Κώστας Δουζίνας
Στην συζήτηση για την Ουκρανία, τις σχέσεις μας με την Τουρκία και το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον εμφανίζεται μια κοινότυπη άποψη για το διεθνές δίκαιο. Υποστηρίζεται υπόρρητα ότι ένα διεθνές κράτος δικαίου ρυθμίζει τις διεθνείς σχέσεις. Έχουμε ένα σύστημα βασισμένο σε νομικούς κανόνες που μπαίνει πάνω από τους υπολογισμούς και τα συμφέροντα των κρατών. Τα νομικά δικαιώματα επιβάλλονται επί των πολιτικών, οι νομικοί κανόνες παραμερίζουν τα κυβερνητικά συμφέροντα. Είναι μια εξωπραγματική θέση δυστυχώς.
Το
διεθνές δίκαιο διαφέρει σε όλα τα
κρίσιμα θέματα από το εθνικό. Είναι ήπιο και η συμμόρφωση εξαρτάται από την
καλή θέληση των κρατών. Δεν υπάρχει παγκόσμια κυβέρνηση και νομοθέτης, δεν
συνοδεύεται από δικαστήρια για να το ερμηνεύουν ούτε από αστυνομικής δύναμης
για την επιβολή του. Το είδαμε πρόσφατα με την απόφαση του Δειθνούς Δικαστηρίου
που διέταξε τον τερματισμό της Ρωσικής επίθεσης. Αλλά η απόφαση πήγε στο καλάθι
των αχρήστων του Πούτιν όπως και πολλές προηγούμενες. Από ακαδημαϊκή σκοπιά, το
διεθνές δίκαιο δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο νομικό κλάδο. Μοιάζει με τις
αμφισβητούμενες αναλύσεις των ειδικών στις διεθνείς σχέσεις, που συχνά δεν
διαφέρουν από μια σοφιστικέ δημοσιογραφία. Όπως είπε ένας διάσημος διεθνολόγος,
«ο νομικός του διεθνούς δικαίου θεωρείται αφελής φιλοσοφικά και ύποπτος
πολιτικά. Είναι είτε ουτοπιστής σοσιαλιστής είτε οπαδός του κοσμοπολιτισμού της
ελεύθερης αγοράς» [1]. Τι συμβαίνει λοιπόν με το διεθνές δίκαιο;
Τα
θεμέλια και η λειτουργία του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του κινούνται μεταξύ
ενός ρεαλιστικού πραγματισμού και του νομικιστικού φορμαλισμού. Στην μία άκρη,
ρόλος του διεθνούς δικαίου είναι να διευκολύνει την επίτευξη των στόχων της
εξωτερικής πολιτικής. Το δίκαιο δεν είναι ένα σύνολο κανόνων ενσωματωμένων σε
ένα «ιερό κείμενο». Είναι ένα «επαγγελματικό λεξιλόγιο» που χρησιμοποιείται από
κυβερνήσεις, διπλωμάτες και διεθνολόγους για τη διαχείριση διαφωνιών. Οι
καθηγητές διεθνούς δικαίου πρέπει επομένως να έχουν διεπιστημονική κατάρτιση
και ρεαλιστική προσέγγιση. Σημασία έχουν οι αιτίες και τα πιθανά αποτελέσματα
της λειτουργίας του διεθνούς δικαίου και όχι αυτά που λένε τα νομικά βιβλία και
οι διεθνείς συνθήκες. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι νομικοί μπορούν να βοηθούν τους
πολιτικούς και τα κράτη στην επιδίωξη των στόχων τους. Οι πιο ακραίοι
υποστηρικτές αυτής της τάσης συγχώνευσαν το διεθνές δίκαιο με τις διεθνείς σχέσεις,
δημιουργώντας μια «πραγματιστική» θεωρία του δικαίου, που μόνο κατ’ όνομα
υπακούει στους νομικούς κανόνες και τη δικαστική λογική.
Από
την άλλη μεριά, οι οπαδοί της νομικής ορθοδοξίας επιμένουν στην παραδοσιακή
κανονιστική λειτουργία του δικαίου. Υποστηρίζουν ότι, παρά τις δυσκολίες και
τις συνεχείς του αποτυχίες, έχει δημιουργηθεί μεταπολεμικά ένα διεθνές κράτος
δικαίου. Όπως και το εσωτερικό, το διεθνές δίκαιο διακρίνεται από την πολιτική
και βάζει περιορισμούς στην εξουσία και τους ισχυρούς. Το δίκαιο προσφέρει
σαφείς κανόνες και κριτήρια για την επίλυση αντιδικιών, με σημαντικότερη
ανάμεσά τους τη νομιμότητα της κήρυξης πολέμου. Η πρόδηλη περιφρόνηση για το
«διεθνές κράτος δικαίου» που έχουν δείξει κατά καιρούς όλες οι μεγάλες δυνάμεις
δεν είναι αποτέλεσμα αδυναμιών του δικαίου, αλλά απρόβλεπτων πολιτικών
παραγόντων που αντιμάχονται την υιοθέτησή του.
Κατά
τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, για παράδειγμα, στη διεθνή σκηνή κυριαρχούσε ο
αγώνας για την εθνική επιβίωση με υπέρτατη την εμπειρία της ζωής και του
θανάτου. Η κυριαρχία του εθνικού συμφέροντος και της «χομπσιανής» άποψης για
τις διεθνείς σχέσεις που ακολουθούν τον συσχετισμό δυνάμεων και την ισχύ των
μεγάλων. Η άποψη αντικατοπτρίζεται στο δικαίωμα βέτο των πέντε μόνιμων μελών
του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το βέτο χρησιμοποιείται για να εμποδιστεί η επιβολή
κυρώσεων σε κράτη που παραβιάζουν τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά είναι
δορυφόροι ή σύμμαχοι των μεγάλων δυνάμεων, της Αμερικής και της Σοβιετικής
Ένωσης παλιά σήμερα της Ρωσίας και της Κίνας. Έτσι οι αντιδικίες ανάμεσα στις
μεγάλες δυνάμεις και τους ακολούθους τους εξαιρούνται σε μεγάλο βαθμό από τη
δικαιοδοσία του διεθνούς δικαίου. Τα κράτη και οι νομικοί τους ξεπερνάνε τη
δυσκολία αγνοώντας το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Κυβερνήσεις
και σχολιαστές χαιρέτισαν το τέλος του ψυχρού πολέμου και την αυγή μιας νέας
εποχής. Όπως είχε υποστηρίξει ο καθηγητής του Harvard David Kennedy, «το τέλος
του ψυχρού πολέμου και η ταυτόχρονη ολοκλήρωση και επέκταση της δυτικής αγοράς
φαινόταν ότι σήμαιναν το θρίαμβο του ανθρωπισμού ως νέας γλώσσας για τις
διεθνείς υποθέσεις» [2]. Οι νομικοί κανόνες θα έπρεπε τώρα να δίνουν απαντήσεις
σε όλα τα νομικά ερωτήματα, ακόμα και στο πιο δύσκολο: πότε είναι σύννομο να
ξεκινήσεις έναν πόλεμο. Έχω εξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα γιατί η προσπάθεια
δημιουργίας μια σύγχρονης θεωρίας «δίκαιου πολέμου» απέτυχε. Οι περισσότεροι
πρόσφατοι πόλεμοι ήταν τυπικά παράνομοι: η επέμβαση στο Κόσοβο, στο Ιράκ, η
συμμετοχή εξωτερικών δυνάμεων στον εμφύλιο της Συρίας με αποκορύφωμα τώρα την
εισβολή στην Ουκρανία. Η μη ενεργή συμμετοχή του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία δεν
οφείλεται στον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο αλλά στον φόβο πυρηνικού πολέμου. Οι
κυρώσεις επιβλήθηκαν όχι βάσει του διεθνούς δικαίου και του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά
ως μονομερείς αποφάσεις των Δυτικών δυνάμεων.
Το
διεθνές δίκαιο έγινε ένα ακόμα όπλο στους πολιτικούς υπολογισμούς των μεγάλων
δυνάμεων. Όπως η εξωτερική πολιτική, οι οικονομικοί υπολογισμοί και η
στρατιωτική στρατηγική, το διεθνές δίκαιο αποτελεί ένα παράγοντα που λαμβάνουν
υπόψη οι κυβερνήσεις πριν αποφασίσουν πώς θα ενεργήσουν. Το προτάσσουν όταν
υποστηρίζει τα συμφέροντά τους και το ξεφορτώνονται εύκολα αν τους βάζει κάποιο
πραγματικό ή φανταστικό εμπόδιο. Η ιδέα ότι λίγο περισσότερο ή λίγο καλύτερο
δίκαιο ή η πιο αυστηρή εφαρμογή του θα μας απάλλασσε από τα βάσανα, τους
πολέμους και τις κτηνωδίες είναι δυστυχώς μια από τις μεγάλες χίμαιρες της
εποχής μας, το «ευγενές ψέμα» των διεθνών σχέσεων. Inter arma silent leges λέει
το κλασικό ρητό. Εκφράζει μια θεμελιώδη ρεαλιστική παρατήρηση που εξακολουθεί
να ισχύει: το δίκαιο ως τεχνικό μέσο για την επίλυση ή την εξουδετέρωση
συγκρούσεων λειτουργεί μέχρι το σημείο που ένας από τους αντιπάλους αποφασίσει
ότι δεν είναι δυνατή μια ειρηνική λύση. Όταν μιλάει η raison d’état το δίκαιο
σιωπά· αν συνεχίσει να μιλάει, το αναγκάζουν να σωπάσει ή το περικόπτουν.
Διεθνές
δίκαιο ala carte
Αυτή
η ανικανότητα των παραδοσιακών αντιλήψεων είναι ακριβώς το κίνητρο πίσω από την
κυρίαρχη αμερικανική προσέγγιση στο διεθνές δίκαιο. Τα στοιχεία των τελευταίων
τριάντα ετών δείχνουν ότι οι Αμερικάνικες κυβερνήσεις πρωτοστάτησαν στην
«πραγματιστική» άποψη για το διεθνές δίκαιο. Ο διάσημος συντηρητικός καθηγητής
Robert Kagan εξήγησε λεπτομερώς ότι η υποστήριξη ενός κράτους προς το διεθνές
δίκαιο έχει άμεση σχέση με τη δύναμή του στο παγκόσμιο σύστημα [3]. Όταν οι
Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αδύναμες στηρίζονταν στους κανόνες για να προστατέψουν
τα συμφέροντά τους· τώρα που είναι ισχυρές έχουν υιοθετήσει τη μονομέρεια και
έχουν εγκαταλείψει το διεθνές δίκαιο. Τα ευρωπαϊκά κράτη, από την άλλη, έχοντας
χάσει την παγκόσμια κυριαρχία, προσπαθούν να προωθήσουν ένα εξιδανικευμένο
όραμα για τον κόσμο, κατά το οποίο όλες οι χώρες μοιράζονται τις ίδιες αξίες
και ακολουθούν το διεθνές δίκαιο. Ο σοφιστής Καλλικλής στην κλασική Αθήνα και ο
Φρίντριχ Νίτσε στη νεωτερικότητα υποστήριζαν ότι η ηθική είναι ένα πονηρό κόλπο
των κατώτερων και των αδύναμων για να περιορίσουν τους δυνατούς.
Το
σχέδιο για τη δημιουργία ενός κοσμοπολιτισμού, με παγκόσμιο διεθνές δίκαιο,
διεθνείς οργανισμούς στην θέση κυβέρνησης και υπεράσπιση των ανθρώπινων
δικαιωμάτων, είναι η σύγχρονη «εκπολιτιστική αποστολή» της Ευρώπης ανάλογη με
αυτά που έκανε στις αποικίες. Στην πραγματικότητα, είναι μια προσπάθεια να
δημιουργηθεί μια υγειονομική ζώνη γύρω από την αμερικανική ισχύ. Έχει γεννηθεί
από την αδυναμία των Ευρωπαίων και την ανικανότητά τους να φροντίσουν για την
ασφάλειά τους. Αλλά οι κανόνες δεν περιορίζουν την εξουσία ούτε και παρέχουν
ασφάλεια. Ο ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός μπορεί «να ακμάσει μόνο υπό τη σκέπη της
αμερικανικής εξουσίας, που θα ασκείται σύμφωνα με τους κανόνες της παλιάς
χομπσιανής τάξης». Στο ρόλο τους ως «παγκόσμιος σερίφης», οι Ηνωμένες
Πολιτείες Το σχέδιο για τη δημιουργία
ενός κοσμοπολιτισμού, με παγκόσμιο διεθνές δίκαιο, διεθνείς οργανισμούς στην
θέση κυβέρνησης και υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είναι η σύγχρονη
«εκπολιτιστική αποστολή» της Ευρώπης ανάλογη με αυτά που έκανε στις αποικίες.
Στην πραγματικότητα, είναι μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια υγειονομική ζώνη
γύρω από την αμερικανική ισχύ. Έχει γεννηθεί από την αδυναμία των Ευρωπαίων και
την ανικανότητά τους να φροντίσουν για την ασφάλειά τους. Αλλά οι κανόνες δεν
περιορίζουν την εξουσία ούτε και παρέχουν ασφάλεια. Ο ευρωπαϊκός
κοσμοπολιτισμός μπορεί «να ακμάσει μόνο υπό τη σκέπη της αμερικανικής εξουσίας,
που θα ασκείται σύμφωνα με τους κανόνες της παλιάς χομπσιανής τάξης».
Στο
ρόλο τους ως «παγκόσμιος σερίφης», οι Ηνωμένες Πολιτείες «επιβάλλουν μια
σχετική ειρήνη και δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που η Αμερική θεωρεί γεμάτο ανομία,
όπου οι παράνομοι πρέπει να εμποδίζονται ή να εξοντώνονται, συχνά καταφεύγοντας
στα όπλα» [4]. Για να γίνει αυτό,
καταλήγει ο Kagan, η Αμερική «πρέπει να αρνηθεί να ακολουθεί διεθνείς συμβάσεις
που είναι πιθανό να περιορίσουν την ικανότητά της να μάχεται αποτελεσματικά στη
ζούγκλα. Πρέπει να υποστηρίζει τον έλεγχο των εξοπλισμών, αλλά όχι πάντα και
για τον εαυτό της. Πρέπει να εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά» [5]. Έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μέλος
στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, στις συμφωνίες του Κυότο και του Παρισιού για
το κλίμα, της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, για την βιολογική
ποικιλότητα, της διεθνούς σύμβασης για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά
δικαιώματα, των διεθνών συμβάσεων για την προστασία των γυναικών και των
παιδιών και άλλων που πολλαπλασιάστηκαν επί προεδρίας Τραμπ. Ο Kennedy
συμφωνεί. Το διεθνές δίκαιο και οι πιο σοφοί καθηγητές του έχουν αποδεχτεί τα
δύο «μέτρα και σταθμά». Η νέα παγκόσμια τάξη μπορεί να είναι αποτελεσματική και
ήπια, αρκεί οι νομικοί διεθνούς δικαίου να ξεχάσουν τις εξωπραγματικές
νομικιστικές τους αναστολές και να βοηθήσουν την παγίωσή του προσφέροντας όλα
τα χρήσιμα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους.
Εδώ
βρισκόμαστε. Υπάρχει η ευρέως διαδομένη άποψη για το διεθνές δίκαιο ως υπέρμαχο
του δίκιου και της νομιμότητας και η τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Το
δίκαιο και οι διεθνείς σχέσεις, όταν αφορούν τις μεγάλες δυνάμεις, κινούνται
συχνά σε δύο παράλληλα επίπεδα που δύσκολα συναρθρώνονται. Για τους μικρούς, το
δίκαιο μπορεί να ισχύσει μόνο ανάμεσα σε ισοδύναμους αν το αποδεχτούν και οι
δύο. Όταν μπλέκουμε με τους μεγάλους, το δίκαιο δεν θα μας δώσει το δίκιο μας.
Μια συμβουλή λοιπόν που καταλαβαίνει και τις δύο σχολές στην εφαρμογή του
δικαίου: να μένουν οι μικροί έξω από τις συγκρούσεις των μεγάλων.
Σημειώσεις:
[1] David Kennedy, “A New World
Order”, 4 Transational Law and Contemporary Problems 329 (1994), 339.
[2] Kennedy, ό.π., 169.
[3] Kagan, Paradise and Power,
passim.
[4]
Στο ίδιο, 73, 36.