Γιώργος Στάμκος
Ελλάδα και Τουρκία έχουν ένα βεβαρυμένο ιστορικό διαφορών, εντάσεων και, ορισμένες φορές, συγκρούσεων, οι οποίες διακόπτονταν κατά διαστήματα από διερευνητικές επαφές, συνομιλίες και διαπραγματεύσεις.
Οι δύο πλευρές, κυρίως κατόπιν διεθνών πιέσεων,
συνομίλησαν απευθείας μεταξύ τους τον Νοέμβριο του 1976 στη Βέρνη της Ελβετίας,
τον Μάρτιο του 1978 στο Μοντρέ, τον Οκτώβριο του 1988 στη Νέα Υόρκη και τον
Ιούλιο του 1997 στη Μαδρίτη, καταλήγοντας σε συνυποσχετικά και συμφωνίες, οι
οποίες ωστόσο δεν επίλυσαν το περίπλοκο πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, αν
και απέτρεψαν εξελίξεις προς το χειρότερο.
Η αρχή και το τέλος του πρώτου κύκλου των ελληνοτουρκικών
«διερευνητικών επαφών»
Στις 12 Μαρτίου του 2002 ξεκίνησε ένας κύκλος
«διερευνητικών επαφών» των δύο πλευρών με αρχικό στόχο την οικοδόμηση μέτρων
αμοιβαίας εμπιστοσύνης και έλαβαν χώρα εξήντα τέτοιες συναντήσεις, με τελευταία
τη συνάντηση στην Αθήνα στις 1 Μαρτίου του 2016. Έκτοτε οι ελληνοτουρκικές
σχέσεις συνεχώς επιδεινώνονταν, με υπαιτιότητα κυρίως της Τουρκίας, η οποία στο
μεταξύ αποφάσισε να υιοθετήσει την ιδεολογία του νεοοθωμανισμού και του
ευρασιανισμού, να προωθήσει επιθετικά και επεκτατικά δόγματα, όπως αυτό της
«Γαλάζιας Πατρίδας», και να στρέψει την πλάτη της στη Δύση.
Αυτή η στροφή ήταν, ως ένα βαθμό, συνέπεια της απόφασης
του Ερντογάν, μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, να συμμαχήσει με
τους υπερεθνικιστές του Κομματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) και να δημιουργήσει ενα
ισλαμο-υπερεθνικιστικό μπλοκ, υιοθετώντας ένα τοξικό ιδεολογικό μείγμα, γεμάτο
ξενοφοβία, συνωμοσιοπαράνοια και αντιδυτικισμό. Την ίδια περίοδο η Δύση (Ε.Ε.
και ΗΠΑ) διένυε μια φάση εσωστρέφειας, κατακερματισμού και διχασμού, τα οποία
επιδείνωσε η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Τραμπ, η οποία μετάδιδε «λάθος μηνύματα»
ενθαρρύνοντας έτσι την τουρική επιθετικότητα.
Στο κατώφλι της σύγκρουσης
Το 2020 υπήρξε μια από τις χειρότερες χρονιές των
ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1996 και την Κρίση στα Ίμια. Ελλάδα και Τουρκία
βρέθηκαν συχνά στο κατώφλι της σύγκρουσης και θερμά επεισόδια αποφεύχθηκαν την
τελευταία στιγμή, έχοντας ως επίκεντρο τα κυριαρχικά δικαιώματα των δύο χωρών
στις θαλάσσιες ζώνες και ΑΟΖ της, πλούσιας σε υδρογονάνθρακες, Ανατολικής
Μεσογείου.
Σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο, όπου η Άγκυρα επιχείρησε να
επιβάλει τετελεσμένα με βάση το «δίκαιο του ισχυρού» και η κυβέρνηση Μητσοτάκη
στην Αθήνα παρακολουθούσε αμήχανη τις εξελίξεις, αντιδρώντας σπασμωδικά, το
θερμόμετρο ανέβηκε επικίνδυνα.
Η παρέμβαση του Δυτικού παράγοντα
Ο διεθνής παράγοντας, αυτή τη φορά από την πλευρά της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Γερμανία, με τη γνωστή τακτική του «μαστιγίου και του
καρότου», παρενέβη κι πάλι ώστε η Τουρκία, αφού έκανε όλο το προηγούμενο
διάστημα «επίδειξη δύναμης» και αμφισβήτησης του Status Quo στην Αν. Μεσόγειο,
να πεισθεί να παγώσει για λίγο τη δράση της στο πεδίο και να προσέλθει στο
τραπέζι των συνομιλιών.
Η αμήχανη Ελλάδα, ως δύναμη Status Quo που απειλείται και
πιέζεται, δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσέλθει σε αυτές. Ακόμη κι αν
θεωρεί τον εαυτό της θύμα εκφοβισμού, παραβίασης των κυριαρχικών της
δικαιωμάτων και καταπάτησης του διεθνούς δικαίου, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να
συνομιλήσει με τον επίδοξο «βιαστή» της, διότι είναι δύναμη φιλειρηνική,
ευρωπαϊκή και δημοκρατική, η οποία θεωρεί την προσφυγή στη βία ως το έσχατο
μέσο.
Δεν είναι βέβαιο εάν η απειλή των ευρωπαϊκών κυρώσεων
έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή τακτικής εκ μέρους της Άγκυρας ή η
εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν και η αλλαγή φρουράς στο Λευκό Οίκο, σε μια
εποχή κατά την οποία η τουρκική οικονομία θεωρείται εξαιρετικά ευάλωτη και
χρειάζεται επειγόντως κεφάλαια, δάνεια, συνάλλαγμα και επενδύσεις.
Στο παρασκήνιο η Τουρκία, με πρόσχημα και τις
ελληνο-τουρκικές συνομιλίες, εισερχεται σε μια νέα φάση επαναδιαπραγμάτευσης
των σχέσεων της με τη Δύση γενικότερα και, ως εκ τούτου, επαναπροσδιορισμού της
θέσης της στον κόσμο του 21ου αιώνα.
Η Τουρκία επιδιώκει μια «συνολική διευθέτηση» υπέρ της
Ο 61ος γύρος των «διερευνητικών επαφών» Αθήνας-Άγκυρας,
που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη τη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021, με
ανακεφαλαίωση των εώς τώρα θέσεων των δύο πλευρών και με «αναγνωριστικές βολές»
εκατέρωθεν, δεν πρέπει να ειδωθεί ξεκομμένος από τη συνολική εικόνα των
προβληματικών σχέσεων της Τουρκίας με το Δυτικό μπλοκ. Αν για την Ελλάδα η
επανέναρξη των συνομιλιών αφορά μόνον ζητήματα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας
και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, για την Τουρκία θεωρείται ως ένα
διπλωματικό και διαπραγματευτικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας «συνολικής
διευθέτησης» όλων των διμερών διαφορών, που είναι και η πάγια τακτική της
Άγκυρας.
Ενώ η Ελλάδα δεν συζητά κυριαρχικά δικαιώματά της, η
Τουρκία επιμένει σε διάλογο «άνευ όρων» και με ανοικτή ατζέντα, προτάσσοντας τα
«ζωτικά συμφέροντά» της ως παράκτια χώρα 84 εκατομμυρίων κατοικων, χωρίς
ωστόσο, τυπικά τουλάχιστον, να αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο και την
αναγκαιότητα προσφυγής στη Χάγη. Και υπάρχει φυσικά και το, πάντα ανοικτο
πρόβλημα, του Κυπριακού, χωρίς επίλυση του οποίου καμία πρόοδος στα
ελληνοτουρκικά δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη.
Οι στόχοι της Τουρκίας
Σε κάθε περίπτωση η Άγκυρα φαίνεται πως επιδιώκει, σε
πρώτη φάση τουλάχιστον και για λόγους τακτικής, να μετατρέψει αυτά τα ζητήματα
από ευρω-τουρκικά σε ελληνο-τουρκικά, όπως ήταν πριν το 2000.
Επιδιώκει να κερδίσει έτσι χρόνο, ουσιαστικά εξαπατώντας
τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, ότι δήθεν εισέρχεται στις συνομιλίες με
φιλειρηνική διάθεση και εποικοδομητική στάση, και να δημιουργήσει μια επίπλαστη
ατμόσφαιρα σταθερότητας έτσι ώστε η ευάλωτη οικονομία της να μπορεί και πάλι να
τονωθεί με ξένα κεφάλαια και να υποδεχθεί διεθνείς επενδυτές.
Η μείωση της ελληνοτουρκικής έντασης και η δημιουργία
μιας «φιλικότερης ατμόσφαιρας» επιδιώκεται διότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας
νέας συναλλαγματικής και οικονομικής κρίσης, και όχι επειδή η Άγκυρα αποφάσισε
να σταματήσει να είναι ένας «τοξικός γεωπολιτικός παίκτης» και να επιστρέψει
στο «Δυτικό μαντρί».
Είναι προφανές πως η Ερντογανική Τουρκία της
ισλαμο-υπερεθνικιστικής σύνθεσης δεν παραιτήθηκε από τις επεκτατικές φιλοδοξίες
της και τα υπερφίαλα σχέδια της για μετατροπή της σε «υπερδύναμη» στην Ενδιάμεση Περιοχή μεταξύ
Ανατολής και Δύσης.
Όσο το δόγμα του νεο-οθωμανισμού γενικότερα και της
«Γαλάζιας Πατρίδας» ειδικότερα, επικρατεί στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας
τόσο θα είναι γκρίζες οι προοπτικές επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Και αυτό δύσκολα θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί όσο ο
Ερντογάν και η ομάδα ευρασιατιστών και υπερεθνικιστών βρίσκονται στην εξουσία,
διότι πιστεύουν πως η Δύση, οικονομικά, πολιτικά και αξιακά, βρίσκεται σε
πορεία μη αντιστρέψιμης παρακμής, οπότε προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο για να
διαπραγματευτουν μελλοντικά από θέση ισχύος.
Συπέρασμα: οι διερευνητικές συνομολίες Αθήνας-Άγκυρας
καταδικασμένες σε αποτυχία ή, το λιγότερο, είναι απλά προσχηματικές, όσο η
Τουρκία συνεχίζει να απομακρύνεται από τη Δύση.