Γιάννης Μυλόπουλος / Σχολική, ενδοοικογενειακή και κοινωνική βία: Αιτίες και αντιμετώπιση


Γιάννης Μυλόπουλος

 

Τα φαινόμενα βίας στα σχολεία και στις οικογένειες, αλλά και τα βίαια περιστατικά στους δρόμους, στις γειτονιές και στα αστυνομικά τμήματα αυξάνονται επικίνδυνα τελευταία.

Η αντιμετώπιση του φαινομένου στο δημόσιο διάλογο, αλλά και η κυβερνητική πολιτική για την καταπολέμησή του, εστιάζονται στην ενίσχυση της αστυνόμευσης και στην αυστηροποίηση των ποινών.

Ως εάν η έξαρση της βίας να είναι ένα μεμονωμένο, περιστασιακό και συμπτωματικό φαινόμενο που μπορεί να αντιμετωπιστεί κατασταλτικά και τιμωρητικά.

Και ως εάν να είναι ανεξάρτητο από τις μεγάλες οικονομικές και από τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη χώρα.

Έτσι, το διαπιστωμένο από τη Eurostat γεγονός, ότι η Ελλάδα έγινε η φτωχότερη χώρα στην Ευρώπη, η χώρα με τη μικρότερη αγοραστική δύναμη των μισθών και συγχρόνως και η χώρα με τον μεγαλύτερο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού των οικονομικά αδύναμων, αμέσως μετά την ανερχόμενη, πάντως, Βουλγαρία, θεωρείται σαν να είναι άσχετο και ασύνδετο με την έκρηξη της κοινωνικής βίας.

Αντίστοιχα, το γεγονός ότι είμαστε σήμερα η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που καταργεί το κοινωνικό κράτος, διαλύοντας τη δημόσια Υγεία και συρρικνώνοντας τη δημόσια Παιδεία προς όφελος οικονομικών συμφερόντων, δεν συνυπολογίζεται ως σημαντικός παράγοντας  για την παρατηρούμενη διατάραξη της κοινωνικής γαλήνης.

 

 Όταν μάλιστα αυτή η σημαντική μεταβολή, τεκμηριώνεται επισήμως τόσο με την ελαχιστοποίηση των δημόσιων δαπανών, όσο και με την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε αυτούς τους τομείς.

Η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή, αλλά και τα συστημικά ΜΜΕ και ο δημόσιος διάλογος γενικότερα, δεν συναρτούν την εξαφάνιση, τα τελευταία χρόνια, κάθε έννοιας κοινωνικής αλληλεγγύης, με την αυξανόμενη βία.

Ούτε συνδέουν την αναγκαστική ιδιώτευση των αδύναμων, ως κίνηση προσαρμογής στην κυρίαρχη πολιτική της ατομικής ευθύνης, με τα διαρκώς εντεινόμενα φαινόμενα της κοινωνικής βίας.

Αυτή η απώλεια της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης, που κάποτε ωθούσε τον πολίτη στην κοινωνικοποίησή του, βρίσκεται πίσω από τη βαρβαρότητα της έξαρσης της κοινωνικής βίας.

Αυτή η αναγκαστική στροφή στην ιδιωτικότητα και αυτή η ανασφάλεια του αδύναμου απέναντι στην πολιτική της ατομικής ευθύνης, κρύβονται πίσω από τη νέα μορφή βίας που αρχίζει να δείχνει τα δόντια της παντού.

 

Με πρώτα τα σχολεία.

 

Όπου τα πιο δυνατά παιδιά κακοποιούν τα πιο αδύναμα. Αφού αυτό το μάθημα παίρνουν από τους γονείς τους. Που διδάσκουν στα παιδιά τους, μέσω του δικού τους παραδείγματος, ότι στη σύγχρονη ζωή αυτός που επιβιώνει δεν είναι ο ενάρετος, αλλά ο ισχυρός.

Αφού η ευαισθησία και η αλληλεγγύη στη σημερινή κοινωνική και οικονομική ζούγκλα έφτασαν να θεωρούνται ενδείξεις αδυναμίας και ήττας.

Αλλά και στις οικογένειες, η ενδοοικογενειακή βία και οι γυναικοκτονίες που όλο και αυξάνονται, δεν είναι άσχετες με το γεγονός ότι οι άνδρες που πιέζονται οικονομικά και τσαλακώνονται κοινωνικά, βρίσκουν εύκολη διέξοδο επίδειξης δύναμης στις συντρόφους και στις συζύγους τους, προκειμένου να εκτονωθούν και να αποδείξουν τη φυσική τους υπεροχή.

Τα ίδια, άλλωστε, συμβαίνουν και στα αστυνομικά τμήματα ή και στους δρόμους και στις γειτονιές. Όπου τα θύματα της κοινωνικής ανισότητας και της οικονομικής ανασφάλειας εκτονώνονται, ασκώντας βία σε αδύναμους μετανάστες.

 

Κι ακόμη στα κοινωνικά δίκτυα και στην πολιτική, όπου η βίαιη ανθρωποφαγία και η βάρβαρη καθημερινή δολοφονία χαρακτήρων, ως έκφραση διαφορετικής γνώμης, έχουν αντικαταστήσει τη διαλεκτική και την αντιπαράθεση με επιχειρήματα.

Όσο πιο πολύ βαθαίνει η πολιτική της ατομικής ευθύνης, που κάνει τον πολίτη να αισθάνεται μόνος, αδύναμος και απροστάτευτος, τόσο τα φαινόμενα κοινωνικής, σχολικής και ενδοοικογενειακής βίας θα οξύνονται.

Καθώς είναι γνωστό από τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι και καλά εδραιωμένο στη διεθνή εμπειρία, ότι η βία είναι ένα καθαρά κοινωνικό φαινόμενο που σχετίζεται άμεσα με τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής και την όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Κι ενώ αυτή είναι η αντιμετώπιση διεθνώς, εμείς εδώ στη… μακρινή Ελλάδα, πίσω από τη βία βλέπουμε απουσία αστυνόμευσης και αυστηρών ποινών.

Έτσι, όμως, αντί να καταπολεμούμε τις αιτίες της κοινωνικής βίας με στόχο την εξάλειψή της, εμείς κυνηγούμε τα συμπτώματα.

Υποβαθμίζοντας τις κοινωνικές αιτίες που γεννούν τη βία και αναβαθμίζοντας την εκ των υστέρων διαχείριση των συνεπειών της.

Όμως, όσο οι κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που γεννούν τη βία παραμένουν αθεράπευτες, τόσο η βία θα συνεχίσει να αυξάνει και να εντείνεται.

Καθώς αυτή η κατασταλτική και τιμωρητική αντιμετώπιση ενός ξεκάθαρα κοινωνικού φαινομένου, σκοντάφτει σε μια σειρά από λογικά άλματα.

Με πρώτο αυτό της μη καταπολέμησης του βασικότερου κινήτρου που γεννά τη βία, της ανασφάλειας, της απομόνωσης και του φόβου που αισθάνονται οι αδύναμοι πολίτες μπροστά σε ό,τι τους συνθλίβει καθημερινά.

Καθώς η οικονομική ανασφάλεια, η κοινωνική απομόνωση και ο φόβος για το αύριο είναι οι αιτίες που επωάζουν το αβγό του φιδιού της κοινωνικής βίας.

Όσο, δηλαδή, η κοινωνική βία αποτελεί την αντίδραση των οικονομικά αδύναμων και κοινωνικά απομονωμένων απέναντι στον φόβο και την ανασφάλεια που τους προκαλούν οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις», τόσο ο φόβος της αστυνομίας και της αυστηρής τιμωρίας όχι μόνο δεν θα είναι αποτελεσματικός, αλλά και θα ανατροφοδοτεί τη βία.

 

 Αναπαράγοντας τη βία που το σύστημα ασκεί στους κοινωνικά απομονωμένους και τους οικονομικά ανίσχυρους και ωθώντας τους να ασκήσουν και αυτοί βία, με τη σειρά τους, σε εκείνους που είναι φύσει και θέσει πιο αδύναμοι. Είτε πρόκειται για συμμαθητές στο σχολείο, είτε για συντρόφους και παιδιά στην οικογένεια, είτε και για πρόσφυγες ή μετανάστες στους δρόμους, στις γειτονιές και στα αστυνομικά τμήματα.

Γι’ αυτό άλλωστε και ενώ οι αστυνομικές δυνάμεις ενισχύονται και τα μέσα καταστολής που χρησιμοποιούνται βελτιώνονται εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, δεν παρατηρείται αντίστοιχη μείωση, αλλά αντίθετα όξυνση των βίαιων εκδηλώσεων και περιστατικών.

Οι σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων χρόνων που κατήργησαν την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης, ιδιωτικοποίησαν τον δημόσιο πλούτο και τα κοινωνικά αγαθά και μετέθεσαν την ευθύνη για όλα στους ίδιους τους πολίτες, έχουν ως συνέπεια την κατάλυση της κοινωνικής συνοχής.

Αυτή η επιστροφή στη βαρβαρότητα μιας χωρίς συνοχή κοινωνικής ζούγκλας είναι η μήτρα που γεννά την κοινωνική, τη σχολική και την ενδοοικογενειακή βία.

Αυτή είναι η αιτία πίσω από την επιστροφή στην πάλαι ποτέ, πριν από την εποχή της κοινωνικής Ευρώπης, αντίληψη του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Η μόνη αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπισης της κοινωνικής βίας που σήμερα γιγαντώνεται, είναι η προσπάθεια για ανασυγκρότηση της κοινωνικής συνοχής. Μια προσπάθεια που πρέπει να ξεκινήσει από την ενίσχυση του κράτους δικαίου, την εφαρμογή ενός παραγωγικού μοντέλου μιας δίκαιης ανάπτυξης και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους στην Υγεία και την Παιδεία.

Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να επανέλθει το αίσθημα της ασφάλειας στον αδύναμο πολίτη και να αποκατασταθεί η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης που πρέπει να εμπνέει το κράτος.

Το οποίο είναι αυτό που πρέπει πρώτο να δώσει το μάθημα της κοινωνικής γαλήνης, της ειρηνικής συνύπαρξης και της αλληλεγγύης στους πολίτες.

Αλλά εδώ βρίσκεται και η εγγενής αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου από μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση.

 

 

 

Όχι μόνο γιατί ό,τι ενισχύει την κοινωνική βία αποτελεί νεοφιλελεύθερο πολιτικό στόχο.

Αλλά και γιατί το νεοφιλελεύθερο καθεστώς εκμεταλλεύεται την ανασφάλεια και τον φόβο που αισθάνονται οι οικονομικά αδύναμοι και οι κοινωνικά απομονωμένοι, προκειμένου να ενισχύσει την κυριαρχία του.

Καθώς η κοινωνική βία είναι το υποκατάστατο της κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στις βάρβαρες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού.

Κοινώς, είναι προτιμότερο οι φτωχοί και αποκλεισμένοι κοινωνικά να ξεσπούν στους αδύναμους συμμαθητές στο σχολείο, στις γυναίκες και στα παιδιά τους στο σπίτι ή ακόμη και στους μετανάστες, όπου τους βρουν, παρά στην κυβέρνηση που τους εξαθλίωσε και που στα μάτια τους φαντάζει πανίσχυρη, αλλά και τιμωρητική.

Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη