Παύλος Νεράντζης
Η δημοσιοποίηση μιας φωτογραφίας που δείχνει σε πρώτο πλάνο τη λασπωμένη παλάμη μιας νεκρής γυναίκας που κείτεται σε δρόμο της Μπούτσα ήταν γροθιά στο στομάχι. Το ίδιο και μια άλλη μ΄ έναν άνδρα νεκρό δίπλα στο ποδήλατό του. Φωτογραφίες πολέμου που δημοσιοποιούνται με την επισήμανση ότι είναι σκληρές, αλλά που είναι πέρα ως πέρα αληθινές.
Φωτογραφίες,
όμως, που εύκολα μπορούν να χειραγωγήσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται
προσθέτοντας την κατάλληλη λεζάντα: «άμαχοι δολοφονήθηκαν στην πόλη Μπούτσα
κατά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων». Ή «άμαχοι δολοφονήθηκαν στην πόλη
Μπούτσα από αγνώστους». Ή ακόμη «άμαχοι δολοφονήθηκαν από άνδρες του
νεοναζιστικού τάγματος Αζόφ μόλις έφθασαν στην πόλη Μπούτσα». Ποια είναι,
λοιπόν, η αλήθεια; Και πώς μπορεί να αποκαλυφθεί;
Κι
άλλες φορές στο παρελθόν μια εικόνα ήταν αρκετή για να επηρεάσει την κοινή
γνώμη και την έκβαση μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπως στον πόλεμο του Βιετνάμ και
στην αραβο-ισραηλινή διένεξη, αλλά ουδέποτε σκηνές φρίκης και εγκλημάτων
πολέμου είχαν τόσο μεγάλη προβολή από τα διεθνή ΜΜΕ και τα social media όσο σ΄
αυτόν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, απευθυνόμενος
στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, παρουσίασε ένα βίντεο με ωμότητες σε βάρος
αμάχων, προτρέποντας τον ΟΗΕ να δράσει αμέσως για να σταματήσουν τα εγκλήματα
πολέμου που διαπράττει, όπως είπε, η Ρωσία στην χώρα του.
Στο
παρελθόν τέτοιες εικόνες και βίντεο δεν δημοσιοποιούνταν όχι μόνον γιατί τα
Μέσα χειραγωγούνταν από τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά και για ένα ακόμη λόγο.
Διευθυντικά
στελέχη κυρίως ευρωπαϊκών ΜΜΕ ανέκαθεν υποστήριζαν ότι δεν πρέπει να
προβάλλονται εικόνες που θεωρείται ότι προσβάλουν το δημόσιο αίσθημα. Άλλες
πάλι φορές διότι δυτικά Μέσα στο όνομα του σεβασμού των νεκρών, υποβάθμιζαν ή
αποσιωπούσαν τις απώλειες της ημέτερης πλευράς, τις καταστροφές, την οδύνη. Και
όταν υποχρεώνονταν να τις παρουσιάσουν «λογοκριμένες», το έκαναν είτε για να
δείξουν πόσο βάρβαρος και ανηλεής είναι ο εχθρός είτε για να ηρωοποιήσουν τους
αδικοχαμένους.
Σύμφωνα
με την κυρίαρχη άποψη, άλλωστε, η προβολή λεπτομερειών από σκηνές πολέμου
εξυπηρετεί και δικαιολογημένα τον κιτρινισμό, την εντυπωσιοθηρική
δημοσιογραφία, χωρίς να προσφέρει τίποτε περισσότερο στην ενημέρωση.
Πέραν
τούτου, στην Ευρώπη είναι διάχυτος ένας κοινωνικός καθωσπρεπισμός, που με
υποκριτικό τρόπο αποστρέφεται τη δημοσιοποίηση θεμάτων τα οποία, με τον λόγο
και κυρίως με την εικόνα, ενδέχεται να προσβάλουν τα χρηστά ήθη και την
καθαρότητα ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού ξένου με τις βαρβαρότητες, που δήθεν
χαρακτηρίζουν μόνον υποανάπτυκτες χώρες. Ξεχνώντας ότι η Γηραιά Ήπειρος έχει
πλούσιο αποικιοκρατικό παρελθόν, αιματηρούς πολέμους και εμφύλιες διαμάχες
μεταξύ και των δικών της λαών. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε πάλι να μας το
υπενθυμίσει.
Γιατί
ο Πούτιν χαρακτηρίζεται εγκληματίας πολέμου
Κανείς
τουλάχιστον στη Δύση δεν αμφισβητεί τις ευθύνες του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος
με την απόφασή του να εισβάλει σε μια ανεξάρτητη χώρα δεν παραβίασε μόνον το
Διεθνές Δίκαιο, αλλά δημιούργησε και τις συνθήκες για να διαπραχθούν εγκλήματα
πολέμου.
Για
αυτό ένα μεγάλο μέρος της δυτικής κοινής γνώμης θεωρεί και εύλογα τον ρώσο
πρόεδρο εγκληματία πολέμου, όπως στο παρελθόν, τουλάχιστον στην Ευρώπη, πολλοί
χαρακτήριζαν ανάλογα τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και τον Τόνι Μπλερ για την
εισβολή στο Ιράκ. Η Διεθνής Αμνηστία μάλιστα είχε ζητήσει την παραπομπή τους σε
διεθνές ποινικό δικαστήριο, ενώ ανάλογες προτάσεις είχαν διατυπωθεί αργότερα
για τον τότε αμερικανό υπουργό Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, όταν ξέσπασε το
σκάνδαλο για τα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ.
Η
απεικόνιση συνεπώς εγκλημάτων πολέμου αναμφισβήτητα συμβάλει στην ενεργοποίηση
της διεθνούς κοινής γνώμης εναντίον του ηθικά υπεύθυνου για μια πράξη που
παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. Η έξαρση του θυμικού, άλλωστε, αποδεικνύεται
συχνά αποτελεσματικότερη από την όποια επιχειρηματολογία για να ληφθούν
πολιτικές αποφάσεις και να κατασκευαστεί η κοινωνική συναίνεση. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι εικόνες της ισοπεδωμένης Μαριούπολης και των σορών στους δρόμους
της Μπούτσα λειτούργησαν ως καταλύτης για να επιβληθούν νέες κυρώσεις σε βάρος
της Ρωσίας.
Η
απόπειρα, ωστόσο, να αποδοθούν όλα τα εγκλήματα πολέμου στον εισβολέα με στόχο
τη δαιμονοποίησή του δείχνει πώς οι σφαγές αμάχων εργαλειοποιούνται. Και η
εμπειρία δυστυχώς επίσης δείχνει ότι η παραπομπή ενός ηγέτη για εγκλήματα
πολέμου σ΄ ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο ανάλογο με εκείνα που είχαν συσταθεί
μετά το τέλος του Β΄ Π.Π. στη Νυρεμβέργη, και τους πολέμους στη Ρουάντα και
στην πρώην Γιουγκοσλαβία στην Χάγη, είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής βούλησης και
δευτερευόντως νομικό ζήτημα παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου. και ειδικότερα των
Συνθηκών της Γενεύης.
Στο
συμπέρασμα αυτό μπορεί να καταλήξει κανείς επικαλούμενος αφενός τη στάση σιωπής που επέδειξαν στο παρελθόν
πολιτικοί ηγέτες και νομομαθείς διεθνούς κύρους, όταν ανεξάρτητοι διεθνείς
οργανισμοί παρουσίασαν βάσιμα στοιχεία για εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ, στο
Αφγανιστάν, στη Γάζα. Και αφετέρου την ευκολία με την οποία αποδίδουν τώρα το
χαρακτηρισμό «εγκληματίας πολέμου» στον Πούτιν.
Διότι
άλλο να το λέει ο απλός πολίτης ακόμη κι ένας δημοσιογράφος όταν βρίσκεται στο
πεδίο ενώπιον μιας εκατόμβης άμαχων νεκρών, ή γιατί πιστεύει ότι η εισβολή και
μόνον αποτελεί έγκλημα πολέμου και είναι διαφορετικό να το δηλώνει ένας
πολιτικός ηγέτης, που οφείλει να παίρνει υπόψη του τη νομική διάσταση του
ζητήματος, ότι δηλαδή το Κρεμλίνο στοχοποίησε με πρόθεση αδιακρίτως αμάχους και
υπάρχουν για αυτό αδιάσειστα και αξιόπιστα στοιχεία.
Χαρακτηριστικό
είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν ζήτησε να δικαστεί ο ρώσος πρόεδρος, ενώ η πρώην
εισαγγελέας εγκλημάτων πολέμου, Κάρλα ντελ Πόντε, που είχε ερευνήσει εγκλήματα
πολέμου σε Ρουάντα και πρώην Γιουγκοσλαβία, σε συνέντευξή της στην ελβετική Le
Temps, προέτρεψε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για
τον Πούτιν.
Εύλογα
συνεπώς τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχουν πράγματι αυτά τα στοιχεία, που
περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την χρήση απαγορευμένων όπλων, ομαδικούς βιασμούς,
μαζικές διώξεις και εκτελέσεις, κλπ., που θα τεκμηριώνουν βάσιμα τις κατηγορίες
εναντίον του ρώσου προέδρου. Κι αυτό ανεξαρτήτως από τα πιθανά προβλήματα με τη
σύλληψή του Πούτιν και το γεγονός ότι η Ρωσία δεν έχει αναγνωρίσει το Διεθνές
Ποινικό Δικαστήριο.
Από
τις μέχρι τώρα πληροφορίες εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο Κάριμ Χαν, γενικός
εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου έχει δώσει εντολή για να
ξεκινήσει μια έρευνα για πιθανά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία και το ίδιο
κάνουν διεθνείς οργανισμοί και οι Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ανώτερους
αξιωματούχους του Λευκού Οίκου. Παράλληλα η αντιτρομοκρατική εισαγγελία της
Γαλλίας μόλις πριν λίγες μέρες ανακοίνωσε την έναρξη τριών ερευνών για
εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία σε σχέση με ενέργειες που διαπράχθηκαν κατά
γάλλων πολιτών, μεταξύ αυτών και του γαλλοϊρλανδού δημοσιογράφου, Πιερ Ζακρεφσκί,
που βρέθηκε νεκρός στις 14 Μαρτίου στα περίχωρα του Κιέβου. Έχει γίνει ακόμη
γνωστό από δηλώσεις δημάρχων ουκρανικών πόλεων ότι έχουν χρησιμοποιηθεί
απαγορευμένα όπλα, αλλά πρέπει να διερευνηθεί το βάσιμο των ισχυρισμών τους,
όπως επίσης ότι υπήρξαν εκτελέσεις αμάχων σε χωριά κοντά στη Μαριούπολη, αλλά
επίσης πρέπει να διερευνηθεί η ταυτότητα των δραστών.
Η
Δύση, κοντολογίς, βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της συγκέντρωσης τεκμηρίων χωρίς
να έχει καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Βάσιμα συνεπώς μπορεί να
υποστηρίξει κανείς ότι οι βεβιασμένες αλλά καθόλου αυθόρμητες δηλώσεις δυτικών
ηγετών και κυρίως του αμερικανού προέδρου γίνονται με στόχο να επηρεάσουν τη
διεθνή κοινή γνώμη και να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση με τη Μόσχα όχι απλώς σε
ένδειξη συμπαράστασης με τον ουκρανικό λαό, αλλά και για να απομακρύνουν τον
Πούτιν από την εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση αμερικανών
γερουσιαστών, οι οποίοι με αφορμή τη σφαγή στη Μπούτσα ζήτησαν από τον Τζο
Μπάιντεν να δώσει εντολή για εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο.
Κοντολογίς,
ταυτόχρονα με τον πόλεμο ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία, διεξάγεται κι ένας
άλλος υπόγειος πόλεμος, χωρίς την άμεση εμπλοκή των στρατιωτικών τους δυνάμεων,
μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας με το βλέμμα και των δύο στραμμένο προς την
Κίνα. Έτσι, όμως, απομακρύνεται το
ενδεχόμενο μιας προσέγγισης μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας που θα
εγγυηθεί την κατάπαυση του πυρός και μακροπρόθεσμα την ειρήνευση στην περιοχή,
ενώ υπάρχει ο κίνδυνος οι πρόωρες δηλώσεις περί εγκληματία πολέμου να γίνουν
μπούμερανγκ εάν τελικά δεν αποδειχθεί τουλάχιστον στο προκαταρκτικό στάδιο η
ενοχή του ρώσου προέδρου.
Αλήθειες
που κρύβονται
Το
ίδιο ισχύει και για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη Μπούτσα, τη
Μαριούπολη, το Ιρπίν, τη Ντιμέρκα και τελέστηκαν, όπως φαίνεται, από άνδρες των
ρωσικών δυνάμεων. Θα τολμούσα δε να υποθέσω από επίλεκτες ομάδες Τσετσένων και
της Wagner που ελέγχονται απευθείας από τον Πούτιν, θαυμάζουν τις πρακτικές του
Γ΄ Ράιχ και στο παρελθόν έχουν διαπράξει μαζικές δολοφονίες.
Οι
New York Times δημοσίευσαν δορυφορικές φωτογραφίες από τη Μπούτσα που
διαψεύδουν τους ισχυρισμούς της Ρωσίας ότι οι δολοφονίες αμάχων συνέβησαν μετά
την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την πόλη. Άλλωστε, όπως ανέφερε στο
κεντρικό δελτίο ειδήσεων (05/04/2022) η Ευτυχία Πενταράκη, απεσταλμένη της ΕΡΤ
που βρέθηκε επιτόπου, οι σοροί που κείτονταν στους δρόμους φαίνονταν ότι ήταν
εκεί πολλές μέρες. Και στον βομβαρδισμό του μαιευτηρίου της Μαριούπολης,
σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, «μόνον οι Ρώσοι πραγματοποιούν το
συγκεκριμένο είδος χτυπημάτων, τα ίχνη των οποίων έχουν βρεθεί», όπως επισήμανε
ο Marc Garlasco στη Liberation.
Οι
ενδείξεις, όμως, και πολύ περισσότερο οι βάσιμες υποθέσεις δεν αποτελούν και
αποδείξεις για την ταυτότητα των δραστών. Χρειάζεται μια ενδελεχής έρευνα, η
συγκέντρωση πληροφοριών από διαφορετικές πηγές και η ανάλυση δεδομένων και
δορυφορικών εικόνων από το πεδίο που απαιτεί χρόνο. Πόσο μάλλον που για τη
σφαγή στη Μπούτσα υπάρχουν ερωτηματικά ως προς την ταυτότητα των δραστών όπως διατυπώθηκαν
από τον Joe Lauria, αρχισυντάκτη του Consortium News και πρώην ανταποκριτή στον
ΟΗΕ για τη Wall Street Journal.
Διότι
πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε μια ένοπλη σύρραξη εγκλήματα πολέμου δεν
διαπράττονται μόνον από τους επιτιθέμενους, αλλά και από τους αμυνόμενους. Για
αυτό και οι ερευνητές εξετάζουν ξεχωριστά την κάθε περίπτωση που εν δυνάμει
αποτελεί έγκλημα πολέμου.
Η
εμπειρία μου έχει δείξει ότι σ΄ ένα πόλεμο τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Και
πρέπει να είμαστε καχύποπτοι ακόμη και σε αυτό που φαντάζει αληθοφανές. Ακόμη
και η δυστυχία των αμάχων εργαλειοποιείται και μεγεθύνεται από πολιτικούς και
στρατιωτικούς ηγέτες για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια, όπως συνέβη στον
πόλεμο του Κοσόβου, αλλά και από Μέσα, διότι ο ανθρώπινος πόνος αυξάνει τους
δείκτες τηλεθέασης. Αυτή είναι δυστυχώς η πικρή αλήθεια.
Οι
μηχανισμοί προπαγάνδας των επιτιθέμενων, όμως, όπως και των αμυνόμενων
επείγονται για «να κερδίσουν το νου και τις καρδιές των ανθρώπων», για να τους
χειραγωγήσουν. Για αυτό και μετατρέπουν τις υποψίες και τις ενδείξεις για την
τέλεση ενός εγκλήματος πολέμου σε βεβαιότητες και αποδείξεις. Ακυρώνουν κάθε
απόπειρα έρευνας σε βάθος και συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων από
δημοσιογράφους, ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς και απαξιώνουν ή ενοχοποιούν
όποιον τολμήσει να εκφράσει αμφιβολίες και να αναζητήσει την αλήθεια. Η ιστορία
των πολέμων είναι συνώνυμη με τις σφαγές αμάχων και τα ΜΜΕ χειραγωγούνται πολύ
εύκολα. Κι αυτό είναι μια άλλη αλήθεια που την κρύβουν όσοι εμπλέκονται.
Ο
Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του
Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου
«Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού
ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.