Νικόλ Λειβαδάρη
Η «συγγνώμη» του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν το σήμα αναγκαστικής οπισθοχώρησης της κυβέρνησης στην δεύτερη γραμμή άμυνας για την τραγωδία των Τεμπών. Αποτελεί συνέπεια της (ραγδαίας) κατάρρευσης του αφηγήματος του «ανθρώπινου σφάλματος», συνοδεύεται από προφανή επιδίωξη διάχυσης των ευθυνών στο σύνολο του πολιτικού συστήματος και σε βάθος χρόνου– «συγγνώμη προσωπική, όσο και στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν την Ελλάδα εδώ και χρόνια» - και είναι προϊόν της βαθιάς πολιτικής και εκλογικής αγωνίας που έχει προκαλέσει στο Μαξίμου η κάθοδος της κοινωνικής οργής στους δρόμους.
Η
νέα τακτική του πρωθυπουργού παραπέμπει σε επιχείρηση συμψηφισμού τύπου «όλοι
ίδιοι είμαστε», υποκρύπτει και πάλι πρόθεση σύγκρισης με την διαχείριση Τσίπρα
μετά την πυρκαγιά στο Μάτι, όταν δεν υπήρχαν ούτε άμεσες παραιτήσεις, ούτε
άμεση συγγνώμη, κι έρχεται να συμπληρώσει το δόγμα της «διαχρονικής ευθύνης» σε
εκείνο της «ατομικής ευθύνης».
Δείχνει
επισφαλής με δεδομένο το βάθος του συλλογικού τραύματος και το γεγονός ότι
σήμερα η κυβέρνηση δεν ελέγχεται για την διαχείριση της τραγωδίας, όπως στο
Μάτι, αλλά για αυτά καθαυτά τα αίτια που την προκάλεσαν. Προς το παρόν όμως
είναι το μόνο διαθέσιμο όπλο για το Μαξίμου μπροστά στην ισχυρή δυναμική που δείχνει
να παίρνει το κίνημα διαμαρτυρίας των νέων και ενώπιον της ακύρωσης κάθε
πολιτικού και εκλογικού σχεδιασμού που προκαλεί το δράμα των Τεμπών.
Πέρα
από τις διαδηλώσεις με τα σακίδια και τα μαύρα μπαλόνια, στο damage control που
έγινε το Σαββατοκύριακο στο Μαξίμου αποτυπώθηκαν και τρεις ακόμη βασικοί
πολιτικοί φόβοι:
η
εκλογική ζημιά που θα κάνει στην κυβέρνηση η τραγική κατάρρευση του αφηγήματος
περί επιτελικού κράτους και «αρίστων», η ποινική (και μη συμψηφιζόμενη)
διάσταση που ανοίγουν στην υπόθεση τα εξώδικα των εργαζομένων στους
σιδηροδρόμους, και η οριστική πια απώλεια του πλεονεκτήματος του πρωθυπουργού
να επιλέξει εκείνος τον χρόνο των εκλογών.
Την
«επιχείρηση συγγνώμη» δεν βοηθά και το γεγονός ότι την ώρα που ο πρωθυπουργός
απέδιδε τιμή στα «νέα παιδιά που διαδήλωσαν βουβά και ειρηνικά» τα ΜΑΤ διέλυσαν επιθετικά το νέο
συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, η κυβερνητική διαχείριση της κρίσης όμως δείχνει
καταδικασμένη να περάσει από ακροβασίες ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και το δόγμα
νόμου και τάξης.
Οι
κυλιόμενες δημοσκοπήσεις της επόμενης εβδομάδας θα είναι εκείνες που θα κρίνουν
την επιτυχή ή μη ισορροπία (μαζί με τον τελικό χρόνο των εκλογών), το ιδανικό
σενάριο για το Μαξίμου θα ήταν να καταγραφούν παράλληλες απώλειες και για τα
δύο μεγαλύτερα κόμματα, ενώ παραπλεύρως δια των κομματικών στρατών των social
media, του Αδωνι Γεωργιάδη και των φιλικών στην κυβέρνηση μέσων ενημέρωσης
είναι ήδη εμφανής η απόπειρα να αποδοθεί πολιτική υποκίνηση στις κινητοποιήσεις
και καλλιέργεια τοξικού κλίματος από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ πάντως, και παρ΄ότι οι τόνοι θα ανέβουν από σήμερα, δεν διευκολύνει
μέχρι στιγμής το κυβερνητικό αφήγημα. Στην Κουμουνδούρου προτιμούν να μιλούν
περισσότερο οι οικογένειες των θυμάτων και λιγότερο οι ίδιοι, έχουν ορίσει
συγκεκριμένο πλαίσιο και πρόσωπα για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις τις δύσκολες
επόμενες μέρες και, προσώρας, κρατούν εκτός κάδρου τον Χρήστο Σπίρτζη που
θεωρούν ότι θα στοχοποιηθεί από την ΝΔ επειδή ήταν ο υπουργός Μεταφορών που
υπέγραψε την ιδιωτικοποίηση των τρένων το 2017.
Στα
κομματικά μετόπισθεν είδαν με ανακούφιση την πρώτη ανάρτηση του Παύλου Πολάκη
μετά την τραγωδία καθώς περιορίστηκε να καταγγείλει ως «ψεύτικη» την συγγνώμη
του πρωθυπουργού, ενώ ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας θα βγει μπροστά σκληρά μεν, αλλά
θεσμικά.
Θα
θέσει όλα τα σκληρά ερωτήματα, θα προκαλέσει κοινοβουλευτικές διαδικασίες –
στον βαθμό που θα μείνει ανοιχτή η Βουλή – , θα καταγγείλει κάθε απόπειρα
συμψηφισμού ως απόπειρα συγκάλυψης, αλλά ο ίδιος δεν θα συμψηφίσει και δεν θα
λαϊκίσει. Διότι αφενός δεν θέλει να δώσει διεξόδο στον Κυριάκο Μητσοτάκη και,
αφετέρου, γνωρίζει ότι ο κοινωνικός θυμός δεν αργεί να γίνει γενικός
αντιπολιτικός θυμός.