Fernando Rosas / Η σημερινή ακροδεξιά είναι το αποτέλεσμα της κρίσης του φιλελεύθερου καπιταλισμού


Άννα Βίγκα

 

Ο ιστορικός Fernando Rosas είναι ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της Αριστεράς στην Πορτογαλία.

 

Πρόσωπο της αντίστασης απέναντι στην δικτατορία του Σαλαζάρ από τα νεανικά του χρόνια, φυλακίστηκε και αργότερα, μετά την πτώση της, αφιερώθηκε στη μελέτη της. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας ενώ συνέβαλε στην ίδρυση δύο άλλων κομμάτων: του Πορτογαλικού Εργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCTP-MRPP) τη δεκαετία του 1970 και του Αριστερού Μπλοκ (BE) το 1999, του οποίου εξακολουθεί να είναι μέλος. Έχει εκλεγεί αρκετές φορές βουλευτής και ήταν υποψήφιος για την πορτογαλική προεδρία το 2001. Είναι ομότιμος καθηγητής στο Νέο Πανεπιστήμιο της Λισσαβόνας, όπου ίδρυσε το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας (IHC).

 

Με αφορμή τα 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία, ο κορυφαίος ιστορικός απαντά στο VOX για τις αιτίες της άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου, που έχει τις ρίζες της και πως αναδύθηκε, πώς και αν υπάρχει χρόνος να αντιδράσουμε – απαντήσουμε.

Οι βαθιές ρίζες της κρίσης του καπιταλισμού

 

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και παγκοσμίως, όπως επισημαίνει ο Rosas, δεν είναι αποτέλεσμα μιας απομονωμένης ιστορικής εξέλιξης ή απλής παρεκτροπής κάποιων κοινωνιών ή κάποιων ηγετών τους. Ο φασισμός στην δεκαετία του ‘30, ήταν προϊόν της κρίσης του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Σήμερα με την άνοδο της ακροδεξιάς, ζούμε μια δεύτερη κρίση.

 

Ο νεοφιλελευθερισμός που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 δεν έχει λύσει τα βασικά προβλήματα των κοινωνιών, σημειώνει ο πορτογάλος ιστορικός. Δημιούργησε ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια, συγκέντρωση του κεφαλαίου και χρεοκοπίες. Έχει προκαλέσει οικονομική και κοινωνική καταστροφή, απελπισία και οργή.

 

Ο φόβος της απώλειας της κοινωνικής θέσης, της εργασίας και το άγχος για το μέλλον τροφοδοτούν την άνοδο αυτών των δυνάμεων, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του φασισμού στον 20ό αιώνα.

Fernando Rosas. Πηγή φωτο YouTube

 

Η σύγχρονη ακροδεξιά εκμεταλλεύεται τα ίδια αρχέγονα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας, που ο φασισμός κατάφερε να χειραγωγήσει στο παρελθόν και αντλεί τη δύναμή της από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που ο ίδιος ο καπιταλισμός δημιουργεί.

 

Παράλληλα, αποτελεί ευκαιρία για τις πιο επιθετικές δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού να επιβάλουν, με ελάχιστη αντίσταση, μια πραγματική νεοφιλελεύθερη δικτατορία. Η κατάσταση που βλέπουμε σήμερα είναι προϊόν της κρίσης του μαρξισμού από τη δεκαετία του 1980, της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και μιας ισορροπίας πολιτικής δύναμης που γέρνει εναντίον της παραδοσιακής αριστεράς. Αυτοί είναι οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την επίθεση, η οποία συγκεντρώνει ένα μέρος της παραδοσιακής δεξιάς με μια νέα, ριζοσπαστικοποιημένη δεξιά.

Ολιγάρχες και νοσταλγοί του Σαλαζάρ

 

Η ακροδεξιά, όπως εξηγεί ο Rosas στη συνέντευξή του στο VOX, στηρίζεται κατά κύριο λόγο από ολιγάρχες και υποστηρικτές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, οι χρηματοδότες της ακροδεξιάς περιλαμβάνουν μεγαλοτραπεζίτες, επιχειρηματίες του real estate και του κατασκευαστικού τομέα, και άλλους που ωφελούνται από την κερδοσκοπική λογική του κεφαλαίου, το υπόστρωμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

 

Επίσης, η ακροδεξιά στην Πορτογαλία αντλεί υποστήριξη και από τμήματα της μεσαίας τάξης, όπως είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, νοσηλευτές και άλλους εργαζόμενους που πλήττονται από την οικονομική αστάθεια, έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά και χειραγωγούνται εύκολα από τον λαϊκίστικο λόγο της ακροδεξιάς.

 

Εκτός από τους ολιγάρχες και τις μεσαίες τάξεις, η ακροδεξιά στην Πορτογαλία βασίζεται και στους νοσταλγούς του καθεστώτος του Σαλαζάρ, πρόσωπα που συμμετέχουν στη ηγεσία της Chega. Aπορρίπτουν τη δημοκρατία και νοσταλγούν τη φασιστική δικτατορία, τον αποικιοκρατισμό και τον αποικιακό πόλεμο.

 

Αυτού οι άνθρωποι είναι ανοιχτά εχθρικοι προς την επανάσταση της 25ης Απριλίου 1974, που έφερε την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Πορτογαλία. Θεωρούν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος πορεία τα τελευταία 50 χρόνια και βλέπουν τη δημοκρατία ως το κύριο πρόβλημα της χώρας, νοσταλγώντας το αυταρχικό παρελθόν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Rosas επισημαίνει τον κίνδυνο της νομιμοποίησης των φασιστικών ιδεών μέσα από τον λόγο της ακροδεξιάς.

«Τυφλή ψήφος διαμαρτυρίας» στην πλειοψηφία

 

Ωστόσο, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς ανήκει σε μια τρίτη κατηγορία, την οποία ο Rosas αποκαλεί «τυφλή ψήφο διαμαρτυρίας».

 

Χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό, η ψήφος αυτή, βασίζεται σε συναισθηματικά και ανορθολογικά κίνητρα. Είναι μια ψήφος οργής και φόβου, που καθοδηγείται από τον λαϊκιστικό λόγο της ακροδεξιάς και την έλλειψη πληροφόρησης. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν την κριτική ικανότητα να αναγνωρίσουν τις αντιφάσεις και τα ψεύδη των ηγετών της ακροδεξιάς. Έτσι, η ψήφος τους γίνεται το όχημα της διαμαρτυρίας τους, χωρίς πραγματικά να κατανοούν το μέγεθος των συνεπειών της.

Η ψήφος των νέων και η επιρροή των κοινωνικών δικτύων

 

Μια ανησυχητική εξέλιξη, όπως επισημαίνει ο διάσημος ιστορικός, είναι η αυξανόμενη υποστήριξη της ακροδεξιάς από τους νέους. Οι κοινωνικές πλατφόρμες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των ακροδεξιών μηνυμάτων. Η κύρια ομάδα νέων που κατάφερε να προσεγγίσει η ακροδεξιά «Chega» είναι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Θεωρούν ότι ο ηγέτης της ακροδεξιάς André Ventura «έχει αρχίδια», «λέει δυνατά αυτό που σκέφτεται όλος ο κόσμος», «είναι ο τύπος που χρειαζόμαστε».

 

Η ψήφος τους είναι μια ψήφος διαμαρτυρίας. Όμως, ο Rosas τονίζει ότι αυτοί οι νέοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ακροδεξιοί. Η στάση τους αφορά περισσότερο την αντίδραση, χωρίς βαθιά κατανόηση της πολιτικής. Για τον Rosas είναι σημαντικό να υπάρχει διάλογος με αυτούς τους νέους, ιδιαίτερα σε θέματα για τη δημοκρατία και την ιστορία, που μπορούν να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τις πολιτικές συνέπειες των επιλογών τους.

Το ευρωπαϊκό εγχείρημα και οι δομικές μεταρρυθμίσεις

 

Ο Rosas δεν αποφεύγει να σχολιάσει και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα. Υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα χρειάζεται βαθιές θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το σημερινό μοντέλο ευνοεί τις ισχυρότερες οικονομίες, όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία, σε βάρος των άλλων χωρών. «Υπάρχει ελάχιστη οικονομική κυριαρχία και καμία στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Τα πάντα υποτάσσονται σε μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την οποία κανείς δεν έχει εκλέξει και την οποία κανείς δεν ελέγχει πραγματικά» τονίζει.

 

Για τον πορτογάλο διανοούμενο, η μεταναστευτική πολιτική είναι επίσης καταστροφική και πορεύεται στην οικοδόμηση μιας Ευρώπης – Φρούριο. Φτάνει δε στον παραλογισμό με τις συμφωνίες με τρίτες χώρες για τη διαχείριση των προσφύγων. «Είναι παράλογο, οι ευρωπαϊκές χώρες το Μαρόκο και την Τουρκία για να βάλουν τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα και να τους εμποδίσουν να φύγουν».

 

«Μπορεί η Ευρώπη να σταματήσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που φεύγουν από την ξηρασία, την υπανάπτυξη και την πείνα; Όχι. Η μόνη βιώσιμη λύση είναι η πρόοδος, η οικονομική ανάπτυξη και η δέσμευση για συνεργασία που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη αυτών των χωρών. Δεν υπάρχουν άλλες λύσεις» απαντά ο Rosas.

 

Η Ευρώπη γίνεται όλο και πιο εμμονική με το θέμα της ασφάλειας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα ο μεταναστευτικός νόμος είναι μια ντροπή, διότι κάνει διακρίσεις εις βάρος των Γάλλων πολιτών που δεν είναι γαλλικής ή ευρωπαϊκής καταγωγής, λέει ο Ροσας. Ο Εμμανουέλ Μακρόν υιοθέτησε ένα κείμενο που στην ουσία ταιριάζει απόλυτα στη Μαρίν Λεπέν. Στην Ολλανδία, η ακροδεξιά κέρδισε τις εκλογές προωθώντας αυτού του είδους τη νομοθεσία.

 

Επίσης, τονίζει ότι καθώς η Ευρώπη μειώνεται δημογραφικά και χρειάζεται μετανάστες, είναι καιρός να οικοδομήσουμε πραγματικές πολιτικές ένταξης που να είναι χρήσιμες από κάθε άποψη, μεταξύ άλλων και για την ευρωπαϊκή οικονομία.

 

«Η ΕΕ πρέπει οπωσδήποτε να λάβει μέτρα για τη ρύθμιση της κίνησης κεφαλαίων. Αυτή τη στιγμή οι ροές κεφαλαίων είναι ανεξέλεγκτες, οι κερδοσκοπικές επενδύσεις είναι σχεδόν ανεξέλεγκτες. Η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων είναι το σήμα κατατεθέν του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1980. Ωστόσο, ο μεταπολεμικός κεϋνσιανός καπιταλισμός ρύθμισε το κεφάλαιο, με μεγάλη επιτυχία όσον αφορά το οικονομικό του μοντέλο.

 

Όσο οι πιο επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν αντιστρέφονται, στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, όσον αφορά τη μετανάστευση, ακόμη και στην εξωτερική πολιτική, η τάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι προς τη διάλυση. Το βλέπουμε ήδη με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου η ΕΕ ήταν ανίκανη να ακολουθήσει τη δική της πολιτική γραμμή».

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη