Τον Οκτώβριο του 1912 ενώ ο Ελληνικός στρατός, κατελάμβανε τα Μακεδονικά εδάφη πολεμώντας τα Τουρκικά στρατεύματα, ο Βουλγαρικός στρατός, υπό την ηγεσία του Στρατηγού Θεοδώρωφ, χωρίς να συναντήσει κάποια αντίσταση προήλαυνε προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία επεδίωκε να καταλάβει πριν εισέλθει ο Ελληνικός στρατός, για να δημιουργήσει δικαίωμα προτεραιότητας.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες κάθυγροι και λασπωμένοι από τη
συνεχώς πίπτουσα βροχή, αναπαύονταν για λίγο στις άκρες των δρόμων και
συνέχιζαν την πορεία τους, χωρίς να συναντήσουν Τουρκική αντίσταση, διότι ο
κύριος όγκος του Τουρκικού στρατού είχε μεταφερθεί από την περίοδο ακόμη του
προγράμματος της Μυστέργης, στην Ανατολική Θράκη, την Ήπειρο και το
Σαραντάπορο.
Tα τουρκικά στρατεύματα των βορείων Σαντζακίων της
Μακεδονίας, τα οποία αποτελούνταν ως επί το πλείστον από στρατολογηθέντες
εντόπιους, διαλύθηκαν μόλις εμφανίσθηκαν οι Βούλγαροι. Η κύρια Στρατιά του
Στρυμόνα με 2.500 άνδρες, υπό τον Ναδίρ Πασά συγκεντρώθηκε βόρεια του
Σιδηροκάστρου, αλλά λόγω διακοπής των τηλεγραφικών επικοινωνιών βρέθηκε τελείως
αποκομμένη.
Στο Σιδηρόκαστρο είχε προωθηθεί η Τουρκική Μεραρχία
Σερρών, αλλά διατάχθηκε να σπεύσει προς ενίσχυση των αμυνομένων στα Γιαννιτσά
Τουρκικών δυνάμεων. Η Μεραρχία όμως, όταν πήρε τη διαταγή να προωθηθεί προς τη
Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλα στρατεύματα, αρνήθηκε να την εφαρμόσει και επέστρεψε
στις Σέρρες, για την προστασία του συγκεντρωθέντος εκεί Τουρκικού πληθυσμού.
Με την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων, πολλοί πλούσιοι
Τούρκοι από το Σιδηρόκαστρο και τα γύρω χωριά, φυγάδευσαν τις οικογένειες τους,
για μεγαλύτερη ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1912, η 7η Βουλγαρική Μεραρχία, υπό
το Στρατηγό Θεοδώρωφ, μετά από μικρή αντίσταση των Τούρκων στα στενά του
Ρούπελ, ξεχύθηκε στην περιοχή του Σιδηροκάστρου.
Από την ημέρα αυτή, μέχρι την 27η Ιουνίου του 1913, η
πόλη και η γύρω περιοχή, περιήλθε στα χέρια των αιωνίων αντιπάλων του
Ελληνισμού. Οι Βούλγαροι κατά την προέλασή τους προέβαιναν σε επιστράτευση
χριστιανών, πολλών ηλικιών από τις πόλεις και τα χωριά που κατελάμβαναν. Οι
επίστρατοι Έλληνες και Βούλγαροι προωθούνταν στην πρώτη γραμμή, ενώ πολλοί από
αυτούς μεταφέρθηκαν στην Κάλη και πολέμησαν στη μάχη της Τσερβίστας
(Καπνόφυτο). Άλλοι επίσης μεταφέρθηκαν
στον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Σιδηροκάστρου (Στρυμόνα σήμερα), για ν’
αποτρέψουν τη διαφυγή του Τουρκικού στρατού, ο οποίος οπισθοχωρώντας
συγκεντρώνονταν εκεί.
Κατά την κατάληψη της η πόλη του Σιδηροκάστρου ήταν
σχεδόν ακατοίκητη. Tην περίοδο αυτή είχε 3.000 Τούρκους, 1.000 Έλληνες, 400
Ρωμιόγυφτους, 200 Κιρκάσιους (Τσερκέζους) και 50 Βουλγάρους. Συνολικά
κατοικούσαν σ’ αυτή 4.650 άτομα. Η αναλογία του πληθυσμού ήταν ένας Έλληνας
στους τρείς Τούρκους. Τα τέσσερα δε τεμένη (τζαμιά) και οι ισάριθμοι
μεντρεσέδες (Ιεροσπουδαστήρια), έδιναν στο Σιδηρόκαστρο την όψη Τουρκόπολης.
Όταν οι Βούλγαροι στρατιώτες εισήλθαν στην πόλη, στα
άδεια Τουρκικά σπίτια βρήκαν μόνο 15 ηλικιωμένους Οθωμανούς, ένα ημιπληγικό,
ένα τυφλό, ένα ανάπηρο και δύο καθηγητές, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν άγρια.
Μετά την κατάληψη και της πόλης των Σερρών, όσοι από τους
φυγάδες Τούρκους του Σιδηροκάστρου σώθηκαν από τη σφαγή των Βουλγάρων στην πόλη
αυτή, διατάχθηκαν να γυρίσουν πίσω στις εστίες τους. Όταν κατά την επιστροφή
τους έφτασαν στη μικρή πλατεία των Στρατώνων, δόθηκε εντολή από τους συνοδούς
τους να σταματήσουν, για να συγκεντρωθούν όλοι οι ομόφυλοι τους.
Τελικά όλοι διανυκτέρευσαν εκεί, με την ελπίδα ότι την
επομένη θα τους επιτρέπονταν να μεταβούν στα σπίτια τους. Τα χαράματα όμως της
επόμενης ημέρας, οι Βούλγαροι χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες. Τα
γυναικόπαιδα αντί να τα στείλουν στα σπίτια τους, όπως ήλπιζαν, τα οδήγησαν
στην ακραία συνοικία «Τσερκέζικα» (Καλλιθέα), όπου τα εγκατέστησαν ομαδικά στα
σπίτια των Κιρκάσιων (Τσερκέζων).
Δεκαοκτώ ολόκληρες ημέρες κρατήθηκαν κλεισμένα τα
γυναικόπαιδα στα σπίτια αυτά. Οι ατιμίες, οι κακώσεις και οι προσβολές της
τιμής των γυναικών, ήταν στο καθημερινό πρόγραμμα. Τη δέκατη ένατη ημέρα
επιτράπηκε σε μερικές Τουρκάλες να πάνε στα σπίτια τους, ενώ τις υπόλοιπες τις
στέγασαν ανά τρεις ή πέντε οικογένειες μαζί σ’ ένα σπίτι, αλλά κι εκεί ήταν
έρμαιο των ορέξεων κάθε Βούλγαρου στρατιώτη.
Τους άνδρες τους χώρισαν σε δύο ομάδες. Στη μία έβαλαν
τους ηλικιωμένους και στην άλλη τους νέους. Τους ηλικιωμένους τους έκλεισαν στη
φυλακή, ενώ τους νέους με ισχυρή συνοδεία τους οδήγησαν στις φυλακές του
Μελενίκου. Κατά τη διαδρομή, υπέφεραν αφάνταστα βασανιστήρια από τους
στρατιώτες, που τους συνόδευαν. Δεμένοι σφιχτά από τα χέρια λακτίζονταν και
μαστιγώνονταν καθ’ όλη τη διαδρομή, ενώ τους αφαίρεσαν ότι πολύτιμο είχαν μαζί
τους, χρήματα, ωρολόγια, δακτυλίδια και άλλα.
Η προέλαση των Βουλγάρων και οι πληροφορίες ότι
πλησιάζουν στην πόλη των Σερρών, συνέβαλαν ώστε να καταρρεύσει το ηθικό των
στρατιωτών της Τουρκικής Μεραρχίας Σερρών και να διαλυθεί στις 20 Οκτωβρίου ή 2
Νοεμβρίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο.
Μετά από την άσχημη για τους Τούρκους τροπή των
πραγμάτων, στις 24 του μηνός, ο Διοικητής και φρούραρχος των Σερρών Νατζή
Πασάς, εγκατέλειψε και αυτός την πόλη μαζί με ολόκληρη τη φρουρά του, που
αποτελούνταν από 2.000 λογχοφόρους, δεκατρία τηλεβόλα και μία πυροβολαρχία
Μαξίμ.
Την ίδια ημέρα, 24 Οκτωβρίου περί το απόγευμα,
Βουλγαρικές συμμορίες κατελάμβαναν τις Σέρρες και τα χωριά της περιοχής.
Το σύστημα που ακολούθησαν οι Βούλγαροι στα
καταλαμβανόμενα εδάφη ήταν παντού το ίδιο. Όταν ο στρατός περνούσε μέσα από τα
χωριά αφόπλιζε τους Οθωμανούς, όπλιζε τους χριστιανούς και παρέδιδε την ασφάλεια
τους και τις συγκοινωνίες στις ακολουθούσες το στράτευμα συμμορίες. Μάλιστα
παρατηρούνταν το παράδοξο φαινόμενο να είναι διορισμένοι σε θέσεις διοικητών
πόλεων και χωριών, πρώην ληστές και φυγόδικοι, οι οποίοι έτυχε να είναι αρχηγοί
τέτοιων συμμοριών.
Με διάφορα προσχήματα λήστευαν και φόνευαν, ενώ
προφασιζόμενοι έρευνες για ανακάλυψη όπλων, απογύμνωναν τα σπίτια των
μουσουλμάνων, παίρνοντας κάθε πολύτιμο αντικείμενο. Παράλληλα, διέπρατταν
ακατανόμαστα όργια σε βάρος μουσουλμανίδων γυναικών, μπροστά στα μάτια των
συζύγων και γονέων τους. Ένας πυροβολισμός, που ρίχνονταν επίτηδες, ήταν
αρκετός για να δώσει το σύνθημα σε κάποια συμμορία ν’ αρχίσει τις σφαγές. Σε
μία ημέρα τετρακόσιοι Οθωμανοί εσφάγησαν στην περιοχή ή θανατώθηκαν
λογχισθέντες ή τουφεκισθέντες κατά τον πιο φρικτό τρόπο. Ανύποπτοι
οικογενειάρχες συλλαμβάνονταν στην αγορά από τους Βουλγάρους, οδηγούνταν σε
κάποια πάροδο και τουφεκίζονταν ή λογχίζονταν χωρίς καμία διαδικασία. Για τη
συμπλήρωση του έργου λήστευαν τα πτώματα, ώστε να καυχώνται για την αποτρόπαια
ανδραγαθία τους.
Η εγκατάσταση δύο ταγμάτων Βουλγαρικού στρατού με το
πρόσχημα της προσωρινής φιλοξενίας στη Θεσσαλονίκη, υπό το στρατηγό Θεοδώρωφ,
έδωσε τη δυνατότητα στο Ελληνικό Στρατηγείο να ζητήσει από τους Βουλγάρους την
εγκατάσταση στην πόλη των Σερρών μίας Επιλαρχίας Ιππικού από 300 ιππείς υπό τον
επίλαρχο Πιερράκο Μαυρομιχάλη. Οι εύλογες όμως εκδηλώσεις πατριωτισμού των
Ελλήνων κατοίκων της πόλης, αφύπνισαν το φθόνο και τη ζηλοτυπία των Βουλγάρων
στρατιωτικών, οι οποίοι άρχισαν πλέον να αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως
υποτελείς. Καθημερινά άρχισαν να προκαλούν επεισόδια, ώστε να δικαιολογούν στη
συνέχεια τα αυστηρά και καταπιεστικά μέτρα της Βουλγαρικής Διοικήσεως σε βάρος
του Ελληνικού στοιχείου.
Η βάναυση συμπεριφορά των Βουλγάρων στη αρχή κατά του
Τουρκικού πληθυσμού και στη συνέχεια η τήρηση εχθρικής στάσης έναντι του
Ελληνικού στοιχείου, τόσο μέσα στις πόλεις, όσο και στην ύπαιθρο, μετρίασαν τις
αγαθές προθέσεις των Ελλήνων, οι οποίοι πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις ως συμμάχων
και τους υποδέχθηκαν από την αρχή ως ελευθερωτές. Γρήγορα όμως έγιναν
αντιληπτές οι προθέσεις των Βουλγάρων και πολλοί κάτοικοι, ιδίως νέοι,
φυγαδεύονταν προς τις ελεύθερες πλέον Ελληνικές περιοχές, που ελέγχονταν από
τον Ελληνικό στρατό. Πολλοί ακόμη νέοι έσπευσαν με την κήρυξη του Β΄ Βαλκανικού
πολέμου να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό, για ν’ αποφύγουν τυχόν σύλληψη τους
από τους Βουλγάρους, με τα γνωστά για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας
αποτελέσματα.
Από τις Ελληνικές οικογένειες του Σιδηροκάστρου τρείς
ευπατρίδες νέοι οι Καλαϊτζής Νικόλαος του Αθανασίου, Γκαλίδης Λεωνίδας του
Αγγέλου και Βαργεμέζης Νέστωρ του Ιωάννου, πέρασαν τα σύνορα και έσπευσαν να
καταταγούν στον Ελληνικό στρατό, επιστρέφοντας ως απελευθερωτές την 27 Ιουνίου
του 1913, στην πόλη που γεννήθηκαν, τιμημένοι από τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά
Κωνσταντίνο και την Ελληνική Κυβέρνηση, με τα μετάλλια των αντίστοιχων μαχών
του Α΄ και Β΄ Βαλκανικών πολέμων. Η 7η Βουλγαρική Μεραρχία, ενισχυμένη και από
τη Μεραρχία της Ρίλας, αφού κατέλαβε τις Σέρρες κινήθηκε εσπευσμένα προς τη
Θεσσαλονίκη υπό τον Θεοδωρώφ, επιδιώκοντας να εισέλθει στην πόλη του Αγίου
Δημητρίου, προτού προλάβουν οι Έλληνες. Τις Βουλγαρικές όμως φιλοδοξίες
πληροφορήθηκε έγκαιρα η Ελληνική Κυβέρνηση, γι’ αυτό έδωσε εντολή στον
Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο, να κινηθεί πάραυτα και να καταλάβει την πόλη
το δυνατόν ταχύτερον.
Την 18η απογευματινή ώρα της 26ης Οκτωβρίου, η 7η
Βουλγαρική Μεραρχία, έφθασε στην παρυφή της Θεσσαλονίκης, στη Γιουβέσνα. Εκεί
έλαβε επιστολή του Έλληνα Αρχιστρατήγου με την οποία γνωστοποιούσε στο Θεοδωρώφ
ότι ο διοικητής των Τουρκικών δυνάμεων και η υπ’ αυτόν δύναμη, ως και η
Θεσσαλονίκη, παραδόθηκαν στον Ελληνικό στρατό. Παρά την ειδοποίηση αυτή, η
Βουλγαρική Μεραρχία συνοδευόμενη από το διάδοχο του Βουλγαρικού θρόνου Μπόρις
και τον αδελφό του πρίγκηπα Κύριλλο, ξεκίνησε την επομένη 27η Οκτωβρίου από τη
Γιουβέσνα (Άσσηρος) και το βράδυ έφθασε στο Γιαϊλατζίκ. Καθ’ οδό έλαβε νέο
έγγραφο του Ελληνικού Στρατηγείου, με το οποίο ειδοποιούνταν περί της
παραδόσεως του Τουρκικού στρατού και της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό Στρατό και
ότι όφειλε να απέχει από κάθε εχθρική πράξη κατά του παραδοθέντος Τουρκικού
στρατού. Καθ’ ον χρόνο η 7η Ελληνική Μεραρχία βρισκόταν στην βόρεια παρυφή της
Θεσσαλονίκης φάνηκε μετά από λίγο και η Βουλγαρική 7η Μεραρχία να πλησιάζει. Τα
πρώτα της τμήματα σταμάτησαν προ των Ελληνικών, που κατείχαν το δρόμο.
Ο Στρατηγός Θεοδωρώφ, αφού πλησίασε ζήτησε να επιτραπεί
στον ίδιο να εισέλθει στην πόλη και να παρουσιασθεί προ του Διαδόχου
Κωνσταντίνου. Προσελθών δε στο Στρατηγείο του Διαδόχου στη Θεσσαλονίκη, ζήτησε
να επιτραπεί η είσοδος στην πόλη, σε δύο τάγματα της Βουλγαρικής Μεραρχίας, στα
οποία υπηρετούσαν οι πρίγκιπες, για να μπορέσουν ν’ αναπαυθούν υπό στέγη,
δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να τ’ αποχωρισθούν. Λόγω αβροφροσύνης προς τους
δύο πρίγκιπες εισακούσθηκε η αίτηση του Θεοδωρώφ, αλλά οι Βούλγαροι, εισήγαγαν
με δόλο, μαζί με τα δύο τάγματα και άλλα τμήματα της Μεραρχίας.