Σωτήρης Βαλντέν / Όχι στο «πατριωτικό» μέτωπο!


Σωτήρης Βαλντέν

Κάθε μέρα που περνά, τα «ήρεμα νερά» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κινδυνεύουν να δώσουν τη θέση τους σε νέες φουρτούνες. Η έλλειψη προόδου στην επίλυση των ζητημάτων ουσίας απειλεί την ύφεση.

 

Όταν όλοι επαναλαμβάνουν καθημερινά και δημόσια πως δεν υποχωρούν ούτε σπιθαμή από καμία θέση τους, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουμε και ένδειξη προόδου επί της ουσίας, είναι ζήτημα χρόνου οι διακηρύξεις αδιαλλαξίας να αρχίσουν πάλι να αντιμετωπίζονται εκατέρωθεν ως «προκλήσεις» και για μια ακόμη φορά να μπει σε κίνηση το σπιράλ της έντασης.

 

Η επικίνδυνη αυτή δυναμική τροφοδοτείται και από τις δύο πλευρές, κυρίως όμως από τη δική μας. Στην Άγκυρα ο υπουργός Άμυνας υπενθυμίζει με τον γνωστό σκληρό τρόπο τις θέσεις της χώρας του, αλλά ο επί των Εξωτερικών συνάδελφός του εκπέμπει μετριοπαθή μηνύματα. Και το σημαντικότερο, η αναστολή των τουρκικών υπερπτήσων φαίνεται να συνεχίζεται.

 

Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι σπάνιες φωνές λογικής Μητσοτάκη και Γεραπετρίτη, υπερκαλύπτονται πια από δηλώσεις και των δύο (όπως και του υπουργού Άμυνας), πως καμία υποχώρηση δεν θα κάνουμε. Λύσεις δεν βλέπουν, και καθημερινά πια ισχυρίζονται πως ούτε στο βάθος υπάρχει φως.

 

Δεν αφήνουν την παραμικρή ρωγμή από την οποία να χωρέσει κάποιος συμβιβασμός με την γείτονα. Απλά εκλιπαρούν την κοινή γνώμη και τους εγχώριους αντιπάλους τους να εκτιμήσουν τα «ήρεμα νερά» και να μην τους κατηγορούν άδικα για ενδοτισμό.

 

Με τέτοια αμυντική ή μάλλον ηττοπαθή στάση της κυβέρνησης, δεν υπάρχει περίπτωση να διαμορφωθούν συνθήκες που να επιτρέψουν οποιαδήποτε πρόοδο στην επίλυση των προβλημάτων με την  Τουρκία.

 

Ο κ. Μητσοτάκης -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- δεν δείχνει να διαθέτει το πολιτικό θάρρος που επέδειξε ο Τσίπρας όταν προχώρησε στη συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε είναι εύκολο για κάποιον που πολέμησε λυσσαλέα τις Πρέσπες, να μεταλλαχθεί σε πειστικό υπέρμαχο της μετριοπάθειας και των προωθητικών συμβιβασμών.

 

Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε πως η θέση του Μητσοτάκη και του επιτελείου του δεν είναι εύκολη:

 

Πρώτα απ’ όλα αντιμετωπίζει μια πανίσχυρη εθνικιστική αντιπολίτευση στο εσωτερικό της παράταξής του. Η διαγραφή του Σαμαρά είναι η κορυφή του παγόβουνου. Μπορεί να μην του δημιούργησε μείζον πρόβλημα, αυτό όμως οφείλεται στο ότι και ο ίδιος ομνύει -τουλάχιστον δημόσια- στην περίφημη «εθνική γραμμή», αυτή δηλαδή που στην πραγματικότητα αποκλείει κάθε λύση.

 

Αν διαφαινόταν η παραμικρή -και βέβαια απολύτως αναγκαία- μετακίνηση της κυβέρνησης από τους μαξιμαλισμούς, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΝΔ θα γιγαντώνονταν. Και δεν θα προέρχονταν μόνο από τον Καραμανλή. Είναι αρκετά πιθανό η κυβέρνηση να έχανε τη δεδηλωμένη.

 

Ο πρωθυπουργός έχει απέναντί του και την Ακροδεξιά που η σωρευτική της απήχηση κατά την πενταετή διακυβέρνηση της ΝΔ διπλασιάστηκε,  αγγίζοντας σήμερα το 20% (άλλη μια επιτυχία της κυβέρνησης). Η Ακροδεξιά απορροφά μεγάλο μέρος των δυσαρεστημένων της ΝΔ και ο κ.Μητσοτάκης, μετά και την υπόθεση του γάμου των ομοφυλοφίλων, φαίνεται σε πολλά ζητήματα να επιλέγει μια τακτική προσέγγισης μάλλον παρά σύγκρουσης με την ατζέντα της. Και βέβαια σημαία της Ακροδεξιάς είναι ο εθνικισμός, οπότε η πίεση εδώ είναι μεγάλη.

 

Εννοείται πως η επιθετικότητα και η ευρεία διάδοση του εθνικισμού στη χώρα μας δεν έπεσε από τον ουρανό. Έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία μας και αναπαράγεται από την παιδεία, την Εκκλησία, τα ΜΜΕ και μεγάλο μέρος της διανόησης. Η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης συνέβαλαν και αυτοί, πρόσφατα με το μακεδονικό.

 

Ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται λοιπόν στριμωγμένος από καταστάσεις που κληρονόμησε, αλλά που και ο ίδιος υπέθαλψε, καθώς και από τη γενικότερη τακτική προσέγγισης στην ατζέντα της Ακροδεξιάς.

 

Με δεδομένο δε τον γνωστό οπορτουνισμό του, το πιθανότερο είναι να αρκεστεί στα «ήρεμα νερά», ελπίζοντας αυτά να παραταθούν όσο γίνεται και πάντως ως τις επόμενες εκλογές. Στο εσωτερικό θα διαφημίζει πως δεν υποχωρεί πουθενά, στους Αμερικανούς πως υπάρχει ηρεμία, και προς τους δύο θα καμαρώνει για τους υπερεξοπλισμούς, που όμως στερούν την οικονομία μας από αναγκαίους πόρους για την παιδεία, την υγεία και τις υποδομές.

 

Στις συνθήκες αυτές, ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των δυνάμεων της προοδευτικής αντιπολίτευσης; Μα προφανώς να στηρίξουν με σαφήνεια τον διάλογο και να απαιτήσουν τη συνέχισή του με στόχο την εξεύρεση λύσεων με αμοιβαίους συμβιβασμούς.

 

Να καταγγείλουν τα εθνικιστικά παραληρήματα των Σαμαράδων και των ακροδεξιών κομμάτων. Να αποδομήσουν τα δόγματα της «εθνικής γραμμής» που καθιστούν αδύνατη τη συνεννόηση με τους γείτονες (βλέπε γι’ αυτό το άρθρο μου στην ΕφΣυν 29/10). Και να αναδείξουν τις ευθύνες του Μητσοτάκη για την κατάσταση ομηρείας του ίδιου και της χώρας στους υπερπατριώτες.

 

Μόνο με μια τέτοια στάση θα δημιουργούνταν και προϋποθέσεις επιτυχούς αντιμετώπισης του εθνικιστικού κλοιού από ένα (κατά Λεωνίδα Κύρκο) «μέτωπο της λογικής».

 

Ζούμε δυστυχώς το ακριβώς αντίθετο. Όλοι, με διάφορα προσχήματα, καταγγέλλουν την κυβέρνηση για ενδοτισμό και αυτοανακηρύσσονται σε θεματοφύλακες των εθνικιστικών δογμάτων.

 

Το ΠΑΣΟΚ έχει επιστρέψει στον πρωτόλειο εθνικισμό της εποχής Ανδρέα Παπανδρέου και δια στόματος Ανδρουλάκη απορρίπτει τα «παζάρια», έτσι γενικά (άραγε τι να λένε ο Κώστας Σημίτης και ο Γιώργος Παπανδρέου;).

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει την πολιτική Τσίπρα με κριτική της κυβέρνησης από τα δεξιά («Η ΙΧ εξωτερική πολιτική του κ. Μητσοτάκη αποδεικνύεται, καθημερινά σχεδόν, απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας» -Ρένα Δούρου).

 

Ο Κασσελάκης αποκαλύπτει το νόημα της εμμονής του στο «πατριωτικό» κόμμα συντασσόμενος πλέον ρητά με τον Σαμαρά (συνέντευξη στη Σία Κοσιώνη, 25/11).

 

Το ΚΚΕ, από τα βάθη του σταλινικού του μεσαίωνα, καταγγέλλει τον διάλογο ως υποχθόνιο σχέδιο του ιμπεριαλισμού για συνδιαχείριση του Αιγαίου. Για «εκπτώσεις σε θέματα κυριαρχίας» κατηγορεί την κυβέρνηση και η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

 

Η «Νέα Αριστερά» είναι το μόνο κόμμα που καταγγέλλει υψηλόφωνα τον εθνικισμό. Στο πρόσφατο μάλιστα Συνέδριό της πήρε σαφή θέση υπέρ του διεξαγόμενου διαλόγου, προσθέτοντας πως «δεν θα χρησιμοποιήσουμε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής για να ασκήσουμε ‘από τα δεξιά’ κριτική στην κυβέρνηση, όπως κάνουν άλλες δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης, δίνοντας περισσότερο χώρο έτσι στην ακροδεξιά».

 

Όμως και αυτή φαίνεται να ανακρούει πρύμναν. Ο πρόεδρός της ανακαλύπτει «λογικές αναθεωρητισμού» στον διάλογο με τους Τούρκους. Καταγγέλλει πως ο Μητσοτάκης «παίζει παιχνίδια σε βάρος των εθνικών συμφερόντων […] με βάση τις προσωπικές [του] φιλοδοξίες», και τον κατηγορεί για «μυστικές διαπραγματεύσεις» (λες και οι διαπραγματεύσεις στα θέματα αυτά θα μπορούσαν να διεξάγονται υπό το φως της δημοσιότητας).

 

Εκτιμά πως η διαμάχη Μητσοτάκη-Σαμαρά αφορά «τη διεκδίκηση του τίτλου του Έλληνα Τραμπ» (παιδαριώδης απλούστευση, από την οποία συνάγεται πως η διαμάχη δεν μας αφορά).

 

Τέλος, ο πρόεδρος της «Νέας Αριστεράς» ζητά τη σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών των κομμάτων, προφανώς ώστε οι εκπρόσωποι των προοδευτικών κομμάτων, μαζί με τον Βελόπουλο, τη «Νίκη», τη Λατινοπούλου, ίσως και τους Σπαρτιάτες, να ασκήσουν από κοινού κριτική «από τα αριστερά» στην κυβέρνηση και να φράξουν το δρόμο στον ενδοτισμό. Έλεος!

 

Βρισκόμαστε με άλλα λόγια, μπροστά σε ένα de facto «πατριωτικό μέτωπο» (δανείζομαι τον όρο από το εξαιρετικό άρθρο του Χρήστου Ροζάκη στα Νέα της 23/11) με συμμετοχή όλων, χωρίς εξαίρεση, των κοινοβουλευτικών αντιπολιτευόμενων κομμάτων, από την άκρα Δεξιά ως την Αριστερά.

 

Με τον Αντώνη Σαμαρά ως ουσιαστικά επικεφαλής και με τη νεοδημοκρατική εσωτερική αντιπολίτευση να βάζει πλάτες. Στόχος τους να αποτύχει ο διάλογος με την Τουρκία και να αξιοποιηθεί η εθνικιστική συγχορδία ώστε να φθαρεί παραπέρα ή και να ανατραπεί ο Μητσοτάκης.

 

Το αν η συμπαράταξη με τον Σαμαρά γίνεται από πεποίθηση ή από οπορτουνισμό λίγη έχει σημασία. Σημασία έχει πως πρόκειται για μια εξαιρετικά ανεύθυνη και αντιδραστική πολιτική και ότι αποτελεί πρόσθετη εγγύηση πως η κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να προχωρήσει σε λύσεις.

 

Όσον αφορά την Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, το κοινό μέτωπο με την Ακροδεξιά και τον εθνικισμό είναι ντροπή. Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία: ο επίμονος εθνικισμός στα λεγόμενα «εθνικά» θέματα είναι η αιχμή της ελληνικής εκδοχής της ακροδεξιάς επέλασης ανά την Ευρώπη και τον κόσμο, και οι προοδευτικές δυνάμεις στη χώρα μας όχι μόνο δεν αντιστέκονται, αλλά τον υποθάλπουν.

 

Είναι δε εντυπωσιακό πώς, ενώ η συγκρότηση ενός «λαϊκού μετώπου» συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια, το έξω από κάθε αρχές «πατριωτικό μέτωπο» ήδη λειτουργεί στην πράξη, υπερβαίνοντας μάλιστα τη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς/Αριστεράς.

 

Το «πατριωτικό μέτωπο» μπορεί μεν να κυριαρχεί σε όλο το πολιτικό φάσμα, όμως στον χώρο του δημοκρατικού τόξου υπάρχουν στα περισσότερα κόμματα και δυνάμεις της λογικής. Κατά τη γνώμη μου η φωνή τους πρέπει να ακουστεί πιο δυνατά, αψηφώντας την ιδεολογική τρομοκρατία των υπερπατριωτών.

 

Η μάχη στην κοινή γνώμη για την ειρήνη και τη συμβίωση με τους γείτονες δεν πρέπει να θεωρείται χαμένη. Για να κερδηθεί, όμως, πρέπει να δοθεί.

 

Ειδικότερα η Αριστερά που λέει πως απορρίπτει τον λαϊκισμό και την παπανδρεϊκή «δομική αντιπολίτευση» και επικαλείται το «πνεύμα των Πρεσπών» δεν νοείται να φοβάται να πει καθαρά πως για τον ελληνο-τουρκικό διάλογο τάσσεται με τον Μητσοτάκη και τον Γεραπετρίτη και ενάντια στον Σαμαρά και τον Κασσελάκη.

 

Και αυτό άσχετα από τη ριζική αντίθεσή της σε άλλες πολιτικές της κυβέρνησης, περιλαμβανομένης και της εγκληματικής συμπαράταξης με τους σφαγείς των Παλαιστινίων.

 

Όπως οι αριστεροί στηρίξαμε τη Χάρις απέναντι στον Τραμπ και τον Μακρόν απέναντι στη Λεπέν. Φυσικά, ως αντιπολίτευση, αποβλέπουμε στην ανατροπή του Μητσοτάκη, όχι όμως από ένα «πατριωτικό μέτωπο» με αρχηγό τον Σαμαρά που μας σπρώχνει προς σύγκρουση και περιπέτειες με την Τουρκία. Αυτό πρέπει να το πούμε ανοικτά. Για να μην έχει και ο πρωθυπουργός άλλοθι εάν και εφόσον υποταχθεί στους υπερπατριώτες.

 

    Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη