Ο Γιάννης Τούντας, καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, δήλωσε πως η Θεία Κοινωνία μπορεί να μεταδώσει τον ιό με δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε μέσω του λαβίδας που τοποθετείται στο στόμα του πιστού είτε μέσω της κοντινής επαφής με τον ιερέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Τούντας, μιλώντας στο
iefimerida.gr, τόνισε πως «ο ένας τρόπος
(της μετάδοσης) είναι με το κοινόχρηστο κουταλάκι, το επονομαζόμενο ως λαβίδα.
Ο ιός βρίσκεται και εντός της στοματικής κοιλότητας ενός μολυσμένου ατόμου και
για τον λόγο αυτό επηρεάζει, μεταξύ άλλων, και τη γεύση. Ένα μολυσμένο άτομο τη
στιγμή που μεταλαμβάνει μπορεί να μολύνει με το στόμα του τη λαβίδα/κουταλάκι,
και έτσι να μεταδώσει τον ιό και σε όσα άλλα άτομα τη χρησιμοποιήσουν πριν
καθαριστεί σχολαστικά. Για αυτόν το λόγο, δεν ισχύει το αντεπιχείρημα ότι ο ιός
δεν μεταδίδεται με την κατάποση, αφού στην προκειμένη περίπτωση εμπλέκεται η
στοματική κοιλότητα, που αποτελεί κοινό όργανο τόσο του ανώτερου αναπνευστικού
συστήματος όσο και του πεπτικού συστήματος».
Παράλληλα, ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής
Ιατρικής του ΕΚΠΑ, επισήμανε πως υπάρχει και ένας δεύτερος τρόπος μετάδοσης
μέσω της Θείας Κοινωνίας, αναφερόμενος στην επαφή του ατόμου που μεταλαμβάνει
με τον ιερέα ο οποίος του χορηγεί τη Θεία Κοινωνία.
«Από τη στιγμή που δεν μπορεί να υφίσταται η προστασία
της μάσκας κατά τη διενέργεια του μυστηρίου και από τη στιγμή που η απόσταση
που χωρίζει τον πιστό από τον ιερέα είναι μικρότερη του έτσι κι αλλιώς
επισφαλούς ορίου των δύο μέτρων, ο κίνδυνος της άμεσης αερογενούς μόλυνσης
είναι υπαρκτός και για τους δύο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Τούντας.
Τέλος, ο καθηγητής τονίζει παράλληλα ότι «ο κορωνοϊός,
χάρη στον εξωτερικό μεμβρανικό του φάκελο, είναι ένας ανθεκτικός ιός που ζει
από λίγες ώρες έως λίγες μέρες στην επιφάνεια αντικειμένων του περιβάλλοντος.
Στις μεταλλικές επιφάνειες, όπως στα κουτάλια, επιβιώνει περισσότερο απ' ό,τι
στις χάρτινες. Πύλες εξόδου του ιού από ένα μολυσμένο άτομο αποτελούν τα
σταγονίδια του εκπνεόμενου αέρα από το στόμα ή τη μύτη, τα οποία γίνονται πιο
επικίνδυνα με το φτέρνισμα ή το βήξιμο».