Τις δραματικές πρωτιές της Ελλάδας σε θέματα φορολογίας υπογράμμισε η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργία Καπλάνογλου. Μιλώντας στην ημερίδα «1974-2024: Η εποχή της δημοκρατίας και το μέλλον της» του Iνστιτούτου ΕΝΑ, υπογράμμισε μεταξύ άλλων πως οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι μακράν οι μεγαλύτεροι σε ποσοστά ΑΕΠ ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) ενώ η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση με κριτήριο την πιο ευνοϊκή μεταχείριση των πλουσίων.
Η καθηγήτρια υπογράμμισε πως: «Από το 1974 έως το 2011
ποτέ δεν συνέλεξε το κράτος περισσότερα από όσα ξόδευε.
Αν κοιτάξει κάποιος τα πρωτογενή πλεονάσματα θα δει ότι η
μόνη περίοδος με πρωτογενή πλεονάσματα ήταν η περίοδος προς το ευρώ, που
προσπαθούσαμε να μπούμε στην ευρωζώνη. Τα κριτήρια ικανοποιήθηκαν επειδή αυξήθηκαν
οι φόροι και επειδή μειώθηκαν οι πληρωμές τόκων. Οι πρωτογενείς δαπάνες
συνέχισαν να αυξάνονται. Μετά άρχισε ο κατήφορος. δημοσιονομική χαλάρωση που το
έκαναν πολλές ευρωπαϊκές χώρες με την είσοδο τους στην ευρωζώνη».
Όσον αφορά την περίοδο 1990-2021 σημειώνει:
«Με τα 3 μνημόνια έκαναν άλμα τα φορολογικά έσοδα ως
ποσοστό στο ΑΕΠ και είμαστε ψηλότερα από τον μέσο όσο των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι
χώρες οι λιγότερο αναπτυγμένες είναι πιο χαμηλά γιατί όσο περισσότερο
αναπτύσσεται η οικονομία τόσο αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα ως προς το ΑΕΠ.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη στήλη παραδόξως με τις χώρες εκτός
ΟΟΣΑ δηλαδή ανήκουμε στην ομάδα των αναπτυγμένων χωρών αλλά η διάρθρωση των
εσόδων εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε χώρα πολύ χαμηλότερης οικονομικής
ανάπτυξης. Οι προηγμένες χώρες αντλούν από προοδευτικούς φόρους που είναι οι
φόροι εισοδήματος».
Κατόπιν η καθηγήτρια προέβαλε πίνακες από εκθέσεις του
ΟΟΣΑ. Ένα από τα ερωτήματα ήταν πόσα ευρώ έμμεσων φόρων αντιστοιχούν σε κάθε
ευρώ φόρων εισοδήματος.
«Εδώ ο ΟΟΣΑ κινείται πάνω κάτω στο 1. Όσα έσοδα έχουμε
πρόσωπα και επιχειρήσεις τόσα φέρνει και από την έμμεση φορολογία. Η Ελλάδα
πάλι πάει με τις χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ και μάλιστα από τα μνημόνια
και μετά τις ξεπέρασε κι αυτές.
Στα στοιχεία του 2022 του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι πρώτη
στους έμμεσους φόρους. Έχουμε άλμα από το 2021 στο 2022.
Συζητιέται πολύ το θέμα άμεσων άμεσων φόρων και πρέπει να
αλλάξει το μίγμα. Οι φόροι εισοδήματος πρέπει να έχουν μεγαλύτερο βάρος. Ο πιο
προοδευτικός φόρος είναι ο φόρος φυσικών προσώπων ο φόρος εισοδήματος».
Πρώτη η Ελλάδα στη διευκόλυνση πλουσίων
«Στα υψηλά εισοδήματα το εισόδημα από κεφάλαιο
φορολογείται λιγότερο από εισόδημα από εργασία» λέει η κ. Καπλάνογλου. «Τα
ενοίκια μπαίνουν σε άλλη κλίμακα που κι αυτό δεν έχει αναδιανεμητική λογική.
Και από ένα εισόδημα και πάνω (40.000 και πάνω) μπαίνεις σε έναν συντελεστή
είτε δηλώνεις 50 είτε 150 χιλιάδες.
Γνωρίζουμε ότι παγκόσμια οι πλούσιοι δεν φοροδιαφεύγουν
αλλά φοροαποφεύγουν. Χρησιμοποιούν το γεγονός ότι το κεφάλαιο φορολογείται
λιγότερο από την εργασία.
Ο ΟΟΣΑ βάζει το ερώτημα, αν κάποιος έχει εισόδημα 5πλασιο
από τον μέσο μισθό της χώρας του, πόσο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή
αντιμετωπίζει αν το εισόδημα προέρχεται από μισθούς σε σύγκριση με το αν
έρχεται από μερίσματα;
Εδώ η Ελλάδα είναι στην πρώτη και καλύτερη θέση με
διαφορά από τον δεύτερο.
Δεν είναι μόνο το θέμα της φοροδιαφυγής αλλά το ίδιο το
σύστημα είναι έτσι δομημένο, ώστε να ευνοεί πολύ το εισόδημα από κεφάλαιο σε
σχέση με εισόδημα από εργασία».
Η καθηγήτρια προσθέτει πως η Ελλάδα είναι 4η από το τέλος
στην ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση της οικογένειας κι αυτό είναι κάτι που δεν
βοηθάει την υπογεννητικότητα και σχολιάζει επίσης τις διανεμητικές συνέπειες
του πληθωρισμού.
«Επειδή μειώθηκε ο πληθωρισμός θεωρούν ότι λύθηκε το
πρόβλημα. Το διάγραμμα δείχνει τον δείκτη τιμών καταναλωτή για τα τρόφιμα. Έχει
μείνει πάνω από 30% ψηλότερα από εκεί που ήταν το 2021.
Στο ερώτημα αν ένα νοικοκυριό θέλει να διατηρήσει τις
ποσότητες και τα είδη που αγοράζει πόσο τις εκατό πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες
του για να μην τρώει λιγότερο, βλέπουμε πως όσο πιο φτωχός είναι κανείς τόσο
πιο πολύ επιβαρύνεται. Από τον Μάιο του 2022 έως τον Σεπτέμβρη του 2024 πάει
όλο και πιο ανοδικά. Αποχωρούν τα μέτρα στήριξης γιατί μειώθηκε ο πληθωρισμός
αλλά τα νοικοκυριά συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά».