Γιατί οι αγορές έδειξαν «κίτρινη κάρτα» στην Ελλάδα


Μαρίνα Αλεξανδρή

 

Κατά την χθεσινή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, με την επανέκδοση 7ετούς ομολόγου, ο Χρήστος Σταϊκούρας είδε «ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών» στην ελληνική οικονομία. Και διαπίστωσε επίσης ότι το κόστος δανεισμού, με το επιτόκιο να ξεπερνά το 2,5% ήταν μεν «υψηλό, λόγω της δυσμενούς διεθνούς συγκυρίας,  αλλά παραμένει χαμηλότερο σε σχέση με το 2019».

 

Η δημόσια αυτή τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική αποτίμηση που κάνει το οικονομικό επιτελείο, αλλά και τραπεζικοί παράγοντες, για το νέο εγχείρημα δανεισμού της χώρας. Στην πραγματικότητα, η χθεσινή έξοδος στις αγορές εάν δεν ήταν ψυχρολουσία ήταν τουλάχιστον το πιο ηχηρό καμπανάκι που έχει δεχθεί η κυβέρνηση σε διεθνές επίπεδο από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

 

Η ζήτηση για την επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου, που είχε εκδοθεί το 2020, ήταν ουσιαστικά πενιχρή. Η προσφορά ήταν μόλις 4,8 δις ευρώ, και σ’ αυτή συμμετείχαν και οι ανάδοχες τράπεζες, ενώ το επιτόκιο ήταν κατά 0,5% υψηλότερο από εκείνο των πενταετών ελληνικών τίτλων στην δευτερογενή αγορά. Αυτός είναι και ο λόγος που το ελληνικό δημόσιο επέλεξε τελικά να αντλήσει μόνον 1,5 δις ευρώ αντί για 2 δις που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός του ΟΔΔΗΧ.

 

Η ιδιαίτερα χλιαρή υποδοχή του ομολόγου αποτυπώνει και τις νέες, ιδιαίτερα αβέβαιες συνθήκες που διαμορφώνονται στις αγορές σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση αναζητά κάθε πιθανή πηγή χρηματοδότησης προκειμένου να καλύψει το κόστος των νέων μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης της ακρίβειας.

 

Η απόφαση να γίνει τώρα η έξοδος στις αγορές είχε ληφθεί μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Standard & Poor’s και είχε προφανή στόχο να αξιοποιήσει το θετικό momentum αυτής της κίνησης. Ωστόσο, η επανέκδοση συνέπεσε με την ημέρα κατά την οποία ο Βλαντιμίρ Πούτιν επεφύλασσε το πιο σκληρό του χτύπημα κατά της Ευρώπης από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία – την διακοπή των ροών φυσικού αερίου προς την Πολωνία και την Βουλγαρία. Το ρωσικό χτύπημα πυροδότησε κλίμα υψηλής αβεβαιότητας και αναταραχής στις αγορές και υψηλή επενδυτική επιφυλακτικότητα για την ευρωπαϊκή οικονομία – γεγονός που, όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, είτε δεν εκτιμήθηκε ως έπρεπε , είτε υποτιμήθηκε πλήρως από τον ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο Οικονομικών.

 

Πέραν της συγκεκριμένης συγκυρίας ωστόσο, η παγερή υποδοχή της ελληνικής έκδοσης αποτυπώνει και τη συνολικότερη αμυντική μεταστροφή των επενδυτών σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας και στροφής των κεντρικών τραπεζών σε ακριβότερο χρήμα μετά από μια δεκαετία αρνητικών επιτοκίων.

 

 Οι παράγοντες αυτοί, όπως τονίζουν οι ίδιοι τραπεζικοί κύκλοι, κάθε άλλο παρά πρόκειται να εκλείψουν άμεσα ανεξαρτήτως της διάρκειας του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ η απειλή κρίσης στασιμοπληθωρισμού πλήττει περισσότερο τις χώρες εκείνες που έχουν ήδη υψηλό συσσωρευμένο χρέος, όπως η Ελλάδα.

 

Όλα αυτά είναι προφανές ότι δεν ευνοούν ούτε το κυβερνητικό αφήγημα της επιστροφής στην κανονικότητα, ούτε τον σχεδιασμό του Μαξίμου για εθνικά μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης στην περίπτωση που δεν υπάρξει ουσιαστική πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία για συγκράτηση των τιμών.

 

Το σχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο αναμένεται να ανακοινωθεί προς τα τέλη Μαίου, προβλέπει πλαφόν στην τιμή χονδρικής του ρεύματος, έτσι ώστε οι λογαριασμοί λιανικής να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Προβλέπει όμως και κρατική επιδότηση των παρόχων ενέργειας έτσι ώστε να καλύψουν τις απώλειες που θα έχουν από το υψηλό κόστος του φυσικού αερίου – μια επιδότηση, που το κόστος της έχει υπολογιστεί κοντά στα 4 δις ευρώ. Αλλα 2 δις ευρώ εκτιμάται ότι θα κοστίσουν τα πρόσθετα μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση, είτε με μείωση του ΦΠΑ σε κάποια βασικά είδη διατροφής, είτε με αυξημένα επιδόματα στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

 

Το χαμηλότερο έλλειμμα του 2021 αφήνει αυξημένα δημοσιονομικά περιθώρια για τέτοιες κινήσεις, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί όμως να καλύψει πλήρως το συνολικό πακέτο μέτρων των 6 δις ευρώ. Εξ ου και η κυβέρνηση είχε ποντάρει σε επιπλέον χρηματοδότηση από τις αγορές, η οποία όμως αποδεικνύεται πολύ ακριβότερη και πολύ υψηλότερου ρίσκου απ’ ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί.

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη