Ελένη Καρασαββίδου
Η ημέρα ήταν η 5η Απριλίου του 1977. Ολόκληρη η νιότη της εποχής, η νιότη όχι μόνο ηλικιακά αλλά κυρίως η νιότη ως φιλοσοφία και καθημερινή συμπεριφορά, συγκρουόταν στους δρόμους, αναπτύσσοντας την συνείδηση μιας επαναστατικότητας που θα έβαζε την σύγκρουση με τις δομές αλλά και τις προσωπικές ηθικές επιλογές (μέσα από το σκεπτικό πως το προσωπικό είναι πολιτικό), στο επίκεντρο του συνολικού πολιτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Στο ομοσπονδιακό Κτήριο του San Francisco μια παρέα ανάπηρων, με επικεφαλή τον Ed Roberts, προχωρούσε σε κατάληψη, διεκδικώντας το δικαίωμα τους σε στέγαση, σπουδές κι εργασία.
…Έως και λίγα χρόνια πριν, οι ανάπηροι δεν είχαν ουσιαστικά δικαίωμα να σπουδάσουν,
να αυτενεργήσουν, να ερωτευτούν, να εργαστούν, ακόμη και σε δουλειές που θα
μπορούσαν να προσφέρουν. Έννοιες όπως της προσβασιμότητας, της συμμετοχής στο
κοινωνικό γίγνεσθαι και των δικαιωμάτων, θεωρούνταν ουσιαστικά ανύπαρκτες, αφού
οι πολίτες με αναπηρία έπρεπε να μένουν κρυμμένοι και περίκλειστοι πίσω από
κλειστές πόρτες ώστε να μην θέτουν, με την ύπαρξη τους και μόνο, ενοχλητικές
ερωτήσεις σχετικά με τα όρια των κοινωνικών και πολιτικών δομών και το εύρος
επιλογών και απορρίψεων της ατομικής εμπειρίας.
Η έντονη πολιτική και κοινωνική παρέμβαση των
"Rolling Quads" όλη την προηγούμενη δεκαετία, της πρώτης ουσιαστικά
ομάδας που (απελευθερώνοντας τις λέξεις από την επικράτεια της κυριαρχίας)
άρχισε να χρησιμοποιεί έναν θετικό γλωσσικό προσδιορισμό για το θέμα
προξενώντας την έκπληξη των μη αναπήρων αφού αντέκρουε τις κυρίαρχες αφηγήσεις
ενός κόσμου που δεν κατανόησε, ούτε και κατανοήθηκε ποτέ, αλλά ούτε και θεωρήθηκε
δεδομένος, είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Οι πρώτες ράμπες στον κόσμο,
προσβάσιμες τουαλέτες κι αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία ευρέσεως εργασίας και
στέγασης, είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους στο campus του
Berkeley, (μιας πανεπιστημιούπολης που είχε συνταράξει ολόκληρη την ήπειρο και
τον κόσμο μετά την παρέμβαση της εθνοφρουράς κατά των συμμετεχόντων στο
αντιπολεμικό κίνημα και τις δολοφονίες φοιτητών στο εσωτερικό της) πριν
δραπετεύσουν σύντομα στην υπόλοιπη πόλη. Σε πεζοδρόμια, σχολεία, τουαλέτες,
θέατρα, κρατικά γραφεία, ιατρεία, εκλογικά κέντρα, κ.ά. Κι από εκεί, περνώντας
επάνω από πολιτείες κι ωκεανούς, εξαπλωθούν σταδιακά κι αντιφατικά στον
υπόλοιπο πλανήτη.
Όμως το πολιτικό διακύβευμα από τις αρχές του 70 ήταν η
εφαρμογή της παραγράφου της Rehabilitation Act του 1973, που όριζε νομικά πως
οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να αποκλείονται από δραστηριότητες, να στερούνται το
δικαίωμα στην παροχή υπηρεσιών, ή να αντιμετωπίζονται με ρατσισμό από φορείς
και ανθρώπους εξαιτίας της αναπηρίας τους.
Η αίσθηση ενός συνεχούς εγκλεισμού σε ένα μέρος από όπου
δεν μπορούσαν να διαφύγουν και όμως η αίσθηση της έλλειψης προσανατολισμού, να
μην ξέρεις στιγμή που βρίσκεσαι και προς τα που θα βαδίσεις, ήταν ένα γνήσιο
γενικευμένο αίσθημα εκείνη την εποχή που κάρπισε πολιτικά. Αφού σύντομα
άνθρωποι κι ομάδες συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν αποκλειστικά δικό τους. Και
πως η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των άλλων που διέτρεξε την σπονδυλική στήλη
του κοινωνικού ιστού εκείνα τα χρόνια σήμαινε ταυτόχρονα και την δική τους
υπεράσπιση.
Για 28 ολόκληρες ημέρες κινήματα αλληλεγγύης μαύρων, γυναικών,
λατίνων, γκέι, βιομηχανικών εργατών, (ακόμη και μιας βίαιης αντιγκέι γκρούπας,
θυμίζοντας την διττή ενίοτε φύση των κινημάτων) συνέτρεξαν τις «κυλιόμενες»
(όρος εμπνευσμένος από τα αμαξίδια) «ταξιαρχίες». Περισσότεροι από 100 άνθρωποι
συμμετείχαν στην κατάληψη του Ομοσπονδιακού Γραφείου για την απόκτηση των
πολιτικών δικαιωμάτων των αναπήρων. .Τέσσερα χρόνια , και μέσα από τους
επίμονους και ποικίλους αγώνες εκείνης της εποχής, είχε κηρυχτεί παράνομη η
αρνητική διάκριση εις βάρος των αναπήρων. Αλλά μία υπογραφή παρέμενε ανενεργή,
αυτήν του Επικεφαλής της Διεύθυνσης Υγείας, Εκπαίδευσης και Πρόνοιας (Health
Education and Welfare HEW) ώστε ο νόμος να γινόταν πράξη. Τελικά, στα 1977
πρίν, η υπομονή μετατράπηκε σε μεθοδευμένη πολιτική πράξη και μια ποικιλόμορφη
συμμαχία έφερε μαζί διαδηλωτές και αλληλέγγυους, σπορά που είχε φυτευτεί σε
κείνην την θρυλική πολιτική πράξη του Σαν Φρανσίσκο.
Η κατάληψη αυτή θα γινόταν γενεσιουργός αιτία και
εφαλτήριο παγκόσμια για ένα ολόκληρο κίνημα δράσεων και καταλήψεων ανθίζοντας
και στην Ελλάδα μέσα από το κίνημα των
τυφλών λίγα μόλις χρόνια αργότερα.
Εγκαινίαζε, έτσι, την πιο πολιτική και κοινωνική φάση του αναπηρικού
κινήματος στον κόσμο, ως μέρος του κινήματος μιας βαθύτερης, συνολικότερης και
ωριμότερης απελευθέρωσης που ξανααποκτά (με όλες τις διαφορές και τις
ομοιότητες του κόσμου) επικαιρότητα στην εποχή μας.
…Και πώς όχι; Έθεσε ερωτήματα βαθιά μέσα στα σωθικά του
πολιτισμένου κήτους για τις τεχνικές φυσιολογικοποίησης του κοινωνικού
αποκλεισμού, για την πρόσληψη κι ενσωμάτωση της αναπηρίας, για την έρευνα της
κοινωνικής δόμησης των εννοιών της ιεραρχίας και του δομικού ρατσισμού, της
επαρκούς διαβίωσης και της βόλεψης, της ανατροπής και της ικανότητας,
αγγίζοντας ακόμη πολιτικά και τις έννοιες της ομορφιάς και της αγάπης.
Όταν η δεκαετία τελείωσε με νίκες και ματαιώσεις, με
μεγαλοστομίες μα και πολύτιμες παρακαταθήκες, με την δίψα της ζωής και τη
δυνατότητα συμμετοχής που άρχισε να αίρεται πάλι στους καιρούς της νέας
βαρβαρότητας του μινιμαλιστικού κράτους του νεοφιλελευθερισμού, ο λόγος δόθηκε
στην ποίηση. Όπως ο ανάπηρος ποιητής Kenny Fries έγραψε στο μακρύ του ποίημα
‘Beauty and variations’ που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Ποίηση και Αναπηρία»
(1).
‘~Πως αλλιώς μπορώ να σβήσω την αυτήν την δίψα;
Τα χείλη μου
ταξιδεύουν στην σπονδυλική σου στήλη,
πίνουν την
απαλότητα του δέρματος σου.
Ψάχνω τον πυρήνα της ερώτησης: Είμαστε όμορφοι;
Τι είναι ομορφιά; Ποιος θα αποφασίσει;
Οι πολιτικοί ακτιβιστές κι ακτιβίστριες της Κατάληψης της
5ης Απριλίου του 1973 το είχαν αποφασίσει: Σε έναν κόσμο ασχήμιας οι «όμορφοι»
ήταν οι πράξεις τους κι οι ίδιοι.
-------------------------------------------------
1.
Όχι
ακριβής μετάφραση του «Disabled Poetry»