Γιάννης Μαγκριώτης
Πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί το Ελληνικό Κράτος απέτυχε, παρά τις προσπάθειές από την ίδρυσή του τον 19ο αιώνα, να οργανωθεί στα δυτικά ορθολογικά πρότυπα.
H απάντηση θα βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι, ουσιαστική
διέξοδο από την πολύπλευρη κρίση, μπορεί να δώσει μόνο μια νέα φιλοσοφία και
δομή του Εθνικού Κράτους.
Οι μεγάλες αλλαγές στο κράτος είναι η αναγκαία συνθήκη
για την ταχύτερη έξοδο από την κρίση, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Οι θεωρίες, ότι το εθνικό κράτος δεν χρειάζεται, ή δεν
μπορεί, ή δεν πρέπει να έχει ουσιαστικό ρόλο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης,
δεν ευσταθούν. Πρέπει να
επαναθεμελιώσουμε τις δημόσιες αξίες ενός νέου
κράτους δικαίου, ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και μιας αποτελεσματικής
δημόσιας διοίκησης.
Πρέπει να αναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις του Εθνικού κράτους και τις σχέσεις του με τους
υπερεθνικούς οργανισμούς και τις διεθνείς αγορές. Η έκθεση Ντράγκι τα τονίζει
όλα αυτά με μεγάλη έμφαση.
Πρέπει να δούμε πιο αποφασιστικά τα θέματα ασφάλειας του κράτους και των πολιτών.
Το νέο κράτος
πρέπει να είναι ανταγωνιστικό παραγωγικό και ταυτόχρονα κοινωνικό.
Η απαξίωση της δημόσιας διοίκησης, από το πολιτικό
σύστημα, το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων
υπαλλήλων, δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Στη χώρα μας όμως έλαβε σχεδόν
καταστρεπτικές διαστάσεις, ειδικά στα χρόνια των μνημονίων.
Αυτό έγινε η αφορμή να μεταφερθούν οι ουσιαστικές
αποφάσεις του δημοσίου στους ποικιλώνυμους Τεχνικούς Συμβούλους, δηλαδή
Ιδιωτικές Εταιρείες Συμβούλων, ελληνικές και ξένες. Κορύφωση αυτών των
επιλογών, είναι το Υπερταμείο και το ΤΑΙΠΕΔ. Ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί,
τυπικά εγκρίνουν τις αποφάσεις τους, τις οποίες τις περισσότερες φορές, ούτε
που τις καταλαβαίνουν. Με τι γνώσεις και εμπειρίες να καταλάβει κάποιος, μια
Σύμβαση Παραχώρησης ενός αυτοκινητόδρομου ή ενός λιμανιού, με τα πολύπλοκα
μαθηματικά μοντέλα και τους αλγορίθμους, όταν μάλιστα οι αρμόδιες υπηρεσίες του
δημοσίου, οι σύμβουλοι των κυβερνητικών αξιωματούχων, δεν έχουν ενισχυθεί με
δυναμικό ανάλογων γνώσεων; Ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι μετακλητοί σύμβουλοί
τους είναι στελέχη ιδιωτικών εταιρειών, το φαινόμενο με τις «κυλιόμενες
πόρτες», όπως το αποκαλούν στις ΗΠΑ.
Η εξέλιξη αυτή, έχει οδηγήσει, στην ιδιωτικοποίηση του
κράτους και των δημόσιων φορέων. Αντί τα ΣΔΙΤ και οι Συμβάσεις Παραχώρησης να
έχουν ως βασικές προϋποθέσεις την ανταποδοτικότητα του έργου, κατά την
λειτουργία του και, την προστασία του περιβάλλοντος, επιλέγονται για κάθε έργο
με πρόσχημα την έλλειψη δημόσιων πόρων και την ταχύτητα εκτέλεσης,
χαρακτηριστικό παράδειγμα το flyover, στον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης. Οι επιλογές γίνονται με απολύτως αδιαφανείς
όρους, είναι συνήθως καταστροφικές για το περιβάλλον, δημιουργούν κερδοσκόπους
συνεταίρους του δημοσίου για πολλές δεκαετίες, δημιουργούν μεγάλο κρυφό χρέος,
που φορτώνεται στις επόμενες γενιές και αποτελούν βόμβες νέας χρεοκοπίας. Εκεί
οδηγείται ταχύτατα και δημόσιο σύστημα υγείας και ακολουθεί η τριτοβάθμια
εκπαίδευση.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, το άνοιγμα των αγορών
και η κατάργηση των οικονομικών συνόρων τις προηγούμενες δεκαετίες, έφερε σε
ακόμη υψηλότερη θέση ισχύος τις αγορές, ιδίως τις παγκοσμιοποιημένες και αυτές
που στηρίζονται στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, απέναντι στο κράτος
και τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς.
Οι παγκόσμιες αγορές, αλλά και εγχώριοι ισχυροί
επιχειρηματικοί όμιλοι, πίεσαν και πιέζουν για μαζικές αποκρατικοποιήσεις,
καθολικό περιορισμό της παρεμβατικότητας του κράτους στην οικονομία. Αυτή η
πολιτική συνοδεύεται από την πλήρη απορρύθμιση των αγορών και των εργασιακών
σχέσεων. Το κράτος δικαίου, αλλά και το κοινωνικό κράτος, υποχωρούν ασύντακτα
απέναντι στις απαιτήσεις των αγορών.
Οι ρυθμιστικές αρχές, καθυστερούν πολύ να συγκροτηθούν
και συνήθως είναι υποστελεχωμένες.
Δυσφημίστηκε το κράτος, η μεγαλύτερη ίσως κοινωνική
καινοτομία της νεωτερικής εποχής.
Αυτό συνέβη γιατί:
Οι πολιτικές
ηγεσίας διαχρονικά, θεωρούσαν τη δημόσια διοίκηση όργανο διεκπεραίωσης των
πελατειακών τους σχέσεων.
Η πλειοψηφία
της κοινωνίας και ιδιαίτερα οι επιχειρηματικές τάξεις, από ιδρύσεως του
Ελληνικού κράτους, την πίεζαν και την χρησιμοποιούσαν πολλές φορές σε
συνεργασία με το πολιτικό σύστημα, για την προώθηση των ιδιοτελών συμφερόντων
τους.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι πιέσεις σε
κάθε κράτος, έγιναν ακόμη πιο μεγάλες.
Κάθε αναφορά στις ηθικές αξίες που πρέπει να διέπουν τη δημόσια διοίκηση, όπως
ισονομία, ισοπολιτεία, εντιμότητα, θεωρούνταν εμπόδια στην ανάπτυξη των αγορών
και στην αποτελεσματικότητά της.
Η ίδια η
δημόσια διοίκηση στην πλειοψηφία της, αποδέχθηκε ή ανέχτηκε τη διπλή διαπλοκή,
αρκεί να εξυπηρετούνταν οι ατομικές επιλογές των στελεχών της.
Οι πελατειακές
σχέσεις, το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας.
Οι πελατειακές σχέσεις διαμόρφωσαν στην Ελληνική κοινωνία
την κουλτούρα της ευκολίας, αφού οι κοινωνική και επαγγελματική επιτυχία δεν
στηρίζεται κυρίως σε γνωστικά προσόντα και αξιοκρατικά κριτήρια, αλλά στη
συμμετοχή στο δίκτυο της τοπικής ή ευρύτερης πατρωνίας.
Το πρόβλημα υπάρχει και στις δύο πλευρές μιας πελατειακής
σχέσης. Αναπαράγεται είτε γιατί ο πολιτικός και το κόμμα στο οποίο ανήκει
πρέπει να συντηρηθεί, είτε γιατί ο
πολιτικός κουβαλάει τις παθογένειες της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει και
η οποία τον βοήθησε σημαντικά να εκλεγεί ή να καταλάβει κάποιο πολιτικό θώκο.
Τελικό συμπέρασμα είναι, πως, έχει σημασία το μέγεθος και
το κόστος λειτουργίας ενός κράτους, το πιο σημαντικό όμως είναι η παραγωγικότητά του η χωρητικότητά
του, οι ικανότητες και η αποτελεσματικότητά του.
Να κατοχυρωθεί η οικονομική αυτοδυναμία των περιφερειών
στη νέα συνταγματική μεταρρύθμιση.
Ο ρόλος των κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων πρέπει να
είναι επιτελικός, εποπτικός, σχεδιαστικός και ελεγκτικός. Έργα και προγράμματα
εθνικής εμβέλειας και σημαντικής διαπεριφερειακής διάστασης θα πρέπει να
εκτελούντα από τις κεντρικές υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου.
Όλα τα υπόλοιπα προγράμματα και έργα θα πρέπει να
εκτελούνται από τις αιρετές περιφέρειες και τους δήμους.
Πρέπει να εισαχθούν στη δημόσια διοίκηση κίνητρα και να
δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την επανάκτηση του κύρους της και την
ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της.
Πρέπει ο δημόσιος υπάλληλος να αποκτήσει κίνητρα απόδοσης
με χρονοθετημένους και σαφώς οριοθετημένους στόχους, μέσα από την επίτευξη των
οποίων θα αξιολογείται, τόσο ο ίδιος όσο και η υπηρεσία του.
Αντί της παθητικής συναίνεσης, πρέπει να επιδιώκουμε
την ενεργητική και προοδευτική
συναίνεση.
Πρέπει να κυριαρχήσει η ηθική της ευθύνης στο δημόσιο
διάλογο, τη διαβούλευση και στις αποφάσεις της κυβέρνησης, της δημόσιας
διοίκησης, των κομμάτων, των κοινωνικών ομάδων, ιδιαίτερα των ισχυρών. Πρέπει
να αρνηθούμε την υποκριτική «ηθικοποίηση» της πολιτικής, όπως πρέπει να
αρνηθούμε τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Με αυτόν τον τρόπο η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να
ενισχύσει το κύρος της και να απαντήσει στους ποικιλώνυμους αρνητές της.
Η Ελλάδα κατέχει
μία από τις τελευταίες θέσεις όσο αφορά την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και
των υπηρεσιών που προσφέρει ο κυβερνοχώρος, τόσο στο δημόσιο, όσο και στην
ιδιωτικό τομέα, στην Ε.Ε των 27 κρατών μελών της. Την ευθύνη έχουν οι
κυβερνήσεις, η δημόσια διοίκηση και οι ιδιωτικές εταιρίες που ανέλαβαν την
οργάνωση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης και
τους φορείς του δημοσίου, παρ’ ότι οι διαθέσιμοι πόροι από την ΕΕ, είναι
σημαντικοί.