Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν άνοιξε το δρόμο για μια αδιαμεσολάβητη προσωπική επαφή ανάμεσα στους δυο ηγέτες. Το κλίμα ήταν καλό, ο πάγος έσπασε και τέθηκαν οι βάσεις για την προσπάθεια ουσιαστικής επαναπροσέγγισης σε ανώτατο επίπεδο. Οι δυο πλευρές δείχνουν αμοιβαία διάθεση για βελτίωση του κλίματος. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος είναι να μην επαναληφθεί φέτος το σκηνικό έντασης του 2020. Όλοι θυμόμαστε τα γεγονότα του περσινού καλοκαιριού, με την τουρκική προκλητικότητα να φτάνει στο ζενίθ και τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, κατάσταση που είχε υψηλό οικονομικό και ψυχολογικό κόστος. Άλλωστε, στην διπλωματία οι γόρδιοι δεσμοί δεν λύνονται «τῷ ξίφει» αλλά με σταθερά βήματα, λεπτούς χειρισμούς και υπομονή. Εκείνο που μένει να επιβεβαιωθεί είναι κατά ποσό αποτελεί συνειδητή απόφαση της Τουρκίας η εξομάλυνση των σχέσεων. Μέχρι στιγμής, πάντως, η μείωση της έντασης στο πεδίο δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία. Εξάλλου, η γειτονική χώρα έχει περιέλθει σε δύσκολη διπλωματικά κατάσταση, γεγονός που την υποχρεώνει σε αναπροσαρμογή της τακτικής που ακολουθεί.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι δυο χώρες εστίασαν
στη θετική ατζέντα, όπως την είχαν παρουσιάσει για πρώτη φορά οι κ.κ. Δένδιας
και Φραγκογιάννης, στην διάρκεια της επίσκεψής τους στην Άγκυρα. Προτάχθηκαν τα
ζητήματα χαμηλής πολιτικής, όπως η πανδημία, ο τουρισμός, η οικονομία και το
εμπόριο, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν την βάση για μια αρχική συνεννόηση.
Βέβαια, οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν θα λυθούν αυτόματα εξαιτίας της θετικής
ατζέντας. Όμως, η συγκεκριμένη θετική ατζέντα μπορεί να δημιουργήσει
προϋποθέσεις για κοινό βηματισμό. Άλλωστε, η διαδικασία αποκατάστασης της
εμπιστοσύνης θέλει υπομονή και επιμονή. Τα προβλήματα απασχολούν τις χώρες μας
εδώ και δεκαετίες και, δυστυχώς, είναι ακόμα εδώ. Όμως, η ηρεμία μπορεί να
αποδειχθεί πολύ εποικοδομητική.
Μετά από συντονισμένη προσπάθεια της ελληνικής
κυβέρνησης, η ΕΕ έχει θέσει την Τουρκία υπό καθεστώς παρακολούθησης, όπου η
γενικότερη συμπεριφορά της στην Μεσόγειο αξιολογείται, κυρίως ενόψει της
Συνόδου Κορυφής στις 24-25 Ιουνίου. Η πίεση, όχι μόνο από την ΕΕ αλλά τις ΗΠΑ,
τελικά επηρέασε την Τουρκία. Το τελευταίο διάστημα, η Άγκυρα έχει πολλά μέτωπα
ανοιχτά. Σε πολλές περιπτώσεις, όπου έχει αναμιχθεί, ταυτίστηκε με συμφέροντα
ασύμβατα με τα αντίστοιχα της Δύσης. Αλλά προφανώς επιθυμεί, πριν ξεκινήσει
επίσημα τον διάλογο με ΗΠΑ, να διευθετήσει τις εκκρεμότητες, έστω και
προσωρινά. Άλλωστε, τα μηνύματα της Ουάσιγκτον είναι σαφή: η διατήρηση
εταιρικής σχέσης προϋποθέτει σεβασμό των κανόνων της νατοϊκής οικογένειας. Και
στο ζήτημα των ρωσικών πυραύλων, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος δικαίως δείχνει να
μην έχει περιθώρια ευελιξίας.
Η Ελλάδα παραμένει σταθερή υπέρμαχος του Διεθνούς Δικαίου
και έχει ξεκαθαρίσει τις θέσεις της όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και στη διεθνή
κοινότητα. Ταυτόχρονα, παραμένει οπαδός των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας. Η
γεωγραφία επιβάλλει να αναζητούμε τη συνεννόηση με τους γείτονες. Η συνάντηση
Μητσοτάκη-Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, αποσκοπούσε ακριβώς στη
σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης. Η χώρα μας, χωρίς να απεμπολεί τις θέσεις
και τα δικαιώματά της, επιθυμεί να συνεχιστεί η συζήτηση για τη διμερή μας
διαφορά, δηλαδή τον καθορισμό ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Και ο μόνος κοινός
παρονομαστής για αυτό είναι το Διεθνές Δίκαιο. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.