Άννα Βίγκα
Όλοι μας ξεχνάμε, καθημερινά. Μπαίνουμε σ’ ένα δωμάτιο και δεν θυμόμαστε για ποιο λόγο είμαστε εκεί. Μπορεί κάποιος να μας χαιρετίσει στον δρόμο και να μην θυμόμαστε το όνομά του. Αλλά γιατί ξεχνάμε; Είναι απλά ένα σημάδι εξασθένησης της μνήμης ή μήπως πίσω από αυτό υπάρχουν οφέλη; O Sven Vanneste, καθηγητής Κλινικής Νευροεπιστήμης και η Elva Arulchelvan, λέκτορας Ψυχολογίας μας εξηγούν σε άρθρο τους στο The Conversation.
Μια από τις πρώτες έρευνες σε αυτόν τον τομέα, διαπίστωσε
ότι ξεχνάμε επειδή οι αναμνήσεις του μέσου ανθρώπου ξεθωριάζουν. Τον 19ο αιώνα,
ο γερμανός ψυχολόγος Hermann Ebbinghaus, έδειξε με την «καμπύλη λήθης» τον
τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν τις λεπτομέρειες των πιο
πρόσφατων πληροφοριών αρκετά γρήγορα, κάτι που υποχωρεί με την πάροδο του
χρόνου.
Ωστόσο, το να ξεχνάμε μπορεί να εξυπηρετεί και
λειτουργικούς σκοπούς. Ο εγκέφαλός μας βομβαρδίζεται συνεχώς με πληροφορίες. Αν
συγκρατούσαμε κάθε λεπτομέρεια, δύσκολα θα θυμόμασταν τις σημαντικές
πληροφορίες.
Ένας τρόπος για να το αποφύγουμε είναι να δίνουμε την
προσοχή μας επιλεκτικά. Ο βραβευμένος με Νόμπελ Eric Kandel, αλλά και πλήθος
μεταγενέστερων ερευνητών, υποστηρίζουν ότι οι αναμνήσεις δημιουργούνται όταν
ενισχύονται οι συνδέσεις (συνάψεις) μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου (οι νευρώνες).
Όταν δίνουμε προσοχή σε κάτι ενισχύουμε αυτές τις
συνδέσεις και διατηρούμε αυτή τη μνήμη. Ο ίδιος μηχανισμός μας επιτρέπει να
ξεχνάμε όλες τις άσχετες λεπτομέρειες που συναντάμε καθημερινά. Έτσι, παρόλο
που η διάσπαση της προσοχής μας αυξάνεται καθώς μεγαλώνουμε και οι διαταραχές
που σχετίζονται με τη μνήμη, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, συνδέονται με αυτές
της προσοχής, πρέπει όλοι μας να μπορούμε να ξεχνάμε όλες τις ασήμαντες
λεπτομέρειες προκειμένου να δημιουργούμε μνήμες.
Η διαχείριση νέων πληροφοριών
Η ανάκληση μιας μνήμης μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει
και στην αλλαγή της ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε νέες πληροφορίες. Ας
υποθέσουμε ότι η καθημερινή σας μετακίνηση περιλαμβάνει την ίδια διαδρομή κάθε
μέρα. Πιθανόν να έχετε μια ισχυρή μνήμη για αυτή τη διαδρομή, με τις
υποκείμενες εγκεφαλικές συνδέσεις να ενισχύονται κάθε φορά που μετακινείστε.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι μια Δευτέρα, ένας από τους
συνήθεις δρόμους που ακολουθείτε είναι κλειστός και υπάρχει μια νέα διαδρομή
για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Η μνήμη σας για το ταξίδι πρέπει να είναι
αρκετά ευέλικτη ώστε να ενσωματώσει αυτή τη νέα πληροφορία. Για να
αντιμετωπίσει την αλλαγή αυτή ο εγκέφαλος αποδυναμώνει κάποιες από τις
συνδέσεις της μνήμης, ενώ ενισχύει νέες πρόσθετες συνδέσεις για να θυμάται τη
νέα διαδρομή.
Είναι σαφές ότι η αδυναμία ενημέρωσης των αναμνήσεών μας
θα είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Σκεφτείτε την διαταραχή μετατραυματικού
στρες, όπου η αδυναμία ενημέρωσης ή λήθης μιας τραυματικής μνήμης σημαίνει ότι
το άτομο πυροδοτείται διαρκώς από υπενθυμίσεις της τραυματικής εμπειρίας στο
περιβάλλον του.
Από εξελικτική άποψη, η λήθη παλαιών αναμνήσεων ως
απάντηση σε νέες πληροφορίες είναι αναμφίβολα επωφελής. Οι πρόγονοί μας
κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες μπορεί να επισκέπτονταν επανειλημμένα μια ασφαλή πηγή
νερού, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν μια μέρα έναν αντίπαλο οικισμό ή μια
αρκούδα με νεογέννητα μικρά εκεί. Ο εγκέφαλός τους έπρεπε να είναι σε θέση να
ενημερώσει τη μνήμη για να χαρακτηρίσει την τοποθεσία αυτή ως μη ασφαλή. Η
αποτυχία να το κάνουν θα αποτελούσε απειλή για την επιβίωσή τους.
Επαναδραστηριοποίηση αναμνήσεων
Μερικές φορές, η λήθη μπορεί να μην οφείλεται σε απώλεια
μνήμης, αλλά σε αλλαγές στην ικανότητά μας να έχουμε πρόσβαση στις αναμνήσεις.
Η έρευνα σε τρωκτικά έχει δείξει πώς οι ξεχασμένες αναμνήσεις μπορούν να
ανακληθούν (ή να επανενεργοποιηθούν) με την υποστήριξη των συνάψεων που
αναφέρθηκαν παραπάνω.
Τρωκτικά πειραματόζωα διδάχθηκαν να συνδέουν κάτι
ουδέτερο (όπως το χτύπημα ενός κουδουνιού) με κάτι δυσάρεστο (όπως ένα ήπιο σοκ
στο πόδι). Μετά από αρκετές επαναλήψεις, τα τρωκτικά σχημάτισαν μια «μνήμη
φόβου», όπου το άκουσμα του κουδουνιού τα έκανε να αντιδράσουν σαν να περίμεναν
ένα σοκ. Οι ερευνητές κατάφεραν να απομονώσουν τις νευρωνικές συνδέσεις που
ενεργοποιήθηκαν με τη συσχέτιση του κουδουνιού και του σοκ, στο τμήμα του
εγκεφάλου που είναι γνωστό ως αμυγδαλή.
Στη συνέχεια αναρωτήθηκαν αν η τεχνητή ενεργοποίηση αυτών
των νευρώνων θα έκανε τα τρωκτικά να ενεργούν σαν να περίμεναν να χτυπηθεί το
πόδι τους, ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε κουδούνι ούτε σοκ. Το έκαναν αυτό
χρησιμοποιώντας μια τεχνική που ονομάζεται οπτογενετική διέγερση, η οποία
περιλαμβάνει τη χρήση φωτός και γενετικής μηχανικής, και έδειξαν ότι ήταν
πράγματι δυνατή η ενεργοποίηση (και στη συνέχεια η απενεργοποίηση) τέτοιων
αναμνήσεων.
Στον άνθρωπο υπάρχει ένας τύπος παροδικής λήθης που
μπορεί να μην οφείλεται σε απώλεια μνήμης. Επιστρέψτε στο προηγούμενο
παράδειγμα όπου βλέπετε κάποιον στο δρόμο και δεν μπορείτε να θυμηθείτε το
όνομά του. Το έχετε στην άκρη της γλώσσας σας και πιστεύετε ότι γνωρίζετε το
πρώτο γράμμα και ότι θα σας έρθει το όνομα σε λίγο.
Το φαινόμενο της “άκρης της γλώσσας” μελετήθηκε αρχικά
από τους αμερικανούς ψυχολόγους Roger Brown και David McNeill τη δεκαετία του 1960,
οι οποίοι ανέφεραν ότι υπογράμμισαν την ικανότητα των ανθρώπων να αναγνωρίζουν
πτυχές της λέξης που λείπει, πράγμα που σήμαινε ότι οι πληροφορίες δεν είχαν
ξεχαστεί πλήρως.
Μια εξήγηση μπορεί να είναι ότι το φαινόμενο εμφανίζεται
ως αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης των συνδέσεων μεταξύ των λέξεων και των σημασιών
τους, γεγονός που οδηγεί στη δυσκολία ανάκλησης των επιθυμητών πληροφοριών.
Ωστόσο, μια άλλη πιθανότητα είναι ότι το φαινόμενο μπορεί να χρησιμεύει ως
μήνυμα προς το άτομο ότι οι πληροφορίες δεν έχουν ξεχαστεί, απλώς είναι προς το
παρόν απρόσιτες.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί εμφανίζεται συχνότερα
καθώς οι άνθρωποι γερνούν και αποκτούν περισσότερες γνώσεις, πράγμα που
σημαίνει ότι ο εγκέφαλός τους πρέπει να ταξινομήσει περισσότερες πληροφορίες
για να θυμηθεί κάτι. Το φαινόμενο της άκρης της γλώσσας μπορεί να είναι ο
τρόπος που ο εγκέφαλος τους ενημερώνει ότι η επιθυμητή πληροφορία δεν έχει
ξεχαστεί και ότι η επιμονή μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή ανάκληση.
Εν ολίγοις, μπορεί να ξεχάσουμε πληροφορίες για πολλούς
λόγους. Επειδή δεν δώσαμε προσοχή ή επειδή οι πληροφορίες “ξεθωριάζουν” με την
πάροδο του χρόνου. Μπορεί να ξεχάσουμε προκειμένου να ενημερώσουμε τις
αναμνήσεις μας. Οι ξεχασμένες πληροφορίες δεν χάνονται πάντα οριστικά, αλλά
είναι μάλλον δύσκολα προσβάσιμες. Όλες αυτές οι μορφές λήθης βοηθούν τον
εγκέφαλό μας να λειτουργεί αποτελεσματικά και έχουν υποστηρίξει την επιβίωσή
μας για πολλές γενιές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε τα αρνητικά
αποτελέσματα της λήθης όπως για παράδειγμα στη νόσο Αλτσχάιμερ. Παρ’ όλα αυτά,
έχει τα εξελικτικά της πλεονεκτήματα. Ας ελπίσουμε μόνο, ότι βρήκατε αυτό το
άρθρο αρκετά ενδιαφέρον ώστε να μην ξεχάσετε γρήγορα το περιεχόμενό του.