Απόστολος Καψάλης
Ας είμαστε επιεικείς. Δεν είναι εύκολο για μια ακραία νεοφιλελεύθερη και αυταρχική κυβέρνηση, όπως η ελληνική, να σταθεί στη σωστή πλευρά της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης.
Όπως και αν αυτή «αναπροσαρμόζεται» μετά την πανδημία,
στη βάση έστω ψευδο-νεοκεϊνσιανών λογικών αυτοσυντήρησης σε ένα περιβάλλον
εντεινόμενης (και) από τα κάτω αμφισβήτησης των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
κυρίως βέβαια με υπερσυντηρητικό-ακροδεξιό πρόσημο. Επί μία δεκαετία πλέον τα
στελέχη της σημερινής κυβέρνησης διατείνονται ότι οι δικές τους κοινωνικές
πολιτικές και ιδεοληψίες αποτελούν τη βασική εγγυήτρια δύναμη «παραμονής της
χώρας στην Ευρώπη» απέναντι στην αριστερά και τα συνδικάτα που εγείρουν
παράλογες, ακοστολόγητες και αντιαναπτυξιακές/ υφεσιακές απαιτήσεις για την
επαναρρύθμιση της εργασίας.
Η αμηχανία της κυβέρνησης είναι απολύτως δικαιολογημένη
λόγω της Οδηγίας 2022/2041 και κυρίως των διατάξεων και των διατυπώσεων των
αιτιολογικών σκέψεων αυτής. Στην πραγματικότητα το περιεχόμενο και η
σκοπιμότητα της Οδηγίας θεμελιώνονται σε δύο βασικές θέσεις. Πρώτον, η
διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, άρα επαρκών κατώτατων μισθών
και η καταπολέμηση της φτώχειας στις τάξεις των εργαζομένων αποτελούν εκ νέου
κεντρικές επιδιώξεις της Ένωσης. Δεύτερον, ο καταλληλότερος τρόπος για την
επίτευξη αυτών των στόχων είναι η ενίσχυση των ελεύθερων συλλογικών
διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα, κυρίως δε σε κλαδικό και διακλαδικό,
συμπεριλαμβανομένου ρητώς και του δημοσίου τομέα. Ανεξάρτητα από την
αμφιλεγόμενη νομική βάση της Οδηγίας ή την απουσία δεσμευτικότητας ως προς την
επίτευξη μετρήσιμων ποσοτικών στόχων ανά χώρα, η πολιτική σημασία της Οδηγίας
για χώρες όπως η Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη.
Τα (μνημονιακά στην περίπτωση της χώρας μας) προτάγματα
της αποκέντρωσης της συλλογικής διαπραγμάτευσης, της εσωτερικής υποτίμησης και
της ενίσχυσης των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων υποχωρούν. Αντιθέτως, η
Ευρωπαϊκή Ένωση εξαναγκάζεται να «ξαναθυμηθεί» τα θεμελιώδη κοινωνικά
δικαιώματα παραπέμποντας ευθέως στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, στον Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στον πιο πρόσφατο Ευρωπαϊκό
Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Γκέτεμποργκ 2017).
Συγκεκριμένα, τα κράτη-μέλη έχουν στο εξής την υποχρέωση
αφενός να λάβουν θετικά νομοθετικά και άλλα διοικητικά μέτρα για την αύξηση της
κάλυψης από (κλαδικές ως επί το πλείστον) συλλογικές συμβάσεις εργασίας
τουλάχιστον στο 80% του συνόλου των εργαζομένων. Η Ελλάδα είναι στον πάτο του
σχετικού συγκριτικού πίνακα της ΕΕ με ποσοστό μόλις 14%! Και αφετέρου να
καθορίζουν τον νόμιμο κατώτατο μισθό (εάν αυτός δεν αποτελεί αρμοδιότητα των
τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και εργοδοτικών ενώσεων) με κοινωνικά
κριτήρια, όπως ιδίως η αγοραστική δύναμη, το κόστος διαβίωσης, ο ρυθμός αύξησης
των μισθών και οι εξελίξεις στην παραγωγικότητα.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται (;). Όχι
ακριβώς. Οι κυβερνητικές επιλογές και η αδικαιολόγητη αδράνεια των συνδικάτων
δεν εμπνέουν αισιοδοξία.
Από τη μία, το σχετικό σχέδιο νόμου κατατίθεται ως
αναπόφευκτο κακό εκπρόθεσμα (η οδηγία έπρεπε να είχε ενσωματωθεί το αργότερο
στις 15 Νοεμβρίου), ενώ η διετία από την υιοθέτηση της Οδηγίας (19/10/2022)
παρήλθε άπρακτη. Χωρίς προπαρασκευαστικές νομικές ενέργειες ή έστω διαδικασίες
διαβούλευσης με τους κοινωνικούς συνομιλητές, οι γνώμες των οποίων δεν
ζητήθηκαν καν στο πλαίσιο διαμόρφωσης του σχετικού πορίσματος της «ανεξάρτητης»
Επιτροπής. Επιπλέον, το νομοσχέδιο αποκλίνει ουσιωδώς και από το πνεύμα και από
το γράμμα της Οδηγίας.
Αγνοεί επιδεικτικά τις διατάξεις της Οδηγίας που αφορούν
στην προτεραιοποίηση της σύναψης συλλογικών συμβάσεων σε κλαδικό επίπεδο και
στην πλήρη αποκατάσταση της διαπραγμάτευσης στον ιδιωτικό και στο δημόσιο
τομέα, προς όφελος ακόμη και των πλέον ευέλικτα εργαζόμενων (freelancers,
ψευδοαυτοαπασχολούμενων κλπ). Επιπρόσθετα δίνει έμφαση στο νομοθετημένο
κατώτατο μισθό παρά το γεγονός ότι οι τριτοβάθμιες εργατικές και εργοδοτικές
ενώσεις επιθυμούν να επαναλάβουν τον καθορισμό του μέσα από ελεύθερη συλλογική
διαπραγμάτευση. Τέλος, διασφαλίζει ότι ακόμη και αυτός ο νομοθετημένος
κατώτατος μισθός θα αποτρέπεται να αυξάνει σε αξιοπρεπή όρια με δύο τρόπους.
Αφενός, με την εισαγωγή δύο αλγοριθμοποιημένων κριτηρίων
που δεν περιλαμβάνονται στην Οδηγία και που δεν μπορούν να εφαρμοστούν πριν από
το 2028. Ο συντελεστής θα προκύπτει από το άθροισμα α) του ετήσιου ποσοστού
μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το χαμηλότερο ποσοστό 20% της
εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και β) του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού
μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών. Για την τριετία
2025-2027 ο καθορισμός του θα γίνει πρακτικά όπως ήδη γίνεται διατηρώντας εν
πολλοίς τα σημερινά αντίθετα προς στο περιεχόμενο της Οδηγίας κριτήρια
(κατάσταση οικονομίας, προοπτικές ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητα τιμών, ποσοστό
ανεργίας κλπ). Αφετέρου, με την εισαγωγή μεγάλου αριθμού εξαιρέσεων ως προς την
προς τα πάνω αναπροσαρμογή του με την επίκληση των γνωστών μνημονιακής λογικής
επιχειρημάτων περί εκτάκτων περιστάσεων, σημαντικής ύφεσης, παραγωγικότητας,
δημοσιονομικών δυνατοτήτων κλπ.
Από την άλλη, το έργο της κυβέρνησης διευκολύνεται από την
αμηχανία που επικρατεί στην εργατική πλευρά και δη στα συνδικάτα, αλλά και στην
αδράνεια που έχει κυριεύσει με όρους αχαλίνωτης εσωστρέφειας σχεδόν όλες τις
αριστερές πολιτικές δυνάμεις εντός και εκτός κοινοβουλίου. Η αποφυγή
εναρμόνισης έστω με το πνεύμα της εν λόγω οδηγίας θα έπρεπε να είχε σημάνει ήδη
συναγερμό στις πολιτικές και εργατικές οργανώσεις των υποτελών τάξεων. Κι αν
όχι να διεξάγεται ένας «κοινωνικός πόλεμος» στα πρότυπα των εργατικών
κινητοποιήσεων και διεργασιών στην Γαλλία από τα κίτρινα γιλέκα μέχρι τις μάχες
του Νέου Λαϊκού Μετώπου, έστω να ασκούνται ουσιαστικές πιέσεις τόσο για την
επαναφορά των αρχών της εύνοιας και της επεκτασιμότητας όσο και για την
κατάργηση των περισσότερων μνημονιακών αντισυνταγματικών απορρυθμίσεων σε βάρος
της συλλογικής αυτονομίας.
Απόστολος
Καψάλης, επίκουρος καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Η ανάλυση περιλαμβάνεται
στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Σχέδιο νόμου για τη μισθωτή εργασία: Τι
επιφυλάσσει για το μέλλον των εργαζομένων»