Ντέιβιντ Ριφ
Ο Ντέιβιντ Ριφ είναι μία από τις κορυφαίες αυθεντίες παγκοσμίως σε ζητήματα διεθνών σχέσεων. Γνωστός για τα ρεπορτάζ του από τις εμπόλεμες ζώνες, τα γραπτά του έχουν επηρεάσει τη συζήτηση γύρω από θέματα όπως ο φιλελεύθερος παρεμβατισμός και η χρήση και κατάχρηση της ιστορικής μνήμης. Είναι συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του Desire and Fate (ERIS, 2024). Το κείμενο που παραχώρησε στο Tvxs μετά τις αμερικανικές εκλογές είναι αποκαλυπτικό για το φιλελεύθερο αμερικανικό στρατόπεδο.
Το γεγονός ότι δεν υπήρχε χώρος στη φαντασία του
αμερικανικού φιλελευθερισμού για μια νίκη του Τραμπ, πόσο μάλλον για μια τόσο
μονόπλευρη νίκη όσο αποδείχθηκε ότι ήταν αυτή, λέει πολλά για το πόσο
αποκομμένος, αυτοαναφορικός και αυτάρεσκος έχει γίνει ο αμερικανικός
φιλελευθερισμός.
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές
της Κάμαλα Χάρις ήταν κάπως ανήσυχοι, αναμένοντας ότι τα αποτελέσματα θα ήταν
οριακά.
Αυτό όμως που δεν περίμεναν ήταν ότι ο Τραμπ θα σημείωνε
την πιο εντυπωσιακή νίκη που πέτυχε Ρεπουμπλικανός υποψήφιος πρόεδρος από την
εποχή που ο Τζορτζ Μπους νίκησε τον Μάικλ Δουκάκη το 1988, καθώς όχι μόνο
κέρδισε αποφασιστικά στο σώμα των εκλεκτόρων (στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν άμεσες
εκλογές αλλά εκλέκτορες σε κάθε πολιτεία που δεσμεύονται στον νικητή υποψήφιο)
αλλά, σε αντίθεση με τη νίκη του επί της Χίλαρι Κλίντον το 2016, όταν έχασε τη
λαϊκή ψήφο, αυτή τη φορά ο Τραμπ πήρε σχεδόν πέντε εκατομμύρια περισσότερες
ψήφους από την Κάμαλα Χάρις.
Και όμως, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας,
ενώ προφανώς δεν ήταν τρομερά εξασθενημένος, όπως δυστυχώς αποδείχθηκε ο Τζο
Μπάιντεν, ο Τραμπ επέδειξε μόνο ένα κλάσμα της απόλυτης ενέργειας που
χαρακτήριζε την επιτυχημένη πορεία του απέναντι στην Κλίντον και την ήττα του
από τον Μπάιντεν.
Για τους Δημοκρατικούς, από τη στιγμή που ο Μπάιντεν
εκτονώθηκε, έμοιαζε αδύνατο ότι η Χάρις θα μπορούσε να χάσει. Δεν αποτελεί
έκπληξη το γεγονός ότι τώρα που ο Τραμπ κέρδισε, οι Δημοκρατικοί δυσκολεύονται
τρομερά να συμβιβαστούν με αυτό που μόλις έπαθαν.
Από τις εκπομπές στα καλωδιακά τηλεοπτικά δίκτυα με δημοκρατικό
πρόσημο, όπως το CNN και το MSNBC, όπου οι ομιλούντες ξεπερνούν ο ένας τον
άλλον αναζητώντας κάποιον να κατηγορήσουν, μέχρι τα αμέτρητα βίντεο στο Tik Tok
που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από νέους ανθρώπους που τους καταγράφουν
κυριολεκτικά να ουρλιάζουν και να οργίζονται, μέχρι τα πανεπιστήμια που
ανακοίνωσαν ότι θα υπάρχουν ειδικοί χώροι για τους φοιτητές που έχουν
τραυματιστεί από το αποτέλεσμα για να πάνε για συμβουλευτική ή απλώς για να
προσπαθήσουν να συμβιβαστούν με αυτό που μόλις συνέβη, η φιλελεύθερη και
«προοδευτική» Αμερική βρίσκεται σε πλήρη κατάρρευση.
Και όμως, δεδομένων των οικονομικών και κοινωνικών
συνθηκών στη χώρα, αυτό που θα αποτελούσε έκπληξη θα ήταν να είχε κερδίσει η
Χάρις. Οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν την ημέρα των εκλογών έδειξαν ότι
το 45% των ψηφοφόρων δήλωσε ότι η οικονομική του κατάσταση είχε χειροτερέψει
κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις: το υψηλότερο ποσοστό αυτό
τον αιώνα, υψηλότερο ακόμη και από αυτό που καταγράφηκε το 2008, κατά τη
διάρκεια της λεγόμενης Μεγάλης Ύφεσης.
Ταυτόχρονα, οι απόψεις των ψηφοφόρων για την κατεύθυνση
προς την οποία πήγαιναν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ακόμη πιο αρνητικές, με το
72% των ψηφοφόρων να δηλώνουν δυσαρεστημένοι ή θυμωμένοι και μόνο το 26%
ενθουσιώδεις ή τουλάχιστον ικανοποιημένοι. Όσον αφορά τον πρόεδρο Μπάιντεν,
κατά τη διάρκεια των εκλογών, τα ποσοστά αποδοχής του είχαν κατρακυλήσει γύρω
στο 40%.
Ως αντιπρόεδρος του Μπάιντεν, η Χάρις δεν θα μπορούσε να
αποφύγει το δικό της μερίδιο ευθύνης, και η μόνη κριτική της εκστρατείας της
που άκουγε κανείς από τους υποστηρικτές της κατά την προεκλογική περίοδο ήταν
ότι η Χάρις δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αποκηρύξει τα πεπραγμένα του Μπάιντεν,
διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε κατά μία έννοια ότι αποκηρύσσει τον εαυτό της, αλλά
επίσης δεν φαινόταν ικανή να περιγράψει, ακόμη και χωρίς να έρθει σε ρήξη με
τον πρόεδρο, πώς θα έκανε τα πράγματα διαφορετικά αν εκλεγόταν.
Αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα της Χάρις ήταν
δομικό και ιδεολογικό και όχι περιστασιακό, αντικατοπτρίζοντας τις βαθιές
αντιφάσεις στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος. Όπως πολλά
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, τα τελευταία τριάντα χρόνια οι
Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ από κόμμα της εργατικής τάξης μετατράπηκαν σε κόμμα των
επαγγελματικών/διευθυντικών στρωμάτων.
Αυτό φάνηκε στις εκλογές: το μοναδικό δημογραφικό
στοιχείο που η Χάρις κέρδισε εύκολα ήταν εκείνων που βγάζουν πάνω από 100.000
δολάρια το χρόνο. Και δεν είναι ότι οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί αγνοούσαν τη
μετατόπιση αυτή. Αντιθέτως, τουλάχιστον από το 2016, ηγετικά στελέχη του
κόμματος το έβλεπαν ως πλεονέκτημα και όχι ως αδυναμία.
Όπως είπε ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος στη
Γερουσία, ο Τσαρλς Σούμερ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του
2016: «Για κάθε Δημοκρατικό εργάτη που χάνουμε στη δυτική Πενσυλβάνια, θα
κερδίσουμε δύο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς στα προάστια της Φιλαδέλφειας, και
θα το επαναλάβουμε αυτό στο Οχάιο, το Ιλινόις και το Ουισκόνσιν».
Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι το γεγονός ότι
ο Τραμπ κέρδισε το 2016 θα είχε κάνει τους Δημοκρατικούς να αναθεωρήσουν αυτή
την άποψη. Αλλά η ερμηνεία τους για τη νίκη του Τραμπ ήταν ότι ήταν μια
ανωμαλία και ότι η ήττα του Τραμπ από τον Μπάιντεν, για να μην αναφέρουμε την
τρελή συμπεριφορά του ίδιου του Τραμπ μετά την ήττα του και τα αμέτρητα νομικά
του προβλήματα, σήμαινε ότι δεν υπήρχε κανένας επιτακτικός λόγος για τους
Δημοκρατικούς να αλλάξουν τη στρατηγική τους, πόσο μάλλον να ανησυχούν για το
τι πραγματικά πρεσβεύει το κόμμα τους.
Εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις, οι εκλογές στις
περισσότερες χώρες κρίνονται με βάση την οικονομία. Το πρόβλημα για τους
Δημοκρατικούς είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός καθιστά αδύνατο να μιλάμε για μια
ενιαία οικονομία με βάση το Α.Ε.Π.
Αντιθέτως, στις νεοφιλελεύθερες οικονομίες, το Α.Ε.Π.
μπορεί να είναι πολύ θετικό, και το τμήμα του πληθυσμού που έχει υψηλά
εισοδήματα και κατέχει μετοχές μπορεί να τα πηγαίνει πολύ καλά ως αποτέλεσμα,
ενώ την ίδια στιγμή τα κατώτερα μεσαία και εργατικά στρώματα τα πηγαίνουν πολύ άσχημα.
Αυτό συμβαίνει σίγουρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι
πραγματικοί (δηλαδή προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό) μισθοί για τους ανθρώπους
της εργατικής τάξης δεν έχουν αυξηθεί εδώ και δεκαετίες. Προσθέστε σε αυτό την
αύξηση των ποσοστών πληθωρισμού τα τελευταία δύο χρόνια στις ΗΠΑ και έχετε μια
κατάσταση όπου υπάρχουν, στην πραγματικότητα, δύο Αμερικές.
Το πρόβλημα για τους Δημοκρατικούς ήταν ότι κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου ο πυρήνας των ψηφοφόρων τους είχε γίνει αυτή η
Αμερική που πήγαινε καλά, όχι η Αμερική των χαμηλόμισθων που αποτελούσε τη βάση
του κόμματος για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα.
Αυτό έφερε την Χάρις στη θέση να μην μπορεί καν να
αντιμετωπίσει την οικονομική δυσπραγία στις ΗΠΑ, καθώς αυτό θα αποξένωνε τη νέα
βάση του κόμματος και δεν θα καθόταν καλά με τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους
που προσπαθούσε να προσελκύσει.
Φυσικά, αυτό άφησε ανοιχτό το δρόμο για τον Ντόναλντ
Τραμπ να απευθυνθεί ακριβώς στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και για τους
Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς να ανταλλάξουν στην πραγματικότητα
θέσεις όσον αφορά τους πιο πιστούς υποστηρικτές τους — όπως ακριβώς στη Γαλλία
το Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν είναι πλέον το κορυφαίο κόμμα της
γεννημένης-στη-Γαλλία εργατικής τάξης.
Το μήνυμα του Τραμπ προς τους ψηφοφόρους ήταν, στην
πραγματικότητα, το εξής: «Οι Δημοκρατικοί απορρίπτουν τους φόβους σας, αλλά
έχετε δίκιο να είστε θυμωμένοι και φοβισμένοι, και εγώ θα τα διορθώσω όλα
αυτά». Και οι Δημοκρατικοί είτε δεν είχαν καμία απάντηση σε αυτό το μήνυμα,
είτε δεν κατανοούσαν τη δύναμή του.
Αντιθέτως, η στρατηγική της εκστρατείας της Χάρις
βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εικασία ότι ο φόβος πως ο Τραμπ θα περιόριζε
περαιτέρω τα δικαιώματα στις αμβλώσεις θα κινητοποιούσε μεγάλο αριθμό γυναικών
να προσέλθουν και να την ψηφίσουν.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ φαίνεται ότι το αντελήφθη
αυτό και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας (προς μεγάλη δυσφορία πολλών σκληρών
υποστηρικτών του που είναι κατά των δικαιωμάτων των αμβλώσεων) μετρίασε τη θέση
του. Παρόλα αυτά, τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις εκλογές φαινόταν ότι ο
καθοριστικός παράγοντας δεν θα ήταν η φυλή (αυτό παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ
είχε την υποστήριξη πολλών ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν νόμιμα λευκοί
εθνικιστές) αλλά μάλλον το φύλο.
Αλλά και πάλι, αυτό ήταν πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φαινόταν,
επειδή τα ζητήματα του φύλου δεν είναι απλώς ζητήματα δικαιωμάτων αλλά ζητήματα
κουλτούρας, και οι ΗΠΑ έχουν συγκλονιστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια από τους
πολιτιστικούς πολέμους που φέρνουν αντιμέτωπες μεταξύ τους τις κοσμοθεωρίες των
Woke και των αντι-Woke. Και εδώ, ωστόσο, είναι αδύνατο να διαχωριστεί ο
πολιτισμικός πόλεμος από τον ταξικό.
Το Woke και ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποδειχθεί ότι
ταιριάζουν απόλυτα, με αποτέλεσμα το Woke να έχει γίνει στην πραγματικότητα η
πολιτισμική ιδεολογία των επαγγελματικών διευθυντικών τάξεων, δηλαδή, και πάλι,
του νέου πυρήνα των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος.
Και υπό τη διοίκηση Μπάιντεν, τα δικαιώματα των τρανς και
η υπόλοιπη πανοπλία των ταυτοτικών κινημάτων που έχουν κατακτήσει τη συλλογική
φαντασία του ακαδημαϊκού-πολιτιστικού-φιλανθρωπικού συμπλέγματος των Ηνωμένων
Πολιτειών και κυριαρχούν πλέον σε αυτό, έλαβαν τεράστια υποστήριξη από τη
διοίκηση Μπάιντεν-Χάρις, σε σημείο παραλογισμού και γελοιότητας.
Για παράδειγμα στην κατάργηση όρων όπως «θάλαμοι
μητρότητας» ως μη-τρανς και στην μετονομασία τους σε ένα σημαντικό ποσοστό των
αμερικανικών νοσοκομείων και στη γλώσσα της γραφειοκρατίας της υγείας σε
«θαλάμους τοκετών», ή την αναφορά στους ισπανόφωνους Αμερικανούς ως «Latinx».
Η Χάρις δεν το τόνισε αυτό κατά τη διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας, αλλά δεν μπορούσε ούτε και να το αποκηρύξει.
Ταυτόχρονα, η δύναμη της ταυτιστικής αριστεράς μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα,
τουλάχιστον όσο η αριστερά αυτή αμφισβητούσε τη Λευκή Υπεροχή ή την πατριαρχία,
αλλά άφηνε ήσυχο τον καπιταλισμό (μια συμφωνία που οι ταυτιστές, εκτός από
μερικούς ριζοσπάστες του πανεπιστημίου, ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να
αποδεχτούν) έχει γίνει πλέον τόσο μεγάλη που η Χάρις δεν μπορούσε να την
αποκηρύξει, όπως δεν μπορούσε να αποκηρύξει και τα οικονομικά πεπραγμένα της
κυβέρνησης Μπάιντεν.
Αλλά με αυτόν τον τρόπο, η Χάρις αποξένωσε περαιτέρω όχι
μόνο τους λευκούς, ετεροφυλόφιλους άνδρες, οι οποίοι ήταν οι κύριοι στόχοι των
ταυτοτικών, αλλά τους Αμερικανούς άνδρες της εργατικής τάξης συλλήβδην
(ανεξαρτήτως φυλής).
Φυσικά, ορισμένοι υποστηρικτές της Χάρις το καταλάβαιναν
αυτό. Όπως το έθεσε ένας γνωστός Αφροαμερικανός Δημοκρατικός κατά τη διάρκεια
της προεκλογικής εκστρατείας: «Αν δεν κάνετε τίποτα άλλο από το να λέτε στους
λευκούς άνδρες και στους ετεροφυλόφιλους άνδρες του κόμματος πόσο απαίσιοι
είναι, μην εκπλαγείτε όταν φύγουν».
Όμως στα κεντρικά γραφεία της προεκλογικής εκστρατείας
της Χάρις, τουλάχιστον, κανείς δεν φαίνεται να άκουγε. Η εκστρατεία του Τραμπ,
από την άλλη, άκουγε. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, καταλάβαιναν πόσο
πολλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης και της κατώτερης μεσαίας τάξης όλων των
φυλών απεχθάνονταν το Woke.
Η σημαντικότητα των πολιτισμικών ζητημάτων είναι πάντα
δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, φυσικά. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο
κύριος λόγος για τη νίκη του Τραμπ ήταν η οικονομία. Αλλά το πολιτισμικό
στοιχείο, το οποίο υπερβαίνει τη φυλή, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Διότι υπό τον Ομπάμα και στη συνέχεια τον Μπάιντεν, το
διοικητικό κράτος γίνεται πολύ πιο ριζοσπαστικό πολιτισμικά από την πλειοψηφία
του πληθυσμού. Και δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει όλη τη δύναμη του νόμου για να
επιβάλει το όραμά του, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης οποιουδήποτε δηλώνει
ότι είναι γυναίκα, είτε έχει «μεταβεί» είτε όχι, στα γυναικεία αθλήματα.
Έξω από την μπουρζουαζία, αυτό ήταν εξαιρετικά
αντιδημοφιλές, και τουλάχιστον εν μέρει αυτό που σηματοδοτεί η νίκη του Τραμπ
είναι μια σαρωτική εξέγερση ενάντια στην πολιτιστική ελίτ που εκπροσωπείται από
την Χάρις και από το νέο Δημοκρατικό Κόμμα γενικότερα.
Με τον τρόπο αυτό, ο Τραμπ πέτυχε κάτι που προηγουμένως
φαινόταν αδύνατο: δημιούργησε μια πραγματικά πολυφυλετική Δεξιά. Έχει επίσης
κατά κάποιον τρόπο «έμφυλοποιήσει» το δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ, με το
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να είναι πλέον το κόμμα των ανδρών και το Δημοκρατικό
Κόμμα το κόμμα των γυναικών (η συγχώνευση αυτών των δύο στοιχείων φαίνεται από
την κατάκτηση της πλειοψηφίας των ισπανόφωνων ανδρών από τον Τραμπ).
Το πρόβλημα για τη Χάρις στις εκλογές ήταν ότι τα
αναπαραγωγικά δικαιώματα δεν είχαν το κινητοποιητικό αποτέλεσμα που ανέμενε η
εκστρατεία της. Αντιθέτως, ο Τζο Μπάιντεν πήρε στην πραγματικότητα ελαφρώς
μεγαλύτερο ποσοστό της γυναικείας ψήφου το 2020 (57%) από ό,τι η Χάρις το 2024
(54%).
Αντιθέτως, οι άνδρες υποστηρικτές του Τραμπ προσήλθαν να
ψηφίσουν σε αριθμό ρεκόρ. Το τί σημαίνει αυτό για μια προεδρία Τραμπ, ωστόσο,
είναι ένα ξεχωριστό ερώτημα. Θα αναλάβει καθήκοντα τον ερχόμενο Ιανουάριο με
μια αυθεντική λαϊκή εντολή.
Και οι σκληρές πολιτικές του απέναντι στους παράνομους
μετανάστες είναι πιθανό να είναι δημοφιλείς, τουλάχιστον αρχικά, μεταξύ εκείνων
που τον ψήφισαν για να αναλάβει το αξίωμα, πολλοί από τους οποίους είναι
νόμιμοι μετανάστες. Και η αποδόμηση των πιο κραυγαλέων εκδηλώσεων της υπερβολής
του Woke είναι επίσης πιθανό να είναι δημοφιλής.
Αλλά όπως πάντα έλεγε ο γκουρού της προεκλογικής
εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ: «Είναι η οικονομία, ηλίθιε». Και
είναι αυτό που ο Τραμπ θα πετύχει ή θα αποτύχει να κάνει με την οικονομία που
θα καθορίσει τελικά το δικό του μέλλον και το μέλλον του Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος, το οποίο την τελευταία δεκαετία έχει σε μεγάλο βαθμό αναδιαμορφώσει
κατά τη δική του εικόνα.