Μαρίνα Αλεξανδρή
Ο Αλέξης Τσίπρας κήρυξε το βράδυ της Μ. Τρίτης την «μάχη των μαχών» για το εργασιακό νομοσχέδιο. Eδωσε καθαρό στίγμα προθέσεων και έστειλε μήνυμα μετωπικής σύγκρουσης, είπε ότι βρισκόμαστε σε «πόλεμο» τον οποίο κήρυξε η κυβέρνηση, και πως σ’ αυτό τον πόλεμο όλοι οφείλουν να πάρουν θέση.
Η ομιλία του σε 800 συνδικαλιστές από όλη την χώρα ήταν
το σύνθημα για την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην μάχη (και) των δρόμων: «Σήμερα»,
είπε, «δεν σας κάλεσα απλά για να ανταλλάξουμε θέσεις αλλά για να πάρουμε
θέσεις μάχης. Διότι η κυβέρνηση αποφάσισε – παρά το ότι είμαστε ακόμη στη
κορύφωση του δράματος της πανδημίας- να κηρύξει το πόλεμο στην εργασία, δηλαδή
τον πόλεμο στη κοινωνική πλειοψηφία. Και όταν κηρύσσεται πόλεμος, δεν υπάρχει
άλλη επιλογή από το να πολεμήσεις με στόχο να τον κερδίσεις τον πόλεμο».
Πρόκειται για μια επιλογή που έχει κάνει εδώ και καιρό ο
πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – να προσδιορίσει τα εργασιακά και το νομοσχέδιο Χατζηδάκη
ως τον πυρήνα της αναμέτρησης με την κυβέρνηση στο σκληρό οικονομικό και
κοινωνικό τοπίο που διαμορφώνει η πανδημία.
Ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί πως η κατάργηση του 8ώρου, η
πλήρης κατάλυση των συλλογικών συμβάσεων, η θεσμοθέτηση των απλήρωτων υπερωριών
εντάσσονται σε στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης προς ικανοποίηση των
αιτημάτων συγκεκριμένων συμφερόντων και ελίτ. Όπως θεωρεί και ότι η
συγκεκριμένη, δύσκολη συγκυρία δεν επιλέγεται τυχαία γα την ολική ανατροπή των
εργασιακών σχέσεων, αλλά η κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την αγωνία των
εργαζομένων, την ανασφάλεια και τον φόβο της ανεργίας γα να περάσει τις πιο
σκληρές ρυθμίσεις που δεν περιέλαβε κανέναν Μνημόνιο υπέρ των μεγάλων
εργοδοτών.
Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει να κατέβει στον
δρόμο και να μετάσχει ενεργά τόσο στις εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς όσο και στις
υπόλοιπες κινητοποιήσεις για το εργασιακό νομοσχέδιο. Και να διεκδικήσει την
απόλυτη και μάχιμη εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας, όπου βλέπει προνομιακό
πεδίο πολιτικής και κοινωνικής συνεννόησης: «Δεν μπορούν να γίνουν λάστιχο οι
ζωές των εργαζομένων για την αύξηση κερδών των ελίτ. Δεν θα επιτρέψουμε στον κ.
Μητσοτάκη να δώσει τη χαριστική βολή στους εργαζόμενους», δήλωσε χαρακτηριστικά
χθες ο Αλέξης Τσίπρας.
Στην κυβέρνηση, η στάση αυτή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ
εκλαμβάνεται ως ευκαιρία μετωπικής ιδεολογικής αναμέτρησης. Και ανάδειξης της
σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο κόσμους – στον «παλαιό» και «συντεχνιακό» και τον
«νέο» που απαντά με «σύγχρονες μεταρρυθμίσεις» και λύσεις στα σύγχρονα
προβλήματα. Πάνω σ΄αυτή την γραμμή, η ΝΔ
απέκρουσε χθες την πρώτη επίθεση Τσίπρα αποδίδοντάς του «κλισέ και
συνθήματα του μακρινού παρελθόντος».
Στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κοινό τόπο ότι το εργασιακό
νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι κοινωνικός οδοστρωτήρας. Γι αυτό και στο τελευταία
Πολιτικό Συμβούλιο υπήρξε πλήρης συμφωνία να αναδειχθεί το εργασιακό σε πρώτη
προτεραιότητα – γι αυτό και έγινε αποδεκτό η μάχη για την εργασία να
σηματοδοτήσει και την αφετηρία του μορατόριουμ στις εσωκομματικές συγκρούσεις
της Κουμουνδούρου.
Το ζήτημα ωστόσο που τίθεται από αρκετές πλευρές είναι
πως, πέρα από την κήρυξη του αυτονόητου πολέμου, χρειάζεται και η πειστική
αντιπρόταση: μια αντιπρόταση, που θα είναι όντως σύγχρονη, θα αντιμετωπίζει τις
νέες προκλήσεις στην απασχόληση, όπως η τηλε-εργασία, και θα καταρρίπτει
εμπράκτως τους ισχυρισμούς της ΝΔ για «κλισέ του μακρινού παρελθόντος». Αυτή η
αντιπρόταση αναμένεται να παρουσιαστεί σε μια ακόμη ειδική εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ,
αμέσως μετά το Πάσχα, και τότε θα κριθεί.
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται από στελέχη του κόμματος –
όλων των τάσεων - ήταν πως κάποια από τα πρόσωπα που μετείχαν στην χθεσινή
εκδήλωση δεν συμβάλλουν ακριβώς στην εικόνα ενός σύγχρονου αριστερού κόμματος
με σύγχρονες αντιπροτάσεις. Δεν είδαν όλοι, για παράδειγμα, στην Κουμουνδούρου
με καλό μάτι την ηχηρή παρουσία του Νίκου Φωτόπουλου, του γνωστού συνδικαλιστή
της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΝ, που πήρε τον λόγο μετά τον Αλέξη Τσίπρα. Το γεγονός δεν πέρασε
απαρατήρητο ούτε από την ΝΔ, που βρήκε την ευκαιρία να το επισημάνει και να
διακηρύξει πως «ο ΣΥΡΙΖΑ, με μπροστάρη τον «κατεβάζουμε τους διακόπτες» κ.
Φωτόπουλο, πορεύεται στον 21ο αιώνα με συνθήματα του 19ου».