Στις 16 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, έτυχε να εφημερεύει η δική μου κλινική, που ήταν η Γ’ Χειρουργική. Ακούσαμε από το ραδιόφωνο τη Μαρία Δαμανάκη να λέει ότι “έχουμε νεκρούς και τραυματίες στο Πολυτεχνείο”. Τότε έτρεξα στο νοσοκομείο, ενώ την ίδια ώρα ειδοποιήθηκαν όλοι οι γιατροί όλων των κλινικών, καθώς και τα άλλα νοσοκομεία.
Ήμασταν
στο χειρουργείο συνεχώς επί 36 ώρες και κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Εκείνη
την εποχή το Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών ήταν ένα νοσοκομείο συνεχούς εφημερίας
και είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο επείγουσας περίθαλψης. Υπήρχαν τρεις
χειρουργικές κλινικές που εφημέρευαν από ένα οκτάωρο κάθε 24ωρο. Ήμασταν επί
ποδός πολέμου.
Όπως
προανέφερα ήμασταν στο χειρουργείο συνεχώς επί 36 ώρες. Υπήρχαν και απώλειες.
Χάσαμε έναν άρρωστο που κατέληξε πριν καν τον “ανοίξουμε”. Είχε χτυπηθεί στην
κοιλιακή χώρα. Άλλη μία περίπτωση που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ήταν ένας
άνθρωπος με σφαίρα στο κεφάλι. Όσον αφορά τους υπόλοιπους τραυματίες, υπήρξαν
πολύ βαριές επεμβάσεις.
Είχαμε
πολύ καλή οργάνωση. Είχαν σπεύσει για βοήθεια εκατοντάδες γιατροί με αποτέλεσμα
να περισσεύουν. Είχαν εγκατασταθεί στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου. Εκεί
έρχονταν γονείς και αναζητούσαν τα παιδιά τους. Παράλληλα υπήρχαν πολλοί
άνθρωποι που δεν είχαν κάτι σοβαρό και πηδούσαν από τα παράθυρα. Ήθελα να
φύγουν χωρίς να έρθουν σε επαφή με την Αστυνομία.
Αν
και βρισκόμουν στο χειρουργείο, είχα δώσει εντολές στους συναδέλφους μου να μην
παίρνουν στοιχεία από τους τραυματίες –πολλοί εξ αυτών δεν είχαν ταυτότητες–
και να γράφουν ένα όνομα που θα τους έλεγαν εκείνοι με την προϋπόθεση να το
θυμούνται αργότερα. Αυτό το κάναμε για να τους προστατέψουμε. Όταν το έμαθε η
χούντα ήρθε ο στρατιωτικός διοικητής Μπουκλάκος και κρατώντας ένα πιστόλι στα
χέρια προσπαθούσε να επιβάλλει την τάξη.
Κάναμε
απλά το καθήκον μας. Είναι συγκινητικό ότι όλο το ιατρικό προσωπικό έκανε τα
πάντα για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές.
Κώστας
Χαρώνης, "Ο γιατρός του Πολυτεχνείου"
(αποσπάσματα
από την συνέντευξή του στην εφημερίδα "Έθνος" το 2019).
Από
τον τοίχο της Κατερίνας Γκαράνη