Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Πως η πανδημία αναβίωσε μια «ουτοπιστική» ιδέα


Γιώργος Στάμκος

Οι επιπτώσεις της πανδημίας SARS-Cov-2 στις ανθρώπινες κοινωνίες και οικονομίες, στην πολιτική και στις ιδεολογίες, θα αφήσουν μακροπρόθεσμα το αποτύπωμά τους στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Οι άνθρωποι, αφού ξεπερνούν το αρχικό μούδιασμα και τους φόβους τους, προσαρμόζονται αναπόφευκτα στις αλλαγές, προκειμένου να επιβιώσουν, και ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους.

 

Ταυτόχρονα όμως, σα να ξυπνούν από έναν μακροχρόνιο λήθαργο, αμφισβητούν το κυρίαρχο μοντέλο της εποχής μας, εκείνο του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο αποδείχθηκε ανίκανο και αναποτελεσματικό στη διαχείριση του τελευταίου «Μαύρου Κύκνου» που ενέσκηψε στην ανθρωπότητα.

 

Νεοφιλελεύθεροι καταφεύγουν στον Κεϋνσιανισμό

 

Αποδείχθηκε, για μια ακόμη φορά, ότι σε περιόδους κρίσεων -που θα είναι πολλές και αλλεπάλληλες τον 21ο αιώνα, κυρίως εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη μας- ακόμη και οι δεξιές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις καταφεύγουν σε πολιτικές σοσιαλιστικές και Κεϋνσιανές, στήριξης των πληττόμενων κοινωνιών και οικονομιών, προκειμένου να αποφευχθεί η συνολική κατάρρευση.

 

Πολιτικές τις οποίες προηγουμένως οι ίδιοι είχαν εξορκίσει, καταγγείλει και συκοφαντήσει. Ωστόσο αυτό δεν περνά απαρατήρητο από την πλειονότητα των πολιτών στις δημοκρατικές χώρες, οι οποίοι δεν έχουν παραιτηθεί ακόμη από το πολύτιμο εργαλείο της κριτικής σκέψης. Οι πολίτες βλέπουν την ολοφάνερη υποκρισία των κυβερνήσεων τους, που από τη μία προωθούν τον νεοφιλελευθερισμό και από την άλλη στηρίζονται σε Κεϋνσιανές πολιτικές μόλις οι καταστάσεις δυσκολέψουν. Το να οδηγήσει όλο αυτό όμως σε αλλαγή της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος είναι μια άλλη ιστορία...

 

Οι οικονομικές ανισότητες απειλούν τη Δημοκρατία

 

Αυτό που συμβαίνει πάντως για την ώρα είναι ότι οι πολίτες, εκτός από την πανδημία, βλέπουν ως, ακόμη μεγαλύτερη, απειλή για τη Δημοκρατία, τις χαοτικές οικονομικές ανισότητες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας, που διεξήγαγε η Συμμαχία για τη Δημοκρατία, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που εδρεύει στην Κοπεγχάγη, υπό την προεδρία του Anders Fogh Rasmussen, πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ και πρωθυπουργού της Δανίας, καθώς και του γερμανικού ερευνητικού οίκου Latana, και διεξήχθη σε 53 χώρες, το 64% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η οικονομική ανισότητα είναι η κύρια απειλή για τη Δημοκρατία. Ως άλλες απειλές για τη Δημοκρατία οι πολίτες, στην ίδια πάντα έρευνα, αξιολογούν τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης (53%), τις αθέμιτες ή στημένες εκλογές (49%), αλλά και τη δύναμη των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας (48 %).

 

Οι οικονομικές ανισότητες θεωρούνται ως η μεγαλύτερη απειλή για τη Δημοκρατία, και γι' αυτό οι πολίτες, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, υποστηρίζουν πλειοψηφικά την άμβλυνσή τους με βασικότερο αντίδοτο την κατοχύρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος προς όλους. Συγκεκριμένα, μόνο στην Ευρώπη, οι μισοί από τους Βρετανούς και περίπου τέσσερις στους δέκα Γάλλους και Γερμανούς, υποστηρίζουν την ιδέα ενός καθολικού βασικού εισοδήματος για τους πολίτες, το οποίο θα παρέχεται από το κράτος. Στην κοινή γνώμη, ακόμη και των πλούσιων χωρών της Ευρώπης, αντηχούν θετικά πλέον οι ιδέες της εγγύησης μιας ελάχιστης διαβίωσης για όλους τους πολίτες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα χαρακτηρίζονταν ριζοσπαστικές και ουτοπικές, καταγόμενες από μια σοσιαλιστική, αναρχική και κοινωνικά ουτοπιστική παράδοση.

 

Η επιστροφή μιας ουτοπιστικής ιδέας

 

To 1797 o Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος και επαναστάτης Τόμας Πέιν (Thomas Payne) έγραψε πρώτος για την καθιέρωση μιας ελάχιστης εγγυημένης διαβίωσης για κάθε μέλος της κοινότητας, είτε ήταν σε θέση να εργαστεί είτε όχι.

 

Ο Γάλλος φιλόσοφος Charles Fourier (1772-1837), ένας από τους ριζοσπάστες οραματιστές, όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς τον περιέγραψαν περιφρονητικά ως «ουτοπικό σοσιαλιστή», πίστευε πως όλοι οι άνθρωποι είχαν ότι τα ίδια δικαιώματα στη γη και στους φυσικούς πόρους, πράγμα που  δικαιολογούσε την παροχή εγγυημένης διαβίωσης για όλους: τρία μέτρια γεύματα την ημέρα και ένα κοστούμι για κάθε μία από τις εποχές του χρόνου -κάτι επαναστατικό για την εποχή του. Στο μεταθανάτιο δοκίμιο του για τον Σοσιαλισμό (1879) ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έκανε λόγο για «ένα ελάχιστο όριο διαβίωσης, που προορίζεται πρώτα για την επιβίωση κάθε μέλους της κοινότητας».

 

Κάποια μορφή «κοινωνικού μερίσματος» προς όλους συζητήθηκε κατά την Μεγάλη Ύφεση και κρίση της δεκαετίας του 1930, αλλά και αργότερα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, διάφορες παραλλαγές του καθολικού βασικού εισοδήματος, ως εγγυημένο εισόδημα, συζητήθηκαν επίσης τη δεκαετία του 1960 από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, από το ριζοσπαστικό κόμμα των Μαύρων Πανθήρων και τον James Bogs, έναν Αφροαμερικανό πολιτικό ακτιβιστή (1968), στο πλαίσιο των συστηματικών διακρίσεων εις βάρος των Αφροαμερικανών που προκαλούνται εξαιτίας της εκτεταμένης ανεργίας και φτώχειας τους, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην εγκληματικότητα και στην κοινωνική περιθωριοποίηση.

 

Πειραματικές εφαρμογές του μοντέλου

 

Το μοντέλο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος έχει δοκιμαστεί, σε μικρότερες όμως κλίμακες, στον Καναδά, τη Φινλανδία και την Κένυα. Ορισμένα τέτοια «πειράματα» έχουν δοκιμαστεί στην Ινδία και, σε κάποιο βαθμό, το μοντέλο χρησιμοποιείται από το 1982 στην, πλούσια σε πετρέλαιο, πολιτεία της Αλάσκα των ΗΠΑ (1.600 δολάρια κατά κεφαλήν ανά έτος σε κάθε πολίτη, που δεν είναι όμως σημαντική ενίσχυση αν λάβει κανείς υπόψιν του για το κόστος ζωής των ΗΠΑ).

 

Στη Γερμανία διεξάγεται ήδη έρευνα σχετικά με το κατάλληλο μοντέλο ενός εγγυημένου εισοδήματος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότεροι από 100 βουλευτές προτείνουν να εφαρμοστεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα αρχικά σε υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας.

 

Τα ρομπότ έρχονται και η ιδέα αναβιώνει στις ΗΠΑ

 

Η ιδέα υποστηρίχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον προεδρικό υποψήφιο του 2020, έναν επιχειρηματία και φιλάνθρωπο, μετανάστη από την Ταϊβάν, τον Andrew Young, και απέσπασε τη θετική γνώμη του 1/3 των Αμερικανών, και του 51% των νεότερων, αλλά μόνο του 16% των πολιτών υψηλού εισοδήματος (για ευνόητους λόγους). Αρκετές σημαντικές προσωπικότητες των ΗΠΑ έγραψαν για αυτή την ιδέα το 2016, όπως ο Robert B. Reich, υπουργός Εργασίας επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ, ή ο νεαρός φουτουριστής Martin Ford, συγγραφέας του Best Seller βιβλίου «Η Άνοδος των Ρομπότ: Τεχνολογία και η Απειλή ενός Μέλλοντος Ανέργων του 2015» (The Rise of Robots: Technology and the Threat of a 2015 Jobless Future). Πρόκειται, φυσικά, για αντανακλάσεις μιας εποχής κατά την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης (4.0) συγκρούονται αδέξια, αγγίζοντας πολλούς τομείς, από την πολιτική και τη δημογραφία έως την ηθική εργασία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

 

Εργαζόμενοι γονείς: η Εργασία απειλεί την Οικογένεια

 

Ένα άρθρο με τίτλο «Τι κάνει η Εργασία στους Γονείς» υποστηρίζει ότι, ενώ είναι γνωστό πως η εργασία είναι μια από τις κύριες απειλές για μια ουσιαστική οικογενειακή ζωή και ευημερία, η δημόσια πολιτική στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει την Εργασία και την Οικογένεια σαν να μην έχουν σχέση μεταξύ τους. Οι προοδευτικοί επικεντρώνονται στην καθιέρωση παροχών, που στοχεύουν ξεκάθαρα στη στήριξη των εργαζομένων γονέων, όπως άδεια μετ 'αποδοχών και δημόσια φροντίδα των παιδιών. Από την πλευρά τους οι συντηρητικοί στοχοποιούν την «εξάρτηση από την κοινωνική προστασία» και απαιτούν το κράτος να ενθαρρύνει ενεργά την εργασία και όχι την παροχή επιδομάτων.

 

Το περιοδικό Atlantic ανέλυσε τη στάση περισσότερων από 400.000 ερωτηθέντων σε μια εκτενέστατη έρευνα, η οποία διεξήχθη σε περισσότερες από 100 χώρες επί σχεδόν 40 χρόνια, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που εκτιμούν την εργασία έχουν λιγότερα παιδιά. Το περιοδικό σημειώνει ότι, γι' αυτό το λόγο, στις  πιο πολλές χώρες το ποσοστό γεννήσεων είναι πολύ χαμηλό, τόσο από τα ιστορικά όσο και από τα σύγχρονα παγκόσμια πρότυπα, και ότι αυτή η πτώση του ποσοστού των γεννήσεων θα έχει σημαντικές αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις.

 

Οι τρεις βασικοί μύθοι της Αμερικής καταρρίπτονται

 

Στο άρθρο με τίτλο «Αυτό που Απαιτεί η Αμερική από τους Εργαζόμενους Γονείς είναι Αδύνατο», το περιοδικό Atlantic αναφέρει τους Beckman και Mezmanian, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και στο Πανεπιστήμιο Ίρβιν και συγγραφείς του βιβλίου «Dreams of the Overworked: Living, Working και Parenting in the Digital Age».

 

Γράφει λοιπόν ότι τρεις θεμελιώδεις μύθοι βρίσκονται στο επίκεντρο του αμερικανικού τρόπου  ζωής:

 

Πρώτον ο μύθος του «ιδανικού εργαζομένου», που «δεν έχει ανταγωνιστικές υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εργασιακές του υποχρεώσεις».

Δεύτερον ο μύθος του «τέλειου γονέα», που «δίνει πάντα προτεραιότητα στην οικογένεια του».

 

Και Τρίτον ο μύθος για ένα «ιδανικό σώμα», που καλλιεργείται με επιμελή διατροφή και συνεχή άσκηση και δεν επιδεινώνεται με την ηλικία.

 

«Η επίτευξη ακόμη και ενός από αυτούς τους μύθους θα ήταν αδύνατη», είναι το αμείλικτο συμπέρασμα του περιοδικού.

 

Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή δυστοπική «κοινωνία κανιβάλων»;

 

Αυτό δε συμβαίνει μόνο στην Αμερική αλλά σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πανδημία ήρθε να καταρρακώσει, τόσο αυτούς τους τρεις μύθους, όσο και το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο αφήγημα για το «αόρατο χέρι» της Αγοράς, που παράγει συνεχώς πλούτο ο οποίος δήθεν διαχέεται προς τα κάτω.  Το πλήθος των Κεϋνσιανών και σοσιαλιστικών μέτρων που έχουν λάβει, ακόμη και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, παρότι θεωρούνται προσωρινά, δεν μπορούν να αποσοβήσουν την μακροπρόθεσμη ανάγκη για ένα Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα. Μόνον αυτό θα μπορέσει να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών ενόψει της επέλασης της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και των αλλεπάλληλων κρίσεων που θα πυροδοτηθούν από τις αρνητικές επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής. Διαφορετικά ο κόσμος μας θα γίνει μια απέραντη ζούγκλα και οι κοινωνίες μας θα καταλήξουν δυστοπικές συσσωματώσεις «κανιβάλων» και «ζόμπι».

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη