Πολλές πτυχές της ιστορίας του Ιησού είναι για πολλούς αβέβαιες, ωστόσο τα αίτια της καταδίκης του σε θάνατο αποκαλύπτουν την κοινωνικοπολιτική διάστασή της. Ο Ιησούς καταδικάστηκε και σταυρώθηκε γιατί ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο.
Ήταν ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, κοινωνικός επαναστάτης;
Υπήρξε ένας σοσιαλιστής, συνήγορος των φτωχών; Ήταν μήπως ο ηγέτης των Ζηλωτών;
Ήταν το κίνημα του Ιησού ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα, συνέχεια των
αντιεξουσιαστών Εσσαίων; Για πολλούς διανοητές διάφορων ιδεολογιών αλλά και για
πολλούς θεολόγους η απάντηση είναι καταφατική.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο του καθηγητή
πολιτικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιώργου Ρούσση,
«Χριστιανισμός-Μαρξισμός: Βίοι παράλληλοι». Σε αυτό, σύμφωνα με το συγγραφέα,
τεκμηριώνεται ο παραλληλισμός του κοινού επαναστατικού οράματος του χριστιανισμού με τον μαρξισμό και,
δευτερευόντως, επιχειρείται να δοθεί απάντηση στις κοινές αιτίες της εκτροπής τους από αυτό το όραμα.
Διαχωρίζεται ο πρώιμος επαναστατικός χριστιανισμός και το
κομμουνιστικό όραμα της χειραφέτησης από τους κατ' όνομα επισήμους φορείς τους, δηλαδή τη χριστιανική
Εκκλησία και τους γραφειοκρατικούς κομματικούς μηχανισμούς. Όπως μας εξηγεί ο
καθηγητής Ρούσσης, «ο Χριστός πρέσβευε και κήρυττε την Ανάσταση- Επανάσταση
ζωντανών, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο σταυρώθηκε. Ήταν ένας επαναστάτης,
προστάτης των φτωχών και καταπιεσμένων, και διώκτης των οικονομικά και πολιτικά
κυρίαρχων».
Το ότι ο Ιησούς υπήρξε κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης,
υπήρξε προσφιλής θεωρία των άθεων και των μαρξιστών ιστορικών, αρχής γενομένης
από τον Μαρξ και τον σοσιαλιστή Karl Kautsky, που στο βιβλίο του «Η Γένεση του
Χριστιανισμού» (1908), προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Ιησούς υπήρξε ένας Μεσσίας
επαναστάτης που ηγήθηκε ενός κομμουνιστικού κινήματος της Παλαιστίνης. Πιο
επιστημονικός και τεκμηριωμένος εμφανίζεται στα 1929, ο Robert Eisler, στο
βιβλίο του Ιησούς βασιλεύς ου βασιλεύσεας, που παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, και τον Ιησού ως εθνικό Μεσσία Επαναστάτη. Κάποιοι
άλλοι είδαν τον Ιησού ως ζηλωτή επαναστάτη, όπως ο Γερμανός φιλόσοφος και
συγγραφέας του Διαφωτισμού, Hermann Samuel Reimarus.
Πιο πρόσφατα, είδαν το φως της δημοσιότητας εργασίες
θεολόγων, που τονίζουν τη σημασία του κηρύγματος και της δράσης του Ιησού, την
οποία χαρακτηρίζουν «επαναστατική», δίνοντας έμφαση σε κάποια σημεία της
διδασκαλίας του ή περιστατικά της ζωής του. Έτσι ο Γερμανός θεολόγος Jürgen
Moltmann στη δεκαετία του 1970 μίλησε για έναν «Μεσσία της ελπίδας» και για τη
«θεολογία της ελπίδας», ακολουθώντας τον φιλόσοφο Ernst Bloch που μίλησε για
την«αρχή της ελπίδας», υπογραμμίζοντας την μεταβολή του κόσμου δια του
επαναστατικού μηνύματος του Χριστιανισμού.
Ο Έλληνας κοινωνιολόγος και ιστορικός Γιάννης Κορδάτος
στο έργο του «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός» γράφει: «Εφάρμοζαν με άλλα
λόγια κομμουνισμό στα μέσα της κατανάλωσης και οικιακής χρήσης», υιοθετώντας
την άποψη μελετητών και ερευνητών ότι ο Χριστός από το «αόρατο» 12ο μέχρι το
30ό έτος του είχε ακoλουθήσει την αδελφότητα των Εσσαίων. Η κοινότητα των
Εσσαίων στην έρημο της Νεκρός Θάλασσας, ήταν μια αδελφότητα ευσεβών Ιουδαίων
που συγκρούστηκε με το ιουδαϊκό ιερατείο τον 2ο π.Χ. αιώνα. Δεν συσσώρευαν
πλούτη, δούλευαν μόνο για να αποκτήσουν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους. Τα
πάντα ήταν κοινά, καθώς επικρατούσε η κοινοκτημοσύνη. Οι αγοραπωλησίες μεταξύ
τους απαγορεύονταν. Μισούσαν τον πόλεμο, τη βία, τη δουλεία και την εξουσία και
πίστευαν στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την αδελφοσύνη και την ελευθερία.
Στην ίδια κατεύθυνση και η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου, η
οποία στο βιβλίο της «Αντιγνώση τα δεκανίκια του Καπιταλισμού» θεωρεί ο Χριστός
«ήταν ο πρώτος επίσημος εκπρόσωπος - προπαγανδιστής της οργάνωσης -των Εσσαίων-
μέσα στις πόλεις της Γαλιλαίας».
Τη δεκαετία του 1960 στη Λατινική Αμερική γεννήθηκε και
αναπτύχθηκε η Θεολογία της Απελευθέρωσης. Ο όρος εισήχθη από τον Περουβιανό
ιερέα και θεολόγο Γκουστάβο Γκουτιέρες. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης θεωρεί ότι
η διδασκαλία του Ιησού Χριστού πρέπει να κινητοποιεί σε αγώνα για κοινωνική,
οικονομική και πολιτική απελευθέρωση από την ανισότητα και την αδικία.
Αντλεί την έμπνευσή της από τη Βίβλο και την ιδέα ενός
Θεού απελευθερωτή, καθώς και από το κήρυγμα των Προφητών, συνομιλεί με τα
μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής θεολογίας, αλλά ριζώνει πρωτίστως στη φτώχεια και τα
βάσανα των λαών της Λατινικής Αμερικής. Η θεολογία της απελευθέρωσης δεν
αποτελεί απλή θεωρητική έκφραση ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού κινήματος ούτε
μια εύκολη πολιτικοποίηση της πίστης, αλλά συνολικό αναπροσανατολισμό του
θεολογικού λόγου προς τα κρίσιμα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας και κριτικό
στοχασμό περί της πράξης, υπό το φως του Λόγου του Θεού.
Την ίδια περίοδο, ο Samuel George Frederick Brandon,
καθηγητής Συγκριτικής Θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και
παράλληλα ιερέας υποστήριξε μία θεωρία, η οποία δημιούργησε συζητήσεις μεταξύ
μελετητών, ότι ο Ιησούς ήταν ο πολιτικός ηγέτης της εβραϊκής επανάστασης με
ισχυρή επιρροή του κινήματος των Ζηλωτών.
Ένας από τους κοινούς τόπους αυτών των ερευνητών, είναι
ότι ο Ιησούς και μερικοί αν όχι όλοι από τους μαθητές του, ανήκαν στις τάξεις
των Ζηλωτών, των Ιουδαίων επαναστατών δηλαδή, της εποχής εκείνης, που απέβλεπαν
σε πολίτικη, κοινωνική και θρησκευτική απελευθέρωση της Ιουδαίας από τη Ρώμη με
ένοπλο αγώνα. Επίσης, προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα που αντλούν μέσα από τα
Ευαγγέλια, ενώ βλέπουν και μια δικαίωση της θέσης τους για Ιησού πολιτικό
επαναστάτη, στην γνωστή εκδίωξη των αργυραμοιβών από τον ναό και την ανατροπή
των τραπεζών τους από τον Ιησού, επεισόδιο που έγινε λίγο προ του σταυρικού του
θανάτου.
Σε κάθε περίπτωση, ο ιστορικός, ο οποίος προσπαθεί να
καταλάβει τι πραγματικά συνέβη εκείνη την πρώτη Μεγάλη Παρασκευή, φαίνεται ότι
αμέσως διαπιστώνει ότι οι εβραϊκές αρχές συνέλαβαν τον Ιησού, επειδή τον
θεωρούσαν ως απειλή για την ειρήνη και την ευημερία του εβραϊκού κράτους, για
την οποία ήταν υπεύθυνη για τους Ρωμαίους.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη ο Ιησούς από την Ναζαρέτ
δεν ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, τουλάχιστον με τη σύγχρονη σημασία της
λέξης, δεν είχε βέβαια ποτέ συναναστροφές με τους ισχυρούς ανθρώπους της χώρας
του, ωστόσο η επιρροή του δεν ήταν εδραιωμένη πάνω σε διεκδικήσεις ούτε
γενεαλογικές, ούτε θεσμικές ή πολιτικές, αλλά αντιθέτως έγκειτο σε μια κοινώς λεγόμενη
«χαρισματική αυθεντία», σύμφωνα με τη θεωρία που διατύπωσε και ανέπτυξε ο Max
Weber. Η δική του επανάσταση ήταν μια επανάσταση αξιών.
Για τους "συντηρητικούς" θεολόγους ο Ιησούς
είναι μόνο ο απεσταλμένος υιός του Θεού, ο εσχατολογικός προφήτης που φέρει το
μήνυμα της Ανάστασης και δείχνει το δρόμο προς τη βασιλεία των Ουρανών. Σε
χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος
Υψηλάντης στο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι στην
Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης του
ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ κατά του Ιησού.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο Χριστός, ύστερα από επίμονη
απαίτηση του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Στο κείμενο
της απόφασης αναγράφονται στην αρχή στοιχεία που προσδιορίζουν τον χρόνο της
έκδοσής της. Αναφέρεται έπειτα σε συγκεκριμένα ονόματα των κρατούντων τον καιρό
εκείνο.
Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο
ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον
χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του
μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του
διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του
Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην
Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ.
Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα
Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας.
Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του
φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον
οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον
Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του.