ των
μαζών. Ο Μάο θα εισάγει στην παραγωγή τα σοβιετικής έμπνευσης πενταετή πλάνα
και η χώρα θα βυθιστεί σε έναν «πυρετό» εκβιομηχάνισης, με αιχμή την μαζική
παραγωγή χάλυβα.
Σχεδιάστηκε η οργάνωση σχεδόν ολόκληρου του αγροτικού
(και εν μέρει αστικού) πληθυσμού της χώρας σε αυτόνομες «κοινότητες». Η ζωή
στις κοινότητες ήταν εξαιρετικά κολεκτιβοποιημένη, με οτιδήποτε παρέπεμπε σε
ιδιωτικότητα και ιδιωτική ζωή πρακτικά να έχει εξαφανιστεί. Κάθε κοινότητα
έπρεπε όχι μόνο να εξασφαλίζει τροφή για την ίδια και τις γύρω πόλεις, αλλά και
να παράγει βιομηχανικά προϊόντα, κυρίως χάλυβα, σε μικρούς κλιβάνους στις πίσω
αυλές των μελών της κοινότητας. Ο Μάο ανέμενε ότι ο μαζικός ενθουσιασμός θα
κάλυπτε την έλλειψη επαγγελματισμού.
Ωστόσο, το «Μεγάλο Άλμα», όχι μόνο δεν απέδωσε τα
αναμενόμενα, αλλά είχε και όλα τα στοιχεία που το κατέστησαν φιάσκο. Η ποιότητα
της κοινοτικής παραγωγής ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Οι αγρότες έχασαν τα
οικονομικά τους κίνητρα στην εργασία τους, πολλοί εργάτες είχαν εμπλακεί στη
«μεταλλουργία», σε βάρος άλλων βιομηχανικών κλάδων, και τα χωράφια παρέμειναν
ακαλλιέργητα την ώρα που οι αισιόδοξες «στατιστικές» προέβλεπαν «πρωτοφανείς
αποδόσεις». Μέσα σε δύο χρόνια, η παραγωγή τροφίμων μειώθηκε καταστροφικά.
Μεταξύ 1959 - 1961, η χώρα γνώρισε έναν θανατηφόρο λιμό, τα θύματα του οποίου,
σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, υπερβαίνουν τα 10 εκατομμύρια ανθρώπους.
Το 1959, οι απόψεις του Μάο για τη σοσιαλιστική
οικοδόμηση οδήγησαν στη διακοπή των σχέσεων της Κίνας με τη Σοβιετική Ένωση.
Από την αρχή, ο Μάο είχε μια εξαιρετικά αρνητική στάση απέναντι στην πολιτική
του Χρουτσόφ και, ειδικότερα, στην αντίληψη του τελευταίου σχετικά με την
«ειρηνική συνύπαρξη» των δύο συστημάτων. Κατά τη διάρκεια «Μεγάλου ‘Αλματος»,
αυτή η εχθρότητα θα πάρει το χαρακτήρα ανοιχτής αντιπαράθεση. Η Σοβιετική Ένωση
απέσυρει από την Κίνα όλους τους ειδικούς που βοήθησαν στην αύξηση της
οικονομίας της χώρας και σταμάτησε να παρέχει οικονομική βοήθεια. Ο Μάο
θεωρούσε ότι η προ σοβιετική Ρωσία (μέχρι την Επανάσταση του 1917) και η
Σοβιετική Ρωσία μετά το 1956, ήταν ιμπεριαλιστική.
Η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Κίνα άλλαξε επίσης
σημαντικά. Μετά την καταστροφική αποτυχία του «Μεγάλου Αλματος», πολλά
υψηλόβαθμα και μεσαία στελέχη αρχίζουν να αμφισβητούν την πολιτική του Μάο.
αρνούνται την υποστήριξη του Μάο. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις του Ντινεγκ
Γιαοπίνγκ και του Λιου Σαοτσι (ο οποίος αντικατέστησε τον Μάο ως αρχηγός του
κράτους το 1959) αποκάλυψαν τις τερατώδεις συνέπειες αυτής της πολιτικής, με
αποτέλεσμα η πλειοψηφία των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ να έρχεται
περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά σε ρήξη με τους «φιλελεύθερους» και να
πληθαίνουν τα αιτήματα για παραίτηση του επικεφαλής του Κομμουνιστικού
Κόμματος. Ο Μάο εν μέρει παραδέχεται την αποτυχία του «Μεγάλου Αλματος» και
φτάνει σε σημείο να υπονοεί την ευθύνη του. Διατηρώντας την πραγματική εξουσία,
παύει να παρεμβαίνει ενεργά στις υποθέσεις της ηγεσίας της χώρας για λίγο και
παρακολουθεί την αποδόμηση της πολιτικής του, με τη διάλυση των κοινοτήτων, την
άδεια στην ιδιοκτησία γης, την επικράτηση στοιχείων ελεύθερου εμπορίου στην
ύπαιθρο και την καταπολέμηση της λογοκρισίας.
Παρά τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας
μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής του «Μεγάλου Αλματος», ο Μάο δεν επρόκειτο
να συμφιλιωθεί με τη φιλελεύθερη τάση στην εθνική οικονομία. Δεν ήταν επίσης
έτοιμος να ξεχάσει τα ιδανικά της «διαρκούς επανάστασης», να επιτρέψει στις
«αστικές αξίες» στη ζωή των Κινέζων. Ωστόσο, αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι η
πλειοψηφία των κομματικών στελεχών δεν μοιράζονται τις ιδέες του. Ακόμη και η
Επιτροπή Πολιτιστικής Επανάστασης προτιμά να μην λάβει αυστηρά μέτρα εναντίον
επικριτών του καθεστώτος, τουλάχιστον στην αρχή. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση
ο Μάο αποφασίζει να προχωρήσει σε μια νέα «καμπάνια», η οποία υποτίθεται ότι θα
επιστρέψει την κοινωνία στην αγκαλιά της επανάστασης και στον «αληθινό
σοσιαλισμό».
Η «Πολιτιστική Επανάσταση»
Τον Ιούλιο του 1966, ο Μάο επιστρέφει στην ηγεσία και
εξαπολύει ισχυρή επίθεση στην φιλελεύθερη πτέρυγα του κόμματος, κυρίως στον
Λιου Σαοτσί. Λίγο αργότερα, η Κεντρική Επιτροπή, υπό την καθοδήγηση του Μάο,
εγκρίνει τα «16 Σημεία», που θα αποτελέσουν ουσιαστικά το πρόγραμμα της
«Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης».
Η «επανάσταση» αυτή ξεκίνησε με επίθεση στην ηγεσία του
Πανεπιστημίου του Πεκίνου. Μετά από αυτό, φοιτητές και μαθητές γυμνασίου, σε
μια έκρηξη προσωπολατρείας προς τον «Μεγάλο Τιμονιέρη, Πρόεδρο Μάο»,
οργανώνονται σε ομάδες «Κόκκινων Φρουρών», ενώ ο συστημικός Τύπος ξεκινά μια
εκστρατεία κατά της φιλελεύθερης διανόησης. Πολλοί, μην αντέχοντας την πίεση,
οδηγούνται στην αυτοκτονία.
Ο Μάο, με αφορμή και εντός πλαισίου του «Πολιτιστικής Επανάστασης»
εξαπολύει επίσης εσωκομματικές εκκαθαρίσεις, εναντίον στελεχών που υποτίθεται
ότι την «σαμποτάρουν».
Οι «Κόκκινοι Φρουροί» δημιουργούν συνθήκες τρομοκρατίας
σε όλους τους τομείς ζωής. Όχι μόνο οι διάσημες προσωπικότητες, αλλά και απλοί
πολίτες διώκονται, συχνά με το πιο ασήμαντο πρόσχημα. Καταστρέφονται έργα
τέχνης, καίγονται βιβλία, μοναστήρια, ναοί. Ταυτόχρονα συστήνονται ανάλογες
ομάδες «Κόκκινων Φρουρών» και από τη νεολαία της εργατικής τάξης, οι οποίες
φτάνουν ακόμη και να συγκρουστούν με τους φοιτητές ομοϊδεάτες του. Όταν τα
πράγματα έφτασαν να γίνουν ανεξέλεγκτα ο Μάο αποφασίζει να τερματίσει το
«πρόγραμμα». Εκατομμύρια κοκκινοφρουροί επιστρέφουν στα χωριά του. Η κύρια
δράση της «πολιτιστικής επανάστασης» έχει τελειώσει, αλλά αφήνει πίσω της
κοινωνικά ερείπια.
Ωστόσο, το 9ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας, το οποίο έλαβε χώρα
στο Πεκίνο από την 1η έως τις 24 Απριλίου του 1969, ενέκρινε τα πρώτα
αποτελέσματα της «πολιτιστικής επανάστασης». Στην έκθεση ενός από τους
στενότερους συνεργάτες του Μάο Τσε Τουνγκ, του στρατάρχη Λιν Μπιάο, κύρια θέση
καταλάμβανε ο έπαινος προς τον «Μεγάλο Τιμονιέρη», του οποίου οι ιδέες
χαρακτηρίζονται ως «το ανώτατο στάδιο στην ανάπτυξη του μαρξισμού-λενινισμού».
Ο Μπιάο αναδεικνύεται ουσιαστικά σε «νούμερο 2» του κόμματος μετά τον Μάο.
Ολόκληρη η ηγεσία του κόμματος, της κυβέρνησης και του στρατού συγκεντρώθηκε
στα χέρια του Προέδρου του ΚΚ της Κίνας, του αναπληρωτή του και της Μόνιμης
Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής.
Από το 1971, ο Μάο είναι πολύ άρρωστος και σπάνια κάνει
δημόσιες εμφανίσεις. Μετά τον θάνατο του Λιν Μπιάο, ξεκινά ένας αδυσώπητος
εσωκκοματικός αγώνας για εξουσία, μεταξύ της ομάδα των «αριστερών ριζοσπαστών»
(με επικεφαλής τους ηγέτες της πολιτιστικής επανάστασης) και της ομάδας των «πραγματιστών»,
με ηγετική φυσιογνωμία τον Τζόου Ενλιάι και τον Ντιεν Ξιαοπίνγκ. Ο Μάο Τσε
Τουνγκ προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία εξουσίας μεταξύ των δύο
παρατάξεων, επιτρέποντας, αφενός, κάποιες παραχωρήσεις στον οικονομικό τομέα,
αλλά και υποστηρίζοντας, αφετέρου, μαζικές υπερ-επαναστατικές εκστρατείες.
Ο αγώνας μεταξύ των δύο φραξιών κλιμακώνεται το 1976 μετά
το θάνατο του Ενλιάι. Η κηδεία του μετατρέπεται σε διαδήλωση κατά των
«αριστερών ριζοσπαστών». Οι διαδηλώσεις ταραχές καταστέλλονται άγρια, ο Ενλιάου
χαρακτηρίζεται μετά θάνατον ως «υποστηρικτής του καπιταλιστικού δρόμου» (κατηγορία που χρησιμοποιήθηκε κατά την
πολιτιστική επανάσταση) και ο Ντιεν Ξιαοπίνγκ στέλνεται στην εξορία. Ο Μάο ήταν
ήδη σοβαρά άρρωστος από Πάρκινσον δεν μπορεί να ενεργά.
Ο Μάο πέθανε στις 00:10 της 9ης Σεπτεμβρίου του 1976 στο
Πεκίνο, μετά από δύο απανωτά, ισχυρά εμφράγματα, σε ηλικία 83 ετών. Ένα χρόνο
μετά τον θάνατό του, στο νότιο μέρος της Πλατείας Τιαν-αν-μεν, απέναντι από
την Απαγορευμένη Πόλη, κατασκευάστηκε ένα
μαυσωλείο, όπου και αναπαύεται έως σήμερα.
Σήμερα, η δράση του και η επιρροή του θεωρούνται
αναμφισβήτητα στην Κίνα και εξαιρούνται κάθε κριτικής.