Βασίλης Τσαουσίδης
Εν μέσω πολλών διαδικτυακών αντιδράσεων κατατέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα το νομοσχέδιο Κεραμέως για την παιδεία. Το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την επίμαχη διάταξη για την εγκαθίδρυση αστυνομίας στα πανεπιστήμια.
Η συγκεκριμένη διάταξη φαίνεται να είναι σημαντική για
την κυβέρνηση. Παρά τις αντιδράσεις, επιμένει στην ψήφισή της και επιπλέον, με
μια αμφιβόλου δημοκρατικότητας απόφαση και επικαλούμενη το δίκαιο της ανάγκης,
απαγορεύει αναδρομικά τις μαζικές διαδηλώσεις που είχαν ήδη προγραμματιστεί
θέτοντας ως μέγιστο όριο τη συμμετοχή 100 διαδηλωτών.
Η συμβολική αξία της συγκεκριμένης διάταξης για την
κυβέρνηση προκύπτει και από το γεγονός ότι το κόστος της υλοποίησής της είναι
πολύ σημαντικό, καθώς έχει ήδη ανακοινωθεί η πρόσληψη χιλίων ειδικών φρουρών
από πιστώσεις του κράτους – δημοσιονομικό κόστος που αναλαμβάνει, ενόσω τα
πανεπιστήμια είναι [και από ό,τι διαφαίνεται θα παραμείνουν] κλειστά και έρημα
και επομένως κανένας λόγος ασφάλειας της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν συντρέχει.
Αντιθέτως, το επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ΑΕΙ
είναι η επιβολή ενός αποκλειστικού μοντέλου τηλεκπαίδευσης λόγω πανδημίας και αυτό που επιβάλλεται, προκειμένου να
επαναλειτουργήσουν διά ζώσης στο άμεσο μέλλον (εαρινό εξάμηνο, ενδεχομένως),
είναι να προσληφθεί διδακτικό προσωπικό για διδασκαλία σε τμήματα και
εργαστήρια περιορισμένων ατόμων.
Την πολιτική αυτή επιλογή θα πρέπει να την αξιολογήσει
κανείς με βάση δύο κριτήρια. Το πρώτο κριτήριο είναι η ίδια η συνεισφορά της
συγκεκριμένης διάταξης στις ουσιαστικές υποθέσεις της παιδείας και ειδικά της
ασφάλειας των πανεπιστημιακών μελών. Το δεύτερο κριτήριο είναι η ιεράρχηση των
αναγκών της κοινωνίας - αν αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τις ανάγκες της κοινωνίας
στην παρούσα συγκυρία και αν θέτει τις προτεραιότητές της και κατανέμει τους
δημόσιους πόρους με βάση αυτές.
Προσφέρει όντως κάτι η εγκατάσταση της αστυνομίας μέσα
στα πανεπιστήμια; Οι περισσότεροι πολίτες που παρακολουθούν τον διάλογο για
την αστυνομία στα πανεπιστήμια δεν έχουν
συνειδητοποιήσει ότι το ισχύον καθεστώς στα πανεπιστήμια επιτρέπει την επέμβαση
της αστυνομίας, εφόσον κληθεί ανώνυμα ή επώνυμα.
Έχει ήδη νομοθετηθεί από τον Αύγουστο 2019 (ν. 4623/2019)
ότι «εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. οι δημόσιες αρχές ασκούν όλες τις κατά νόμο
αρμοδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης λόγω τέλεσης αξιόποινων
πράξεων».
Πλέον, η επέμβαση της αστυνομίας στα πανεπιστήμια δεν
χρειάζεται την έγκριση του Πρύτανη ή οποιασδήποτε αρμόδιας πανεπιστημιακής
αρχής. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι με ένα απλό, επώνυμο ή ανώνυμο, τηλεφώνημα
φοιτητή, μέλους ΔΕΠ ή πολίτη που κινδυνεύει, φύλακα, που εντοπίζει κάτι ύποπτο
ή περίεργο, ή περαστικού που βγήκε βόλτα στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, η
αστυνομία επεμβαίνει χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Για οποιοδήποτε άλλο χαμηλού κινδύνου περιστατικό,
υπάρχει 24ωρη φύλαξη. Τα επιχειρήματα του υπουργείου αγνοούν συστηματικά αυτή
την αλήθεια και καταφεύγουν σε αβάσιμα πλέον παραδείγματα της προηγούμενης
δεκαετίας.
Όσο για τις [ομολογουμένως σπάνιες αλλά υπαρκτές]
περιπτώσεις αντιακαδημαϊκής συμπεριφοράς φοιτητών προς μέλη ΔΕΠ, που επίσης
επικαλείται το υπουργείο, υπάρχει και πάλι μια σκόπιμη σύγχυση.
Οι περιπτώσεις αυτές συνιστούν κατά βάση πειθαρχικά
παραπτώματα και όχι ποινικά αδικήματα και επομένως εκ των πραγμάτων αρμόδια δεν
είναι η αστυνομία αλλά οι πανεπιστημιακές αρχές.
Γιατί, λοιπόν, δεν αρκεί η δυνατότητα παρέμβασης της
αστυνομίας, όποτε παραστεί ανάγκη, με μια απλή κλήση από οποιονδήποτε, και
χρειάζεται η εγκατάσταση αστυνομικών δυνάμεων μέσα στο πανεπιστήμιο;
Το δεύτερο κριτήριο, αυτό της ιεράρχησης των αναγκών της
κοινωνίας, σχετίζεται με την παρούσα συγκυρία.
Αποδείχτηκε πρόσφατα ότι τουλάχιστον 80% των θανόντων από
COVID-19 έχασαν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ και αποδείχτηκε επιπλέον ότι όσο
αυξάνεται η πληρότητα των ΜΕΘ τόσο μεγαλώνει η θνητότητα.
Με λίγα λόγια, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχουν
διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ, όταν η εξυπηρέτηση των ασθενών γίνεται οριακά ή
ανεπαρκώς, η θνητότητα αυξάνεται κατακόρυφα.
Η λύση στο άμεσο πρόβλημα της πανδημίας είναι η πρόσληψη
υγειονομικού προσωπικού και στη συνέχεια η αύξηση των κλινών. Μια τέτοια
απόφαση, αποδείχτηκε ότι θα είχε ως αποτέλεσμα να σωθούν χιλιάδες ζωές.
Το πολιτικό ερώτημα επομένως, όταν οι πόροι είναι
περιορισμένοι και οι ανάγκες της κοινωνίας σε γιατρούς, νοσηλευτές και εκπαιδευτικούς
είναι κραυγαλέες, είναι γιατί επιλέγεται να δοθεί προτεραιότητα στους
«πανεπιστημιακούς φρουρούς».
Ο ρόλος τους εκ των πραγμάτων είναι δευτερογενής και επί
του παρόντος, με κλειστά πανεπιστήμια, είναι ανύπαρκτος. Το κρίσιμο ερώτημα
λοιπόν είναι γιατί η κυβέρνηση ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ τους φρουρούς;
Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Είναι
δύσκολο να εντοπίσει κανείς αποδεκτά κριτήρια, με βάση τα οποία θα επέλεγε
κάποιος να προσλάβει φρουρούς κατά προτεραιότητα. Ωστόσο, ο «ακαδημαϊκός στρατός»
που σχεδιάζεται να προσληφθεί είναι πολυπληθής και οι προσλήψεις αφορούν
ανειδίκευτο προσωπικό που θα προσληφθεί με [προς το παρόν] θολές και
ακαθόριστες διαδικασίες.
Συνήθως, οι ακαθόριστες διαδικασίες συσχετίζονται με
υψηλή κομματική αξία - εν προκειμένω θα μπορούσε να ισοδυναμεί με την αξία
χιλίων κομματικών καρατίων. Αντίθετα, η πρόσληψη νοσηλευτών γίνεται με
προκαθορισμένες και διαφανείς διαδικασίες, μέσω ΑΣΕΠ, και αποφέρει πενιχρά
κομματικά οφέλη.
Παρά το γεγονός ότι η λογική μας οδηγεί σε αυτό το
συμπέρασμα, δεν μπορούμε να προσχωρήσουμε a priori σε αυτή την άποψη. Εφόσον
έχει πλέον τεθεί επί τάπητος το θέμα, αναμένουμε τις απαντήσεις της πολιτείας
στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, που ελπίζουμε να διαψεύσουν την άποψη ότι
μαζί με την εγκαθίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας εν μέσω πανδημίας
εγκαθιδρύεται και ένα νέο είδος πολιτικού κυνισμού.
* Ο Βασίλης Τσαουσίδης είναι Καθηγητής ΔΠΘ