5 Απριλίου 1944: Το χρονικό της σφαγής στην Κλεισούρα

Δημήτρης Σμιξιώτης

Είναι γνωστό πως η Κλεισούρα  αποτέλεσε μεγάλο και πλούσιο εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης όταν πολλοί κατατρεγμένοι κάτοικοί της βρήκαν καταφύγιο στην ιστορική κωμόπολη. Αλλά ταυτόχρονα και πνευματικό φάρο του ελληνισμού στην Μακεδονία αλλά και ευρύτερα στον χώρο των Βαλκανίων. Κοσμόπολη, την αποκαλεί επαινετικά ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ στις αρχές του 19ου αι. και αυτό όχι τυχαία.

 

Η Κλεισούρα των 7.000 κατοίκων, με τα καταστήματά της γεμάτα αποικιακά είδη και ευρωπαϊκά προϊόντα, και τα διώροφα και τριώροφα περίτεχνα λιθόκτιστα αρχοντικά. Η Κλεισούρα του πλούτου, των εμπόρων, των πλούσιων παροικιών και εμπορικών οίκων της Ευρώπης (Βουκουρέστι, Ιάσιο, Βελιγράδι, Βιέννη, Σεμλίνο, Βουδαπέστη, Κραϊόβα, Οδησσό) αλλά και στην  Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και αργότερα στην Θεσσαλονίκη. Η Κλεισούρα της πρώιμης αστικής τάξης, των γραμμάτων, των τεχνών και του πνεύματος. Το 1700 περίπου ανεγείρεται το πρώτο σχολείο . Η Αστική Σχολή (Αρρεναγωγείο), το Αλληλοδιδακτικό (Ελληνομουσείο) και το Ημιγυμνάσιο που μεταλαμπαδεύουν τη γνώση και την ελληνική παιδεία από τον 18ο  συντηρούνται με την οικονομική συνδρομή των πλούσιων φιλοπάτριδων εμπόρων της διασποράς. Στα σχολεία αυτά δεν φοιτούν μόνο Κλεισουριώτες αλλά και μαθητές από διάφορα μέρη του ελληνισμού. Άξια αναφοράς και η πλούσια βιβλιοθήκη με τους 2.000 τόμους βιβλίων και συγγραμμάτων που δυστυχώς πυρπολήθηκε το 1866.

 

Όλα αυτά συνέδραμαν ώστε η Κλεισούρα να αναδείξει μεγάλες λόγιες προσωπικότητες του πνεύματος και των γραμμάτων όπως οι αδελφοί Δάρβαρη, ο Γεώργιος Νιάγκας, Μιχαήλ Παρτζούλας, ο Αλκιβιάδης Νούσιας, ο Θεόδωρος Κώτσιου, ο Γεώργιος Κιάντος, ο Ιωάννης Νικολίδης, ο Κων/νος Δήμητσας και τόσοι, τόσοι άλλοι. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, να σημειώσουμε πως από την Κλεισούρα έλκουν την καταγωγή τους και οι πρώτοι κινηματογραφιστές των βαλκανίων αδελφοί Μανάκια, Μίλτος και Γιάννης.

 

Η ιστορία της Κλεισούρας δεν έχει, όμως, να επιδείξει μόνο ανάπτυξη, πλούτο και ευημερία. Οι λαμπρές σελίδες της συνοδεύονται και από μεγάλες, ανείπωτες καταστροφές. Γι αυτό η σημερινή της εικόνα δεν μπορεί να προβάλει  και να αντανακλά το κλέος και την αξία του παρελθόντος.

 

Στις 2 Νοεμβρίου του 1912 ο τουρκικός στρατός, λίγο πριν η Μακεδονία απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό, εφορμεί με εκδικητική μανία και καταλαμβάνει την σχεδόν ανυπεράσπιστη Κλεισούρα. Λεηλατεί τα σπίτια και τα καταστήματα και στην συνέχεια την πυρπολεί. Όταν οι κάτοικοι, που έντρομοι είχαν καταφύγει στην Βλάστη και στα βουνά,  επιστρέφουν στον οικισμό διαπιστώνουν πως από τις 700 οικίες μόνο οι 300 σώζονται. Η περίλαμπρη εικόνα της Κλεισούρας όπως αποτυπώνεται και στην πανοραμική φωτογραφία που κοσμεί σήμερα την πλατεία της, δεν υπήρχε πια. Κλαυθμοί, οδυρμοί και πόνος καταλαμβάνουν τους δύσμοιρους Κλεισουριώτες που βλέπουν τα σπίτια και τις περιουσίες να γίνονται στάχτη.

 

Όμως, 3 δεκαετίες αργότερα ο τόπος θα γνώριζε μία μεγαλύτερη καταστροφή.

 

Πριν φτάσουμε στο 1944, να αναφέρουμε και τη μεγάλη μάχη που έδωσε τον Απρίλη του ‘41 ο αποδεκατισμένος ελληνικός στρατός εδώ στην Κλεισούρα, στο Νταούλι και στο διπλανό ορεινό όγκο του Σουμπρετσίου απέναντι στον πανίσχυρα Waffen SS του Χίτλερ, λίγο πριν την συνθηκολόγηση και την παράδοση της χώρας στις δυνάμεις του άξονα. Οι δεκάδες φαντάροι μας που θυσιάστηκαν στην μάχη ήξεραν πως δεν πρόκειται να νικήσουν, ωστόσο πολέμησαν με ηρωϊσμό και αυταπάρνηση για να καθυστερήσουν τους Γερμανούς και να δώσουν τον χρόνο στις συμμαχικές δυνάμεις των Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών να υποχωρήσουν με ασφάλεια και να μεταβούν αρχικά στην Κρήτη και στην συνέχεια στην Μέση Ανατολή.

 

Και περνάμε στην περίοδο της Κατοχής.

 

Από τον Μάιο του 1942 εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά φυλάκιο στο Νταούλι μετά τη διοικητική  υπαγωγή της Κλεισούρας στον νομό Φλώρινας που τελούσε υπό Γερμανική κατοχή. Από τις αρχές του ’43 άρχισαν τις εμφανίσεις τους στην Κλεισούρα και ομάδες κομιτατζήδων που εξοπλίστηκαν από το ιταλικό φρουραρχείο της Καστοριάς. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας  τον Σεπτέμβρη του ’43 και εντονότερα από τις αρχές του ’44, οι Γερμανοί συνέχισαν τον εξοπλισμό των κομιτατζήδων με τη βοήθεια Βουλγάρων αξιωματικών συνδέσμων και ιδιαίτερα του Άντον Κάλτσεφ. Η παρουσία Γερμανών, Κομιτατζήδων αλλά και ανδρών του εθελοντικού δοσιλογικού τάγματος του Πούλου στην κωμόπολη της Κλεισούρας είχαν ως λόγο και αιτία τις επισκέψεις ανδρών του ΕΛΑΣ που αναζητούσαν τρόφιμα αλλά και για να στρατολογήσουν νέους αντάρτες. Παράλληλα ήθελαν με τον τρόπο αυτό να διασφαλίσουν την σημαντική διάβαση στο Νταούλι.

 

Τον Ιούλιο του ’43 τμήματα του 2ου Συντάγματος “Βρανδεμβούργου” μαζί με τμήμα εθελοντών του Πούλου, με επικεφαλής τον υπίλαρχο Ιωάννη Βελισσαρίδη, πυρπολούν το γειτονικό Λέχοβο γιατί οι κάτοικοί του κατηγορήθηκαν πως παρείχαν βοήθεια στους αντάρτες. Την ίδια μέρα δίνουν εντολή να συγκεντρωθούν στην πλατεία Τσαΐρι της Κλεισούρας όλοι οι άρρενες κάτοικοι.  Οι παρουσία των περισσοτέρων ανδρών εντός του οικισμού δεν επιβεβαιώνει την κατηγορία πως έχουν στρατολογηθεί από τον ΕΛΑΣ, ενώ οι εκπρόσωποι της κοινότητας παρέχουν διαβεβαιώσεις για τη νομιμοφροσύνη των κατοίκων. Οι Γερμανοί, τελικά, δεν πυρπολούν την κωμόπολη, όπως αρχικά είχαν αποφασίσει, παρά μόνο δύο κατοικίες, θεωρώντας τους ιδιοκτήτες τους μέλη των ανταρτών.

 

Είναι φανερό πως οι Κλεισουριώτες νιώθουν έντονη πίεση και από τους αντάρτες, που ζητούν επίμονα βοήθεια και στήριξη, αλλά και από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους που τους απειλούν για να μην συνεργαστούν με τους αντάρτες.

 

Τον Δεκέμβριο του ’43, για να διατηρηθεί το Νταούλι υπό γερμανικό έλεγχο, εγκαταστάθηκε φυλάκιο που στελεχώθηκε από δύναμη είκοσι ανδρών του Πούλου. Δύο μήνες αργότερα, τη νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου του ’44, μέλη του ΕΛΑΣ με αρχηγό τον Κοσμά Σπανό επιτέθηκε στο φυλάκιο και στο δημοτικό σχολείο που χρησιμοποιούνταν ως κατάλυμα των ανδρών του Πούλου. Οι περισσότεροι της δοσιλογικής φρουράς, έχοντας προφανώς ενημέρωση για την επίθεση, διέφυγαν στην Πτολεμαϊδα. Παρέμειναν και συνελήφθησαν μόνο τρεις οι οποίοι και εκτελέστηκαν από τους άνδρες του ΕΛΑΣ.

 

Στις 25 Μαρτίου του ’44, έντεκα μέρες πριν τη σφαγή της Κλεισούρας, δύο στρατιωτικά γερμανικά οχήματα δέχθηκαν τα πυρά των ανταρτών κοντά στο χωριό της Κορησού με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις Γερμανοί στρατιώτες. Οι Γερμανοί αποφασίζουν να προβούν σε αντίποινα και να κάψουν την Κορησό. Η καθοριστική παρέμβαση, όμως, του αρχικομιτατζή Κάλτσεφ πείθει τους Γερμανούς να μην προχωρήσουν στα αντίποινα.

 

Έχοντας όλα αυτά ως δεδομένα φτάνουμε στο απόγευμα της 4ης Απριλίου όπου μια διμοιρία 40 περίπου ανταρτών του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Αλέξη Ρόσιο, γνωστό ως καπετάν Υψηλάντη, καθηγητή φιλολογίας από την Σιάτιστα, έφτασε μέσω Βλάστης στην Κλεισούρα. Αποστολή τους να στήσουν ενέδρα σε γερμανική φάλαγγα που το πρωί της επόμενης μέρας θα περνούσε από τα στενά της Κλεισούρας. Ο Ρόσιος ισχυρίζεται πως αποφάσισε το συγκεκριμένο χτύπημα κατόπιν σχετικής διαταγής που έλαβε από τον διοικητή της 9ης Μεραρχίας, Ιερώνυμο Τρωιάνο με σκοπό τη λαφυραγώγηση μιας γεννήτριας αυτοκινήτου που ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία ασυρμάτου. Επίσης, ισχυρίζεται πως είχαν πληροφορίες σχετικά με γερμανικές φάλαγγες που θα μετέφεραν Εβραίους της Καστοριάς στην Θεσσαλονίκη, υπονοώντας έμμεσα πως η επίθεση είχε στόχο την απελευθέρωσή τους.

 

Τελικά το πρωί της επομένης μέρας 5 Απριλίου ο Ρόσιος με τους άνδρες του στήνουν την ενέδρα στο Νταούλι παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις των κατοίκων του χωριού που φοβούνται . Δεν περνάνε, όμως, οι φάλαγγες που περίμεναν από την Καστοριά αλλά ο λοχαγός των SS Γκέρχαρντ Κλίνγκενχέφερ που εκείνη τη μέρα είχε άδεια και πήγαινε από την Κοζάνη στην Καστοριά. Μαζί του στο αυτοκίνητο ο υπασπιστής του και ο οδηγός του ενώ τους συνόδευαν και τρεις μοτοσυκλετιστές με τους συνοδούς τους. Οι αντάρτες ανοίγουν πυρ και ξεκινάει η μάχη. Οι Γερμανοί αμύνονται και καλούν σε βοήθεια ρίχνοντας τροχιοδεικτικά βλήματα που τα βλέπουν οι κομιτατζήδες συνεργάτες τους που ήταν σχετικά κοντά στο Νταούλι και σπεύδουν προς βοήθεια. Μετά από τρίωρη ανταλλαγή πυρών καταφθάνει στο σημείο της συμπλοκής μια γερμανική φάλαγγα που εξαναγκάζει τους αντάρτες σε υποχώρηση.  Οι άνδρες του ΕΛΑΣ φεύγοντας λαφυραγωγούν μια μοτοσυκλέτα σκοτώνοντας νωρίτερα τους δύο γερμανούς στρατιώτες που επέβαιναν σε αυτήν.

 

 

 

Με την λήξη της συμπλοκής ο Κλίνγκενχέφερ επιστρέφει στην Κοζάνη και ενημερώνει τον Καρλ Σύμερς (Karl Schümers), διοικητή του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS στην οποία ανήκει. Αυτός χωρίς δεύτερη σκέψη διέταξε την καταστροφή της Κλεισούρας και την εκτέλεση όλων των κατοίκων της ανεξαρτήτως φύλου  και ηλικίας. Στις πέντε περίπου το απόγευμα φτάνουν στην Κλεισούρα μονάδες του 7ου Συντάγματος από την Κοζάνη και την Καστοριά. Οι άνδρες της κωμόπολης φοβούμενοι αντίποινα την εγκαταλείπουν και παραμένουν σε αυτή οι γυναίκες, τα παιδιά και  οι ανήμποροι προς μετακίνηση ηλικιωμένοι. Κάποιες γυναίκες εκφράζουν την επιθυμία να φύγουν μαζί με τους συζύγους τους αλλά αυτοί τις καθησυχάζουν ενώ κάποιοι άνδρες που έχουν πάρει μαζί τους τα παιδιά τους, μετά τις προτροπές των άλλων ανδρών, τα επιστρέφουν πίσω για να μην ταλαιπωρηθούν στο χιονισμένο και κρύο βουνό στο οποίο τρέχουν να κρυφτούν. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν αυτό που θα συνέβαινε λίγη ώρα αργότερα.

 

Πρώτα μπήκε στο οικισμό ένα γερμανικό απόσπασμα ανιχνευτών οι οποίοι προέβησαν σε μια πρόχειρη έρευνα στα σπίτια για όπλα και αντάρτες, για να διασφαλίσουν πως η επικείμενη δολοφονική επιχείρηση δεν θα συναντήσει εμπόδια, ενώ παράλληλα καθησύχαζε τους κατοίκους για να μην φύγουν και προειδοποιούσαν πως όποιο σπίτι έβρισκαν κλειδωμένο θα το έκαιγαν. Την ίδια ώρα η κωμόπολη περικυκλώθηκε, και στήθηκαν πολυβόλα περιμετρικά αυτής για να μην μπορέσει κανείς να διαφύγει. Μετά από λίγο έκαναν την εμφάνισή τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα των SS που, υπό τις διαταγές του αιμοσταγή συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς, ξεχύθηκαν μέσα στη Κλεισούρα για να σκορπίσουν τον τρόμο, την φρίκη και το θάνατο. Μαζί τους και οι ορδές των κομιτατζήδων του Κάλτσεφ. Αυτό που συνέβη ήταν πέρα από κάθε πιθανό σενάριο αντιποίνων και έξω από κάθε πλαίσιο λογικής. Σκότωναν αδιακρίτως γέρους, γυναίκες και ανυπεράσπιστα παιδιά. Δεν έδειξαν έλεος ούτε στα βρέφη ή τα πολύ μικρά παιδιά ενώ οι έγκυες ξεκοιλιάζονταν με τον πιο φρικιαστικό τρόπο για να σιγουρευτούν πως δεν θα επιζήσουν ούτε οι κυοφορούμενες αθώες ψυχές. Μετά τις φρικιαστικές εν ψυχρώ δολοφονίες πυρπολούσαν τις οικίες για να ολοκληρώσουν την καταστροφή. Κάποια γυναικόπαιδα κάηκαν ζωντανά μην μπορώντας να εξέλθουν των φλεγόμενων οικιών τους. Οι μαρτυρίες των επιζώντων είναι συγκλονιστικές. Η λυσσαλέα αυτή ανθρωποσφαγή γυναικόπαιδων δεν έχει προηγούμενο.

 

Χαρακτηρίστηκε  ως ένα από τα χειρότερα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου των Γερμανών. Επί δύο ολόκληρες ώρες  αιμοδιψή SS και κομιτατζήδες πυροβολούσαν, λόγχιζαν, πυρπολούσαν και κατέσφαζαν τον άμαχο πληθυσμό. Γύρω στις εφτά που άρχιζε να σουρουπώνει και για να αποφύγουν το σκοτάδι κατά την επιστροφή τους, και υπό τον φόβο των ανταρτών, παίρνουν το σήμα από τον επικεφαλής μέσω φωτοβολίδας να σταματήσουν. Έχουν φτάσει λίγο πιο πάνω από την πλατεία του Αγίου Νικολάου. Αν είχαν επιπλέον διαθέσιμο χρόνο είναι σίγουρο πως θα συνέχιζαν και δεν θα αρκούνταν στα 280 αθώα θύματα που είναι ο τελικός τραγικός απολογισμός.

 

Η Κλεισούρα όλο το βράδυ φλέγεται. Παντού σκοτωμένα παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Ακρωτηριασμένα πτώματα, καμένες σάρκες, το αίμα ποτάμι. Όσοι άνδρες επιστρέφουν στο χωριό το βράδυ ή την επόμενη μέρα δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που έχει συμβεί. Αλλόφρονες αναζητούν τα προσφιλή τους πρόσωπα και αντικρίζουν τη φρίκη. Κάποιοι βρίσκουν μόνο τα κόκαλα των καμένων συγγενών τους. Μέχρι και ο ειδικός πληρεξούσιος του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη Χέρμαν Νόιμπαχερ (Hermann Neubacher) χαρακτήρισε τα γεγονότα στην Κλεισούρα ως «παράλογο λουτρό αίματος» στην έκθεσή του και θέλοντας να κατακρίνει την αποτρόπαια επιχείρηση συμπλήρωσε: «το υπέροχο αποτέλεσμα αυτού του ανδραγαθήματος είναι ότι, αν και τα βρέφη είναι νεκρά, εντούτοις οι αντάρτες ζουν και μπορούν να συνεχίσουν με την δύναμη των όπλων τους να χρησιμοποιούν για καταλύματά τους εντελώς άοπλα χωριά.».

 

Ο Νόιμπαχερ ζητάει τη δικαστική διερεύνηση των γεγονότων και ο υπαίτιος της σφαγής Καρλ Σύμερς απολογείται στον Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης. Στην απολογία του παραποιεί τα γεγονότα. Ισχυρίζεται πως η Κλεισούρα ήταν γεμάτη αντάρτες και αναγκάστηκε στην αρχή να την βομβαρδίσει και στην συνέχεια να την καταλάβει με έφοδο.  Παρουσιάζει τη σφαγή και τις δολοφονίες ανυπεράσπιστων αθώων θυμάτων ως «παράπλευρες απώλειες» μιας πολεμικής σύγκρουσης, ενώ για τα έκτροπα και τις φρικαλεότητες που συνέβησαν ρίχνει την ευθύνη κυρίως στους κομιτατζήδες. Στην προσπάθειά του να ελαφρύνει τη θέση του και να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διεπράχθησαν, ισχυρίζεται πως κακοποιήθηκαν από τους άνδρες του ΕΛΑΣ τα πτώματα των Γερμανών στρατιωτών στο Νταούλι. Αυτή, άλλωστε, ήταν μια συνήθης τακτική των Γερμανών που την χρησιμοποίησαν και σε άλλες περιπτώσεις όταν ήθελαν να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους. Ποτέ, όμως, δεν παρουσιάστηκαν επαρκείς αποδείξεις που να τεκμηριώνουν τη συμμετοχή των ανταρτών σε κάτι τέτοιο. Το πιο πιθανό είναι, στην περίπτωση που η κακοποίηση συνέβη, αυτή να έγινε από τους κομιτατζήδες αφού ήταν γνωστό το μίσος και οι απειλές του αρχικομιταζή Κάλτεφ απέναντι στους Κλεισουριώτες αλλά και οι προβοκατόρικες τακτικές του. Οι Γερμανοί στρατοδίκες, τελικά αθωώνουν τα SS του 7ου Συντάγματος και τον διοικητή τους και έτσι δίνουν το δυνατότητα στον Σύμερς να διαπράξει παρόμοια φρικτά εγκλήματα και σε άλλες περιοχές με πιο γνωστές περιπτώσεις αυτές των Πύργων Εορδαίας και του Διστόμου.

 

Η ελληνική πολιτεία θέλοντας να τιμήσει την ηρωική κωμόπολη της απέδωσε τον Πολεμικό Σταυρό Α΄τάξεως και όρισε τον οικισμό ως ιστορική έδρα δήμου με την διοικητική μεταρρύθμιση του σχεδίου Καποδίστρια το 1994.  Αργότερα, δυστυχώς, το 2010 αναίρεσε την απόφαση αυτή.

 

Τέλος, να επισημάνουμε πως 74 χρόνια μετά το Σφαγείο οι συγγενείς των θυμάτων περιμένουν ακόμα την γερμανική πολιτεία να εκπληρώσει το χρέος της και να καταβάλει τις σχετικές αποζημιώσεις για να πιστέψουνε πραγματικά στην ύπαρξη μιας ειλικρινούς συγνώμης. Και αυτό όχι μόνο γιατί το επιτάσσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά κυρίως γιατί αυτό θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο και ως παράγοντας αποτροπής παρόμοιων γεγονότων στο μέλλον. Και όσο κι αν κάποιοι επιθυμούν να ξεχάσουμε τη θυσία και τα θύματα της 5ης Απριλίου του ’44, η παρουσία μας εδώ σήμερα υποδηλώνει με τον πιο εμφατικό τρόπο πως δεν ξεχνάμε τόσο εύκολα αλλά αντίθετα θα είναι ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ.

 

Πηγές:

 

Δορδανάς Στράτος, «Το Αίμα των αθώων», 2007

Βακουφάρης Περικλής, «Η ιστορική Κλεισούρα Καστοριάς», 2005

Μαρτυρίες κατοίκων της Κλεισούρας

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη