Οι περιπλανώμενοι «αναρχικοί της προσευχής»

Γιώργος Στάμκος

Εμφανίστηκαν στις ερήμους της Συρίας πριν από 17 αιώνες περίπου. Υπήρξαν πρότυπα αναχωρητισμού, ασκητισμού και αρνησικοσμίας. Προσεύχονταν αδιάκοπα με σκοπό να αποβάλουν τον «δαίμονα» από μέσα τους, να αφυπνιστούν και να ενωθούν με τον αληθινό Θεό.

 

Οι Ορθόδοξοι τους κατηγόρησαν ως Αιρετικούς και τους καταδίωξαν. Πρόλαβαν ωστόσο να επηρεάσουν, με τις πρακτικές και τις ιδέες τους, τόσο τον ορθόδοξο μοναχισμό και τον Ησυχασμό, όσο και όλα τα αιρετικά και αντιεξουσιαστικά κινήματα του Μεσαίωνα, και όλους τους πρωτεργάτες της λεγόμενης «Μεγάλης Αίρεσης» του Δυισμού, εκφάνσεις της οποίας αποτέλεσαν οι Παυλικιανοί, οι Βογόμιλοι, οι Καθαροί, ακόμη και οι σημερινοί Αλεβίδες της Τουρκίας και οι Αλαουίτες της εμπόλεμης Συρίας.

 

Παρά τις διώξεις τους ο αμφισβητησιακός σπόρος τους, που στρεφόταν κατά της ιεραρχημένης εκκλησίας, κατάφερε να ριζώσει ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης, όπου αργότερα καρποφόρησε, παίρνοντας αρχικά τη μορφή των κινημάτων του John Wycliffe (Γουικλιφίτες, Αγγλία, 14ος αι.) και του Jan Hus (Χουσίτες, Βοημία, 14ος αι.), που υπήρξαν πρόδρομοι των Προτεσταντικών Μεταρρυθμίσεων και συγκεκριμένα του Λουθηρανισμού και του Καλβινισμού, βάζοντας έτσι, κατά ένα παράδοξο τρόπο, και τις ηθικές βάσεις του σύγχρονου Καπιταλισμού!

 

Ποιοι είναι όμως οι «Αναρχικοί της Προσευχής», το φάντασμα των οποίων συνεχίζει να στοιχειώνει τη Δυτική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και ειδικά την ταραγμένη Μέση Ανατολή, μέσω της ισλαμικής αίρεσης των Αλεβίδων;

 

Οι  «Άνθρωποι της Προσευχής»...    

 

Οι Μασσαλιανοί ή Μεσσαλιανοί ονομάζονταν στα Συριακά οι «Άνθρωποι της Προσευχής» (από τη συριακή λέξη Msallyana, που σημαίνει «αυτός που προσεύχεται»). Η αντίστοιχη ελληνική ονομασία τους ήταν Ευχίτες, δηλαδή Προσευχόμενοι. Αντίστροφα «Μασσαλιανοί» ήταν η ελληνοποίηση της συριακής λέξης «προσεύχομαι». Εκτός από Ευχίτες (Μασσαλιανοί), ονομάζονται συχνά και Ενθουσιαστές -στην κυριολεξία «αυτοί που έχουν το Θεό μέσα τους» - ή Χορευτές, εξαιτίας των εκστατικών χορών που υιοθετούσαν στις τελετές τους. Στην πραγματικότητα είχαν πολλά και διάφορα ονόματα, που άλλα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και άλλα τους τα προσέδιδαν οι άλλοι, συνήθως οι διώκτες τους.

 

Οι ίδιοι αποκαλούσαν συνήθως τους εαυτούς τους Πνευματικοί, ονομασία που παραπέμπει στους Γνωστικούς. Όπως και οι περισσότεροι Γνωστικοί απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη.

 

Ωστόσο δεν ήταν απαραίτητα Δοκητιστές, σύμφωνα με τους οποίους ο Χριστός ήταν τόσο τέλεια θεϊκός ώστε δεν θα μπορούσε να είναι άνθρωπος, όπως πρέσβευαν οι περισσότεροι Γνωστικοί.

 

Η κοσμοθεωρία τους για τη Δημιουργία του κόσμου ήταν παρόμοια μ' εκείνη των Γνωστικών. Γι' αυτούς ο Σατανάς ήταν ο μεγαλύτερος υιός του Θεού, που ήταν η Αρχή των Πάντων, ενώ ο Χριστός ήταν ο νεότερος υιός του. Ο Σατανάς, από την αλαζονεία του, εξεγέρθηκε εναντίον του Πατέρα του και γι' αυτό εξέπεσε. Ο υλικός κόσμος στον οποίο ζούμε είναι δημιούργημα του Σατανά μετά την Πτώση του, γι' αυτό είναι τόσο ατελής και φρικτός τόπος. Γι' αυτό και όποιος άνθρωπος γεννιέται σ΄ αυτόν τον κατώτερο κόσμο έχει εκ γεννετής μια «δαιμονική ψυχή», δηλαδή κατειλημμένη από το δαιμονικό πνεύμα του Δημιουργού. Για να απαλλάξει την ψυχή του από αυτή τη «δαιμονική κατοχή» ένας Ευχίτης δεν κατέφευγε σε εξορκισμούς, αγιασμούς ή στο βάπτισμα, αλλά στη συνεχή προσευχή. 

 

«Ναι» σε όλα...

 

Ο Άγιος Επιφάνιος, που αφιέρωσε στα Αιρετικά του μερικές αράδες στους Ευχίτες, επισήμανε πως είχαν τη συνήθεια να απαντάνε πάντα «Ναι» σε όλες τις ερωτήσεις που τους έκαναν, φέροντας σε αμηχανία και αγανάκτηση τους εξεταστές τους: «Είστε Πατριάρχες; Είστε Προφήτες; Είστε Άγγελοι; Είστε ο Ιησούς Χριστός;». Αυτοί απαντούσαν πάντα «Ναι» σε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Κανένα πονηρό ερωτηματολόγιο, κανένας αφορισμός, κανένα ανάθεμα, κανένα μαρτύριο, δεν είχε γι' αυτούς σημασία. Είτε τους ανάγκαζαν οι Ορθόδοξοι να κάνουν Θεία Μετάληψη, είτε τους αφόριζαν, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Οι Ευχίτες θεωρούσαν τον εαυτό τους ήδη Σωσμένο και γι΄ αυτό δεν ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τα εγκόσμια, δηλαδή για το «Βασίλειο του Σατανά», εφόσον εκείνοι είχαν εξασφαλίσει ήδη μια θέση δίπλα στον Ουράνιο Πατέρα.

 

Η απαρχή της ιστορίας των Ευχιτών δύσκολα μπορεί ν' ανιχνευθεί. Εμφανίστηκαν σε μια εποχή που ο Γνωστικισμός δεν ήταν πλέον δημοφιλής. Ακόμη και οι Νεστοριανοί και οι Μονοφυσίτες ήταν εχθρικοί απέναντι τους, σχεδόν όπως οι Ορθόδοξοι, προσάπτοντάς τους διάφορες κατηγορίες.  Η φήμη τους είχε υποστεί πλήγματα κι είχαν στοχοποιηθεί στα μάτια του λαού ως μια πρωτόγονη κι ακόλαστη αίρεση, την οποία ο Επιφάνιος κατηγορούσε ψευδώς ακόμη και για λατρεία του Διαβόλου!

 

Η πρώτη καταδίκη τους ως αιρετικοί

 

Στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα, στην εποχή του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου, οι Ευχίτες  εμφανίζονται ως ένα λεφούσι ρακένδυτων και περιπλανώμενων ιεροκηρύκων, προερχόμενοι κυρίως από την περιοχή της Έδεσσας (Ούρφα) της Μεσοποταμίας. Οι πρώτοι που θεμελίωσαν το πνευματικό κίνημα των Μασσαλιανών ήταν τη δεκαετία του 370 μ.Χ. ο Εφραίμ ο Σύριος, ο Επιφάνιος και ο Ιερώνυμος. Καταδικάστηκαν για πρώτη φορά ως αιρετικοί στη Σύνοδο του 383 μ.Χ. στη Σίδη της Παμφυλίας. Γύρω στο 390 μ.Χ. αναδιοργανώθηκαν υπό την ονομασία Αδελφιανοί (αργότερα ένα από τα ονόματα τους θα ήταν και το «Αδελφοί της Ασίας»), από το όνομα του Αδέλφιου, που ήταν και ο πνευματικός ηγέτης τους κατά την περίοδο της Συνόδου στη Σίδη, όπου και καταδικάστηκαν ως αιρετικοί.

 

Ενάντια στον «χλιδάτο» και τυπολατρικό Χριστιανισμό της Βασιλεύουσας

 

Ουσιαστικά οι Μασσαλιανοί εξέφραζαν μια στάση ζωής και κοσμοαντίληψης, που ήταν πιο κοντά στον συριακό Χριστιανισμό της ερήμου, ο οποίος είχε ως επίκεντρό του τον ασκητισμό, παρά στον «χλιδάτο» και πιο τυπολατρικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό της Κωνσταντινούπολης. Όπως πολλές άλλες αντι-εκκλησιαστικές ομάδες, οι Μασσαλιανοί υποστήριζαν πως βάσιζαν τις δοξασίες τους στις διδασκαλίες του Χριστού. Αναφέρονταν συχνά στα λόγια του Ιησού, που αφορούσαν την παρότρυνση για προσευχή και νηστεία, ερμηνεύοντας τα ωστόσο με μια σαφέστατα αντι-εκκλησιαστική κι αντι-ιεραρχική διάσταση -μια μέθοδο που ακολουθήθηκε αργότερα και από τους Παυλικιανούς (Βλέπε το βιβλίο «Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: στη Σκιά του Άλλου Θεού», Γ. Στάμκος, εκδ. Πύρινος Κόσμος).

 

Με εφαλτήριο τη Μεσοποταμία και τη Συρία οι Ευχίτες, κατά το δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα, εξαπλώθηκαν γρήγορα και σε μεγάλους αριθμούς στη Μικρά Ασία και ειδικά στην Παμφυλία και στη Λυκαονία. Όταν με διαταγή του Φλαβίωνα, Πατριάρχη της Αντιόχειας, εκδιώχθηκαν από τη Συρία, σκόρπισαν και προς την Αρμενία διαφθείροντας με την παρουσία και τις ιδέες τους αρκετά αρμενικά μοναστήρια...

 

Επηρεάζοντας τα αιρετικά και προτεσταντικά κινήματα της Ευρώπης

 

Οι Ευχίτες ήταν περισσότερο ελευθερόφρονες ή θρησκευτικά αδιάφοροι, και αποστασιοποιημένοι θεατές της τεράστιας αντιπαλότητας ανάμεσα στον ορθόδοξο Χριστιανισμό και στον Γνωστικισμό, στο Μανιχαϊσμό, στον Μονοφυσιστισμό, και τελικά με το Ισλάμ. Ωστόσο η Ορθοδοξία τους έβλεπε περισσότερο ως μια πνευματική απειλή, με ισχυρά θεωρητικά θεμέλια, και γι' αυτό πιο υποδόρια και διαβρωτική, καθώς ασκούσε μεγάλη έλξη στους Ορθόδοξους μοναχούς, ασκητές και πνευματικούς, που γοητεύονταν από την αρνησικοσμία, το μυστικισμό, τον ενθουσιασμό και την πνευματικότητά τους.

 

Εκτός από την πιθανή επιρροή της πάνω στον Παυλικιανισμό, η αίρεση των Ευχιτών/Μασσαλιανών καταλαμβάνει αναμφίβολα μια εξέχουσα θέση στην ιστορία όλων των ευρωπαϊκών δυϊστικών κινημάτων εξαιτίας των εκτεταμένων επιδράσεων που είχε πάνω στην εμφάνιση και ανάπτυξη του κινήματος του Βογομιλισμού στα Βαλκάνια. Μεταπηδώντας από τη Μικρά Ασία στη βυζαντινή Θράκη, οι Ευχίτες, όπως άλλωστε και οι Παυλικιανοί, συνέβαλαν και επηρέασαν καθοριστικά την εμφάνιση των Βογόμιλων στη Θράκη, στη Μακεδονία, στην ελληνική χερσόνησο, και στη Βοσνία. και κατεπέκταση των Παταρένων της Ιταλίας και των Καθαρών της νότιας Γαλλίας.

 

Τον 12ο αιώνα εξαπλώθηκαν μάλιστα στη Βοημία και στη Γερμανία, όπου το 1231 μ.Χ. η Σύνοδος του Trier τους καταδίκασε επίσης ως αιρετικούς. Λίγους αιώνες αργότερα ο σπόρος τους θα φύτρωνε και θα καρποφορούσε, παίρνοντας αρχικά τη μορφή των κινημάτων του John Wycliffe (Γουικλιφίτες, Αγγλία, 14ος αιώνας) και του Jan Hus (Χουσίτες, Βοημία, 1369-1415), που υπήρξαν πρόδρομοι των Προτεσταντικών Μεταρρυθμίσεων και συγκεκριμένα του Λουθηρανισμού και του Καλβινισμού.

 

Η επίδραση των Ευχιτών στον Ορθόδοξο Ησυχασμό

 

Η επίδραση των Ευχιτών ήταν καταλυτική σε όλο τον ανατολικό Χριστιανισμό και ειδικά στον μοναχισμό, ακόμη και στον ορθόδοξο, καθώς όλοι παραδέχονταν την επιμονή και την υπομονή τους πάνω στον αγώνα να επικρατήσει το Πνεύμα πάνω στην Ύλη. Εκτός από τη συμβολή τους στην εκδήλωση του Ησυχαστικού κινήματος οι Ευχίτες προσέλκυαν και προσηλύτιζαν πολλούς ανήσυχους και καλλιεργημένους ορθόδοξους μοναχούς, με έντονες πνευματικές ανησυχίες.

 

Ένας από αυτούς ήταν και ο Νήφων Καυσοκαλυβίτης (1316–1411), που ήταν Έλληνας Ορθόδοξος μοναχός (και κατόπιν Άγιος). Κατά την περίοδο μεταξύ 1355-1363 κατηγορήθηκε εκ νέου ως αιρετικός, όταν ο υπηρέτης του, ο Βαρδάριος, αποκάλυψε λίγο καιρό πριν τον θάνατό του πως είχε προσχωρήσει στο θρησκευτικό κίνημα των Ευχιτών. Ωστόσο την υπεράσπισή του ανέλαβε ο ίδιος ο  Πατριάρχης Κάλλιστος. Παραμένει αδιευκρίνιστο, με βάση τις πηγές της εποχής εκείνης, κατά πόσο ο Νήφων ήταν Ευχίτης ή Ησυχαστής εκείνη την περίοδο, μιας και τα όρια των δύο ασκητικών κινημάτων συχνά συγχέονταν. Ο Νήφων πάντως έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως Ησυχαστής (ή κρυφο-Ευχίτης), έως τον θάνατό του το 1411.

 

Οι «Περιπλανώμενοι του Κόσμου»...

 

Οι Ευχίτες προσπαθούσαν στις μοναξιές των ερήμων να αλλάξουν τον εαυτό τους, να διώξουν το δαίμονά τους και να ενωθούν με τον Θεό. Οι κληρονόμοι τους, αλλά και όσοι επηρεάστηκαν από αυτούς, προσπάθησαν να αλλάξουν τον κόσμο, να κτυπήσουν το κακό και το άδικο, αφήνοντας και το δικό τους αποτύπωμα στην Ιστορία.

 

Οι Ευχίτες ήταν οι «Περιπλανώμενοι του Κόσμου», όπως τους χαρακτήρισε ο Γάλλος Ελληνιστής Jacques Lacarriere (1925-2005) στο βιβλίο του Οι Γνωστικοί (εκδόσεις Χατζηνικολή, 1975). Περιπλανιόταν συνεχώς στην Έρημο του Πραγματικού, πασχίζοντας να ξεφύγουν από τους δαίμονες τους και να ενωθούν με την ανώτερη θεϊκή τους φύση. Η ζωή τους ήταν μια αδιάκοπη περιπλάνηση, μια διαρκής αναχώρηση, μια συνεχής άσκηση, γεμάτη έκσταση αλλά και πόνο. Περισσότερο όμως κι από την έκσταση ο πόνος παράγει Γνώση.  

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη