Γιώργος Στάμκος
Έπειτα από επτά χρόνια και 35 γύρους διαπραγματεύσεων, οι ανώτατοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, κατέληξαν, την προτελευταία ημέρα του 2020 στην λεγόμενη Συνολική Επενδυτική Συμφωνία Ε.Ε. - Κίνας.
Ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της επενδυτικής
συμφωνίας Ε.Ε. - Κίνας, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των οποίων ξεπερνούν το
ένα δισεκατομμύριο ευρώ ημερησίως; Ποιοι θα είναι οι νικητές και ποιοι οι
χαμένοι μεταξύ των δύο ισχυρών παγκόσμιων αγορών;
Η συγκεκριμένη φιλόδοξη συμφωνία των δύο ισχυρών
παγκόσμιων δυνάμεων θα αντικαταστήσει τις 25 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που
έχουν υπογράψει μεμονωμένα μέλη της Ε.Ε. (όλες εκτός από την Ιρλανδία) με την
Κίνα, και οι οποίες ίσχυαν ως τώρα. Την τηλεδιάσκεψη παρακολούθησαν ανώτεροι
αξιωματούχοι των δύο πλευρών, ο Σι Τζινπίνγκ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ
Μισέλ, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, της οποίας η χώρα κατείχε την
προεδρία της Ε.Ε. το δεύτερο εξάμηνο του 2020, και ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ
Μακρόν. Τελικά δόθηκε το πράσινο φως στη συμφωνία, η οποία θα επιτρέψει στις
ευρωπαϊκές εταιρείες να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην τεράστια κινεζική αγορά
και θα βελτιωθούν έτσι περαιτέρω οι σχέσεις Ευρώπης-Κίνας. Η συμφωνία δεν έχει
ακόμη επικυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και αυτή θα είναι μια διαδικασία
η οποία δύσκολα θα ολοκληρωθεί πριν από το 2022.
533 δισεκατομμύρια ευρώ το ετήσιο εμπόριο μεταξύ Κίνας
και ΕΕ
Κατά τη διάρκεια του 2020 η Κίνα, προσπερνώντας τις ΗΠΑ
έγινε ο μεγαλύτερος εταίρος εξωτερικού εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οικονομική
σχέση μεταξύ των δύο πλευρών αποδεικνύεται καλύτερα από το γεγονός ότι οι
εμπορικές τους συναλλαγές ανέρχονται σε περίπου ενάμισι δισεκατομμύριο ευρώ την
ημέρα. Τους πρώτους έντεκα μήνες του 2020, οι συνολικές εμπορικές συναλλαγές
μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας έφτασε τα εντυπωσιακά 532,8 δισεκατομμύρια ευρώ και τα
τελευταία στοιχεία από την Eurostat έδειξαν ότι, κατά την ίδια περίοδο, το
έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου της Ένωσης με την Κίνα ανήλθε στα 167,4
δισεκατομμύρια ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των
περισσότερων Δυτικών χωρών επιδεινώθηκαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας
Covid-19 καθώς και τη βίαιη επέμβαση των κινεζικών αρχών στο Χονγκ Κονγκ, αυτό
δεν εμπόδισε το Πεκίνο να συνάψει σημαντικές πολυμερείς συμφωνίες με Ευρωπαίους
και Ασιάτες εταίρους. Στο τέλος του περασμένου έτους ο Σι Τζινπίνγκ κατέληξε σε
εμπορική συμφωνία όχι μόνο με τις Βρυξέλλες, αλλά και με δεκατέσσερις χώρες της
Ασίας-Ειρηνικού, οι οποίες, υπό την αιγίδα της Κίνας, σχημάτισαν το μεγαλύτερο
εμπορικό μπλοκ στον κόσμο.
RCEP: το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο
Η υπογραφή της Συνολικής Περιφερειακής Οικονομικής
Εταιρικής Σχέσης (RCEP), η οποία
μονογραφήθηκε από δέκα μέλη της Ένωσης Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN),
όπως η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία και το Βιετνάμ, αλλά και η
Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, είναι σημαντική
και για γεωπολιτικούς λόγους: είναι η πρώτη φορά που οι μεγαλύτεροι
περιφερειακοί αντίπαλοι της Ασίας, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα,
αποτελούν μέλη μιας κοινής εμπορικής συμφωνίας. Αυτό άνοιξε το δρόμο για
περαιτέρω επέκταση της κινεζικής γεωπολιτικής και οικονομικής επιρροής, τόσο
στο ανατολικό όσο και στο δυτικό ημισφαίριο, και ο Κινέζος Πρόεδρος Σι
Τζινπίνγκ είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επιπροσθέτως ως παγκόσμιος ηγέτης
και «πρωταθλητής της πολυμέρειας».
Όσον αφορά τη Συνολική Επενδυτική Συμφωνία
Πεκίνου-Βρυξελλών, η Ε.Ε. ελπίζει ότι η επενδυτική συμφωνία θα της δώσει το
ίδιο επίπεδο πρόσβασης στην κινεζική αγορά όπως έχουν και οι ΗΠΑ μετά την
«πρώτη φάση» της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Κίνας. Οι Βρυξέλλες είπαν επίσης ότι
ήταν «η πιο φιλόδοξη συμφωνία που έχει συνάψει η Κίνα μέχρι στιγμής με μια
τρίτη χώρα», δηλώνοντας ότι θα παρέχει πρόσθετη πρόσβαση σε τομείς ηλεκτρικών
και υβριδικών οχημάτων, σε υπηρεσίες υγείας και ιδιωτικά νοσοκομεία,
τηλεπικοινωνίες κ.λ.π.
Η Γερμανία υποστήριξε ένθερμα την συμφωνία
Σύμφωνα με πηγές από το έγκυρο διαδικτυακό ειδησιογραφικό
περιοδικό Diplomat η Γερμανία και η
Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είχαν ρόλο «ζωτικής σημασίας για να πείσουν
τους άλλους ηγέτες της Ε.Ε. να αποδεχθούν τη συμφωνία, η οποία είναι τόσο
ωφέλιμη για τη γερμανική βιομηχανία». Έτσι, ανώτεροι Γερμανοί αξιωματούχοι που
εργάζονται για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «έφεραν τις διαπραγματεύσεις σε επιτυχή
ολοκλήρωση», λίγο πριν η Γερμανία παραδώσει την εξαμηνιαία εκ περιτροπής
προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πορτογαλία.
Από την πλευρά τους οι Κινέζοι υπολόγισαν ότι μπορούσαν
να υπογράψουν μια τέτοια συμφωνία με την καγκελάριο Μέρκελ, οπότε βιάστηκαν να
το κάνουν τώρα, ενώ η νέα αμερικανική διοίκηση Μπάιντεν δεν είχε καν
σχηματιστεί, και σίγουρα πριν από τη νέα διατλαντική εταιρική σχέση μεταξύ ΗΠΑ
και Ε.Ε.
Σε τελική ανάλυση η θητεία της Μέρκελ λήγει τον
Σεπτέμβριο του 2021 και ο/η διάδοχός της μπορεί να λάβει μια πιο σκληρή στάση
απέναντι στην Κίνα.
Νικητές και χαμένοι
Υπό καθαρά οικονομική έννοια οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι
αυτής της συμφωνίας θα είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες που
δραστηριοποιούνται στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, των χημικών και των
τηλεπικοινωνιών, αλλά και εκείνες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των
τραπεζών και των μεταφορών και έχουν παρουσία στην Κίνα επί χρόνια. Σύμφωνα με
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το συνολικό ποσό των άμεσων ξένων επενδύσεων των χωρών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα έχει φτάσει τα 140 δισεκατομμύρια ευρώ τα
τελευταία 20 χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, οι συνολικές άμεσες επενδύσεις της
Κίνας στις χώρες της ΕΕ, κατά την περίοδο 2000 έως 2019, ανήλθαν σε σχεδόν 120
δισεκατομμύρια ευρώ. Περίπου το ήμισυ των επενδύσεων της Ε.Έ. στην Κίνα αφορά
στον μεταποιητικό τομέα και η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είναι, όπως
αναμενόταν, ο μεγαλύτερος επενδυτής. Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα εστίασε
πρωτίστως τις επενδύσεις της στην Ευρώπη σε στρατηγικούς τομείς υποδομών και
υψηλής τεχνολογίας.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο ο μεγαλύτερος νικητής αυτής της
συμφωνίας είναι η Κίνα. Η συμφωνία προτείνει την αύξηση, όχι μόνο των
οικονομικών, αλλά και των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και του
«ασιατικού γίγαντα». Και αφού το Πεκίνο εξασφάλισε επενδυτικές συμφωνίες που
υπογράφηκαν, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, στα τέλη του περασμένου έτους,
αυτές οι επιτυχημένες εμπορικές συνομιλίες «έσωσαν» την Κίνα από την οικονομική
υποχώρηση σε έναν εξαντλητικό εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αμερικανικές αντιδράσεις
Για την Αμερική, ωστόσο, η επενδυτική συμφωνία μεταξύ της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κίνας ήρθε στη
χειρότερη δυνατή στιγμή. Θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις προσπάθειες του νεοεκλεγμένου
Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για στενότερη συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και των
Ηνωμένων Πολιτειών, αφού η εξωτερική πολιτική του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ
έφερε αυτές τις σχέσεις σχεδόν σε ψυχροπολεμικό επίπεδο.
Επίσης, η συμφωνία μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου θα
επηρεάσει σημαντικά τα σχέδια της νέας αμερικανικής κυβέρνησης για την ενίσχυση
των διατλαντικών σχέσεων και των συμμαχιών οικονομικής ασφάλειας, στόχος της
οποίας θα στοχεύει στον «στρατηγικό περιορισμό» της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας
στην Ευρώπη και την ασιατική ήπειρο.
Οι Αμερικανοί αναλυτές πιστεύουν ότι με τη σύναψη
συμφωνίας με το Πεκίνο, η Ε.Ε. επανέλαβε το λάθος της κυβέρνησης Τραμπ, όταν οι
ΗΠΑ ξεκίνησαν να «επιλύουν» μονομερώς τις εμπορικές σχέσεις της Αμερικής με την
Κίνα και άλλες χώρες. Οι New York Times σημείωσαν ότι αυτή η συμφωνία «θα συνδέσει ακόμη πιο στενά την
ευρωπαϊκή οικονομία με την Κίνα», η οποία βοηθά το Πεκίνο να «επεκτείνει την
οικονομική του δύναμη».
Οι κινεζικές επενδύσεις σε Ανατολική και Δυτική Ευρώπη
Τέλος, η επενδυτική συμφωνία έχει και μια άλλη σημαντική
επίπτωση. Αφαιρεί τις κατηγορίες ότι η Κίνα χρησιμοποιεί ως «Δούρειο Ίππο» στις
σχέσεις της με την Ε.Ε. την οικονομική της διείσδυση στις χώρες της Κεντρικής
και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ).
Παρόλο που πολλοί στις Βρυξέλλες υποπτεύονταν ότι το
Πεκίνο ήθελε να «διαιρέσει» την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαναγκάζοντας σε συνεργασία
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είναι γεγονός ότι, μεταξύ του 2000 και του 2019,
ακόμη και η σχετικά μικρή Φινλανδία προσέλκυσε περισσότερες κινεζικές
επενδύσεις από ότι όλες οι 17 χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Και όσον αφορά τις, «βαρέων βαρών», χώρες της Δυτικής
Ευρώπης τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν προσελκύσει το μεγαλύτερο μέρος όλων
των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη: Μεγάλη Βρετανία (πάνω από 50
δισεκατομμύρια ευρώ), Γερμανία (22,7 δισεκατομμύρια) ), Ιταλία (σχεδόν 16
δισεκατομμύρια), και Γαλλία (14,4 δισεκατομμύρια ευρώ)...