Washington Post / Παραιτούνται οι αρχισυντάκτες, φεύγουν εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες


Μεγάλες διαστάσεις, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της ιστορικής εφημερίδας, φαίνεται να λαμβάνει η πρόσφατη απόφαση του ιδιοκτήτη της εφημερίδας Washington Post, Τζεφ Μπέζος, να μην υποστηρίξει ούτε τη Δημοκρατική υποψήφια Κάμαλα Χάρις, ούτε τον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό της Ντόναλντ Τραμπ, μέσα από τις σελίδες της, ενόψει των προεδρικών εκλογών, καθώς οι παραιτήσεις αρχισυντακτών υποβάλλονται η μία μετά την άλλη, και ταυτόχρονα τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι είχαν ακυρώσει τις ψηφιακές συνδρομές τους μέχρι εχθές Τετάρτη.

 

Τα μέλη της συντακτικής επιτροπής Ντέιβιντ Χόφμαν και Μόλι Ρόμπερτς παραιτήθηκαν αμφότεροι με δυναμικές επιστολές στις οποίες ανέφεραν τους λόγους.

 

«Πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε μια πολύ πραγματική απειλή απολυταρχίας με την υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ», έγραψε στην επιστολή παραίτησής του ο Χόφμαν, ο οποίος πήρε το βραβείο Πούλιτζερ μόλις την περασμένη εβδομάδα . «Θεωρώ αβάσιμο και ασυνείδητο το γεγονός ότι έχουμε χάσει τη φωνή μας σε αυτή την επικίνδυνη στιγμή».

 

Η δε Ρόμπερτς δήλωσε ότι παραιτείται «επειδή η επιτακτική ανάγκη να υποστηρίξουμε την Κάμαλα Χάρις έναντι του Ντόναλντ Τραμπ είναι ηθικά όσο πιο ξεκάθαρη γίνεται».

 

Το ίδιο έπραξε και η Μισέλ Νόρις, αρχισυντάκτρια άρθρων γνώμης στην Post και η πρώτη Αφροαμερικανή γυναίκα παρουσιάστρια του Εθνικού Δημόσιου Ραδιοφώνου (NPR), η οποία χαρακτήρισε τη μη υποστήριξη προεδρικού υποψηφίου «τρομερό λάθος».

 

«Αποφάσισα να παραιτηθώ από το ρόλο μου ως αρθρογράφος της Washington Post – μιας εφημερίδας που αγαπώ», έγραψε η Νόρις , η οποία είναι αρθρογράφος γνώμης στην εφημερίδα από το 2019.

 

«Σε μια στιγμή όπως αυτή, ο καθένας πρέπει να πάρει τις δικές του αποφάσεις. Η απόφαση της Washington Post να παρακρατήσει μια υποστήριξη που είχε γραφτεί και εγκριθεί σε μια εκλογική διαδικασία όπου διακυβεύονται βασικές δημοκρατικές αρχές ήταν ένα τρομερό λάθος και μια προσβολή στις μακροχρόνιες αξίες της ίδιας της εφημερίδας να υποστηρίζει τακτικά υποψηφίους από το 1976».

 

Οι Χόφμαν, Ρόμπερτς και Νόρις ακολουθούν τα βήματα του Ρόμπερτ Κάγκαν, ενός σπουδαίου συντάκτη που εγκατέλειψε την εφημερίδα την περασμένη εβδομάδα, αφού ο εκδότης και διευθύνων σύμβουλος της, Γουίλιαμ Λούις, δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει κανένα υποψήφιο στην προεδρική κούρσα του 2024, αντανακλώντας βεβαίως την απόφαση του αφεντικού Μπέζος.

 

Σε μια στήλη που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Post την περασμένη Παρασκευή, ο Λούις περιέγραψε την απόφαση για μη υποστήριξη υποψηφίων ως «επιστροφή στις ρίζες της εφημερίδας.»

 

«Αναγνωρίζουμε ότι αυτό θα “διαβαστεί” ποικιλοτρόπως, μεταξύ άλλων ως σιωπηρή υποστήριξη ενός υποψηφίου, ή ως καταδίκη ενός άλλου, ή ως αποποίηση ευθύνης. Αυτό είναι αναπόφευκτο», έγραψε ο Λούις. «Εμείς δεν το βλέπουμε έτσι. Το βλέπουμε ως σύμφωνο με τις αξίες που πάντα υποστήριζε η Post και αυτό που ελπίζουμε σε έναν ηγέτη: χαρακτήρα και θάρρος στην υπηρεσία της αμερικανικής ηθικής, σεβασμό για το κράτος δικαίου και σεβασμό για την ανθρώπινη ελευθερία σε όλες τις πτυχές της».

 

Λίγο μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, άλλη μια ομάδα έγκριτων αρθρογράφων της Post, μεταξύ των οποίων ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Γιουτζίν Ρόμπινσον και η πρώην αναπληρώτρια αρχισυντάκτρια Ρούθ Μάρκους, καταδίκασαν επίσης την κίνηση.

 

Κριτική άσκησαν επίσης και οι πασίγνωστοι, ιστορικής σημασίας (σκάνδαλο Γουότεργκειτ) δημοσιογράφοι της Washington Post Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν: «Σεβόμαστε την παραδοσιακή ανεξαρτησία της συντακτικής σελίδας, αλλά αυτή η απόφαση 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024 αγνοεί τα συντριπτικά ρεπορτάζ της ίδιας της Washington Post για την απειλή που αποτελεί ο Ντόναλντ Τραμπ για τη δημοκρατία», έγραψαν οι δημοσιογράφοι σε ανακοίνωσή τους.

 

«Υπό την ιδιοκτησία του Τζεφ Μπέζος, η ειδησεογραφική επιχείρηση της Washington Post έχει χρησιμοποιήσει τους άφθονους πόρους της για να διερευνήσει αυστηρά τον κίνδυνο και τη ζημιά που θα μπορούσε να προκαλέσει μια δεύτερη προεδρία Τραμπ στο μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας και αυτό κάνει αυτή την απόφαση ακόμη πιο εκπληκτική και απογοητευτική, ειδικά τόσο αργά στην εκλογική διαδικασία», τόνισαν οι σπουδαίοι δημοσιογράφοι.

 

Σωρηδόν οι απεγγραφές

 

Μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας, περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι είχαν ακυρώσει τις ψηφιακές συνδρομές τους στην Washington Post, σύμφωνα με το NPR.

 

Το δημοσίευμα σημείωσε ότι ο αριθμός αυτός είναι «περίπου το 8% της επί πληρωμή κυκλοφορίας της εφημερίδας που αριθμεί 2,5 εκατομμύρια συνδρομητές, η οποία περιλαμβάνει και την έντυπη έκδοση».

 

Η Post δεν άρχισε να υποστηρίζει τακτικά προεδρικούς υποψηφίους μέχρι το 1976, όταν η εφημερίδα υποστήριξε τον Τζίμι Κάρτερ «για ευνόητους τότε λόγους», έγραψε ο Λούις.

 

Εκατοντάδες αναγνώστες μοιράστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στιγμιότυπα από την ακύρωση της συνδρομής τους στην Post. Η Post δεν έχει δώσει αριθμούς ακυρώσεων, ενώ ο Λούις δεν απάντησε σε αίτημα συνέντευξης που υπέβαλε η ίδια του η εφημερίδα.

 

Περισσότεροι από 2.000 αναγνώστες των Los Angeles Times ακύρωσαν τις συνδρομές τους επικαλούμενοι λόγους «συντακτικού περιεχομένου» μετά την άρνηση του Πάτρικ Σούν Σιόνγκ, δισεκατομμυριούχου ιδιοκτήτη της εφημερίδας, να αφήσει τη συντακτική επιτροπή της να υποστηρίξει την Χάρις για την προεδρία.

 

Η κόρη του Σούν Σιόνγκ, η Νίκα Σούν Σιόνγκ, 31 ετών, έκανε μια αιφνιδιαστική πρόταση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η επιλογή να μην υποστηρίξουν κάποιον υποψήφιο έγινε από όλη την οικογένεια, εν μέρει λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις όσον αφορά το Ισραήλ και τη Γάζα.

 

Ο πατέρας της αρνήθηκε δημοσίως τον συνειρμό, και δήλωσε ότι η κόρη του δεν είχε κανένα ρόλο στις συντακτικές πολιτικές και δεν κατείχε ποτέ θέση στην εφημερίδα.

Τι υποστήριξε ο Μπέζος

 

Σε άρθρο του στην Post με τον υπότιτλο «Ένα σημείωμα από τον ιδιοκτήτη μας», ο Τζεφ Μπέζος τόνισε ότι «οι προεδρικές προτιμήσεις δεν κάνουν τίποτα για να “γείρουν τη ζυγαριά” των εκλογών. Κανένας αναποφάσιστος ψηφοφόρος στην Πενσυλβάνια δεν πρόκειται να πει “θα ακολουθήσω την υποστήριξη της εφημερίδας Α”. Κανείς. Αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα οι προεδρικές “εγκρίσεις” είναι να δημιουργούν την αντίληψη της προκατάληψης. Μια αντίληψη μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους λοιπόν είναι μια απόφαση αρχών, και είναι η σωστή. Ο Γιοτζίν Μέγιερ, εκδότης της Washington Post από το 1933 έως το 1946, είχε σκεφτεί το ίδιο, και είχε δίκιο. Από μόνη της, η άρνηση υποστήριξης των προεδρικών υποψηφίων δεν είναι αρκετή για να μας ανεβάσει πολύ ψηλά στην κλίμακα εμπιστοσύνης, αλλά είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εύχομαι να είχαμε κάνει την αλλαγή νωρίτερα από ότι την κάναμε, σε μια στιγμή πιο μακριά από τις εκλογές και τα συναισθήματα γύρω από αυτές. Αυτό ήταν ανεπαρκής σχεδιασμός και όχι κάποια σκόπιμη στρατηγική», υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο Μπέζος.

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη