Γιάννης Μυλόπουλος
Δεν είναι η πρώτη φορά που θετικές έννοιες όπως η ειρήνη, η ελευθερία, η δημοκρατία, η αλήθεια, η ασφάλεια, η αξιοκρατία ή η αξιολόγηση γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων.
Η ειρήνη, για παράδειγμα, όπως και η ελευθερία, έχουν
χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην ιστορία από πολεμοχαρείς ηγέτες σαν πρόσχημα για
να πνιγούν στο αίμα ολόκληροι λαοί.
Η βελτίωση του Γερμανικού έθνους χρησιμοποιήθηκε από τον
Χίτλερ και τους Ναζί σαν πρόσχημα για την εθνοκάθαρση και την εξόντωση Εβραίων,
Ρομά και ομοφυλόφιλων.
Η δημοκρατία έχει χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη από
αυταρχικά καθεστώτα για την επιβολή δικτατορίας. Ο δικός μας δικτάτορας, ο
Γιώργος Παπαδόπουλος, μάλιστα, αρέσκονταν να παρομοιάζει την Ελλάδα με ασθενή
που έπασχε από βαριά νόσο και ως εκ τούτου χρειάζονταν χειρουργική επέμβαση. Το
γιατί και με τι προσόντα ανέλαβε να μας χειρουργήσει ο ίδιος και η χούντα του,
δεν εξηγήθηκε ποτέ…
Το καθεστώς Μητσοτάκη έχει κατ΄ επανάληψη χρησιμοποιήσει
θετικές έννοιες ως πρόσχημα για την επίτευξη των πολιτικών του στόχων.
Η αλήθεια, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για
τη δημιουργία ενός παρακρατικού και διαπλεκόμενου με ιδιωτικές εταιρείες που
χρηματοδοτούνται από το δημόσιο μηχανισμού προπαγάνδας υπέρ της κυβέρνησης, της
λεγόμενης «Ομάδας Αλήθειας».
Η ασφάλεια των πολιτών, επίσης, χρησιμοποιείται σαν
πρόσχημα για ακραία βία και αστυνομική καταστολή κάθε φορά που η κυβέρνηση
επιδιώκει να κερδίσει την επικοινωνιακή ηγεμονία. Οι φοιτητές και οι νέοι
γενικότερα έχουν πολλά να πουν για την ασφάλεια που παρέχει το αστυνομικό
κράτος του κ. Μητσοτάκη. Με τη μαφία, από την άλλη, να αλωνίζει ελεύθερη στη
χώρα και με τα εγκλήματα στη μέση του δρόμου να έχουν γίνει καθημερινή υπόθεση.
Και με την ασφάλεια των μεταφορών να έχει γίνει, μετά τα
Τέμπη, το συντομότερο ανέκδοτο.
Κι ακόμη, η αναβάθμιση της δημόσιας πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης μέσω του ανταγωνισμού με ιδιωτικές δομές έχει χρησιμοποιηθεί σαν
πρόσχημα για την απόδοση στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που εμφανίζονται σαν
κολέγια του προνομιακού εμπορικά τίτλου των… πανεπιστημίων.
Όπως και η Ενιαία Βαθμολογική Βάση, που στέλνει χιλιάδες
νέους πελατεία στα ιδιωτικά κολέγια κάθε χρόνο χωρίς εξετάσεις και χωρίς άλλα
κριτήρια αξιολόγησης, αφήνοντας ταυτοχρόνως χιλιάδες θέσεις κενές στα
πανεπιστήμια, έχει χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα για την αξιοκρατία στην Παιδεία.
Τώρα ήρθε η σειρά της αξιολόγησης να χρησιμοποιηθεί από
την κυβέρνηση Μητσοτάκη για εκδικητικές απολύσεις όσων εκπαιδευτικών αντιδρούν
σε αυτή την προσχηματική διαδικασία.
Η απειλή της απόλυσης σε όσους αντιδρούν στη δική τους,
προσωπική αξιολόγηση, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αργοπεθαίνει από την
υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση και την απαξίωση, χωρίς να έχει αξιολογηθεί
πρώτα το ίδιο και να θεραπευτούν οι πληγές, προδίδει τις πραγματικές προθέσεις
της προσχηματικής διαδικασίας.
Είναι σαν να έχουμε μια πεπαλαιωμένη επιχείρηση, (είναι
σκόπιμο το παράδειγμα γιατί μόνο από κέρδη και επιχειρήσεις καταλαβαίνουν οι
κυβερνώντες και οι νεοφιλελεύθεροι χειροκροτητές τους), η οποία πνέει τα
λοίσθια, παρατημένη από τους μετόχους της. Οι οποίοι, αντί να επενδύσουν στον
εκσυγχρονισμό των μεθόδων, στην ανανέωση των μέσων και στη βελτίωση των
προϊόντων της επιχείρησης, ώστε αυτή να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς, εκείνοι
επιδιώκουν να ρίξουν την ευθύνη στους από καιρό απαξιωμένους μισθολογικά
εργαζόμενους.
Οι εργαζόμενοι, δηλαδή, σε ένα τέτοιο καθεστώς έχουν δυο
επιλογές. Ή να αξιολογηθούν με ένα σύστημα μιας προσχηματικής αξιολόγησης που
είναι βέβαιο ότι θα τους καταστήσει υπευθύνους για την κακή πορεία της
εταιρείας ή να αρνηθούν την προσχηματική αξιολόγηση.
Και στις δύο περιπτώσεις τους περιμένει η απόλυση. Στην
πρώτη σαν συνέπεια της απόδοσης σε αυτούς της ευθύνης για την κακή πορεία της
επιχείρησης. Ενώ στη δεύτερη, σαν τιμωρία και σαν εκδίκηση γιατί δεν δέχτηκαν
να επωμιστούν μια ευθύνη που δεν τους αναλογεί.
Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, οι χαμηλότερα αμειβόμενοι και
με τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, απαξιωμένοι από την κυβέρνηση
Μητσοτάκη και καθημαγμένοι από έναν καθημερινό αγώνα σε άγονο έδαφος που δεν
φέρνει αποτέλεσμα, πέραν της ανάδειξης του ηρωισμού τους, δεν είναι ότι
αρνούνται την αξιολόγηση ως προϋπόθεση βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι ίδιοι, άλλωστε, αξιολογούν καθημερινά, αλλά και
αξιολογούνται από τα παιδιά μας κι από εμάς τους ίδιους στα σχολεία.
Αυτό που αρνούνται, και έχουν απόλυτο δίκιο, είναι μέσω
αυτής της αξιολόγησης να αναλάβουν οι ίδιοι τις ευθύνες για την κακή πορεία της
εκπαίδευσης.
Που οφείλεται κυρίως στο γεγονός που αποδεικνύουν οι
διεθνείς και οι ευρωπαϊκές δείκτες. Ότι είμαστε η ευρωπαϊκή χώρα με τη
μικρότερη χρηματοδότηση και τη μεγαλύτερη υποστελέχωση του εκπαιδευτικού μας
συστήματος.
Αυτό που επιδιώκουν οι εκπαιδευτικοί αντιδρώντας σε μια
προσχηματική προσωπική τους αξιολόγηση, είναι η ουσιαστική αξιολόγηση του
εκπαιδευτικού μας συστήματος, με σκοπό την αναβάθμισή του ως συνόλου.
Ξεκινώντας από την εκπαιδευτική πολιτική, τις δομές, τις
λειτουργίες, τα προγράμματα σπουδών και τη δημόσια χρηματοδότηση και φτάνοντας
μέχρι το σύστημα των διορισμών, την όλη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού,
την ανανέωση της γνώσης και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Μια συνολική αξιολόγηση όχι μόνο των εκπαιδευτικών, αλλά
και αυτών που είναι υπεύθυνοι για το εκπαιδευτικό σύστημα και τη λειτουργία
του. Οι οποίοι φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την καλή ή την κακή πορεία του.
Αυτή η ουσιαστική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος
δεν θα γίνει με απειλές και εκδικητική διάθεση από την Πολιτεία, αλλά ως
έμπρακτη απόδειξη του ενδιαφέροντός της για την ποιοτική αναβάθμιση μιας
εξαιρετικά σημαντικής δημόσιας λειτουργίας από την οποία εξαρτάται το μέλλον
των Ελλήνων και το μέλλον της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όμως, δεν αντιλαμβάνεται την
εκπαίδευση ως επένδυση για το μέλλον. Την αντιλαμβάνεται μόνο σαν βάρος για τις
κρατικές δαπάνες. Και συγχρόνως και σαν ευκαιρία για κερδοσκοπία συμφερόντων
που δραστηριοποιούνται στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Γι’ αυτό σχεδιάζει μια ταξική Παιδεία, στην οποία θα
μορφώνονται καλά μόνον όσοι έχουν χρήματα και προέρχονται από εύπορες
οικογένειες.
Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η
κυβέρνηση χειρίζεται τη δημόσια εκπαίδευση, από την υπόθεση των επερχόμενων
εκατοντάδων χιλιάδων διαγραφών των λεγόμενων… αιώνιων φοιτητών.
Πρώτα γιατί η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει, ως όφειλε,
στην ουσιαστική αξιολόγηση αυτών τους οποίους αποκαλεί «αιώνιους».
Αδυνατώντας, ως εκ τούτου, να διακρίνει τους ενεργούς
φοιτητές, που προσπαθούν σε δύσκολες γι’ αυτούς οικονομικές και κοινωνικές
συνθήκες να ανταποκριθούν στις σπουδές τους αλλά επιμένουν, καθυστερώντας
κάποια χρόνια τη λήψη του πτυχίου τους. Από τους ανενεργούς, από εκείνους
δηλαδή που έχουν χρόνια να εμφανιστούν και οι οποίοι έχουν πράγματι
εγκαταλείψει τις σπουδές τους.
Με αποτέλεσμα να ενοχοποιεί και να τιμωρεί με διαγραφή
όσους φοιτητές, προερχόμενοι από αδύναμες οικονομικά οικογένειες, καταβάλλουν
μια ειλικρινή προσπάθεια να σπουδάσουν, εργαζόμενοι συγχρόνως σε ευκαιριακές
δουλειές και διαμένοντας στις πόλεις καταγωγής τους, γιατί δεν μπορούν να
ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες της ζωής στην πόλη που σπουδάζουν.
Έτσι, θα διαγράψουν άδικα εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές,
επιτυγχάνοντας έναν διπλό στόχο.
Πρώτα θα αυξήσουν τεχνητά τους δείκτες χρηματοδότησης,
καθώς οι ίδιες δαπάνες θα αντιστοιχούν μετά τις διαγραφές σε λιγότερους
φοιτητές.
Και δεύτερον, θα επιδείξουν μια δήθεν αυστηρότητα,
εξαντλώντας την τιμωρητική τους διάθεση σε όσους έχουν ανάγκη στήριξης και
προστασίας.
Αυτή η πολιτική είναι συνταγή αποτυχίας, όπου κι αν έχει
εφαρμοστεί. Μια ματιά στους ευρωπαίους εταίρους μας και στις δημόσιες δαπάνες
που επενδύουν στην εκπαίδευση δείχνει τον δρόμο.
Η χώρα μας, αντίθετα, έχει γίνει ουραγός και στις
δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία, όπως έγινε και στην Υγεία και στις Μεταφορές
και στην κοινωνική φροντίδα και πρόνοια.
Σε αυτή την προοπτική της απαξίωσης του δημόσιου
εκπαιδευτικού συστήματος αντιδρούν οι εκπαιδευτικοί που αρνούνται να
αξιολογηθούν.
Κι αυτό που αντιπροτείνουν, είναι η κατά προτεραιότητα
αξιολόγηση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος ως συνόλου.
Και αφού θεραπευτούν οι πληγές που θα δείξει η αξιολόγηση
του συστήματος, τότε να αξιολογηθεί δίκαια και το προσωπικό. Σε ένα σύστημα,
όμως, υγιές, αξιοκρατικό και καλά χρηματοδοτημένο.
Η αξιολόγηση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος δεν
μπορεί να ξεκινά από τους χαμηλόμισθους και καθημαγμένους εκπαιδευτικούς. Και
κυρίως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εκδικητική και τιμωρητική, αλλά να
έχει θεραπευτικό χαρακτήρα.
Για να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα ότι θα υπάρξει αύριο
για τη χώρα.
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, πρώην Πρύτανης
ΑΠΘ, Επικεφαλής παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ