Νικόλ Λειβαδάρη
Η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών είναι αλήθεια πως συζητήθηκε στο Μαξίμου, όπως είναι αλήθεια και ότι η ίδια η κυβέρνηση άφηνε εντέχνως ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής της. Και η συζήτηση όμως, και οι επακόλουθες διαρροές, ήταν κυρίως επικοινωνιακού και τακτικού χαρακτήρα καθώς ήδη, εδώ και μέρες, είχε φθάσει στα δημοσιογραφικά γραφεία η πληροφορία πως ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει από το Λονδίνο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει τελικά τραπεζικός φόρος.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μάλιστα, είχε φροντίσει να προαναγγείλει το «όχι» στην συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 το περασμένο Σάββατο και χθες, από το συνέδριο που διοργανώνουν στην βρετανική πρωτεύουσα η Morgan Stanley και το Ελληνικό Χρηματιστήριο, έκλεισε οριστικά τα σχετικά σενάρια: «Η κυβέρνηση ξέρει τι θέλει από τις τράπεζες και έχει τους τρόπους να το δρομολογήσει. Η έκτακτη φορολόγηση των κερδών των τραπεζών δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς», δήλωσε.
Σχεδόν την ίδια ώρα, το δικό του «όχι» διαμήνυε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε οικονομικό φόρουμ στην Αθήνα: «Αν φορολογήσεις τις τράπεζες καθυστερείς την εξυγίανση του κλάδου», είπε, φροντίζοντας να αποκρούσει και το επιχείρημα πως οι τράπεζες οφείλουν την επιστροφή ενός «κοινωνικού μερίσματος» αφού διασώθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων: «Η ελληνική κρίση» δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, «δεν ήταν τραπεζική κρίση, ήταν κρίση δημοσίου που επηρέασε τις τράπεζες» τόνισε.
Πίσω από αυτά τα δύο «όχι» βρίσκεται ένα έντονο παρασκήνιο, μια όντως δύσκολη περίοδος στις σχέσεις κυβέρνησης και τραπεζών καθώς και παράπλευρες πολιτικές πιέσεις.
Στην κυβέρνηση υπάρχει πράγματι γκρίνια για τις τράπεζες για δύο λόγους: για τις υψηλές προμήθειες που εξακολουθούν να χρεώνουν ακόμη και για απλές συναλλαγές και για την «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων που είναι από τις υψηλότερες σε όλη την Ευρώπη (μέσο επιτόκιο καταθέσεων 0,54%, και μέσο επιτόκιο δανεισμού 5,78%).
Ειδικά για τις προμήθειες, στο Μαξίμου θεωρούν πως τροφοδοτούν το γενικό αίσθημα της ακρίβειας και την δυσφορία των πολιτών και η κυβέρνηση έχει πιέσει επανειλημμένα, και ανεπιτυχώς, τις τράπεζες να τις μειώσουν. Οι τελευταίες σχετικές συζητήσεις του υπουργού Οικονομικών με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών απέφεραν περισσότερη ένταση παρά κοινό τόπο και αμέσως μετά μπήκε στο τραπέζι το σενάριο του έκτακτου φόρου στα τραπεζικά κέρδη – κέρδη, που έφθασαν στα 3,5 δις ευρώ μόνον στο πρώτο εννεάμηνο του 2024.
Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένα σενάριο που διακινήθηκε περισσότερο ως μοχλός πίεσης προς τις τράπεζες για να προχωρήσουν σε κινήσεις μείωσης των προμηθειών παρά ως σοβαρή κυβερνητική πρόθεση. Πυροδότησε, δε, νέο γύρο έντασης καθώς από την στιγμή που άνοιξε το θέμα οι τραπεζικές μετοχές κατέγραψαν απώλειες κοντά στο 15%, γεγονός που προκάλεσε και τα έντονα μηνύματα διαμαρτυρίας των τραπεζιτών προς το Μαξίμου.
Οι διαμαρτυρίες αυτές αποδείχθηκαν αρκετά ισχυρές για να ανακόψουν οποιαδήποτε σοβαρή σκέψη – εάν υπήρξε – επιβολής του φόρου, παρ’ ότι η κυβέρνηση δέχθηκε παράπλευρη πολιτική πίεση από δύο μέτωπα: Το ένα ήταν η απόφαση, την περασμένη εβδομάδα του ισπανού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ να ανεβάσει στο 7% τον συντελεστή έκτακτης φορολόγησης των τραπεζών από το 4,8% που είχε ήδη επιβάλει πριν από δύο χρόνια. Το άλλο ήταν η προαναγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη ότι το ΠΑΣΟΚ θα καταθέσει τις επόμενες μέρες τροπολογία για έκτακτο φόρο από 3% έως 5% στα τραπεζικά κέρδη, προκειμένου να υπάρξουν έσοδα και δημοσιονομικός χώρος που θα επέτρεπαν την μείωση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης.
Το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα απέναντι στην πρόταση Ανδρουλάκη είναι πως τα όποια έσοδα από έκτακτες φορολογίες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν κοινωνικά μέτρα λόγω του «κόφτη» δαπανών που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι ίδιοι «κόφτες» όμως ισχύουν και για την Ισπανία και κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν έχει εξηγήσει έως τώρα εάν και πως τους παρακάμπτει η κυβέρνηση Σάντσεθ.
Το νέο πάντως σενάριο που διακινείται από το Μαξίμου είναι πως η κυβέρνηση θα πιέσει τις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειες μέσω του IRIS, εξ ου και το χθεσινό μήνυμα Μητσοτάκη ότι η κυβέρνηση «έχει τρόπους» να πάρει αυτό που θέλει. Κατά τις ίδιες πληροφορίες εξετάζεται η αύξηση του ανώτατου ορίου μεταφορών με IRIS που σήμερα είναι στα 500 ευρώ ή και η επέκταση του συστήματος σε πληρωμές λογαριασμών. Με δεδομένο ότι οι μεταφορές με IRIS δεν έχουν καμία χρέωση, η επέκτασή του θα κόστιζε στις τράπεζες σημαντικές απώλειες σε προμήθειες.