Γιάννης Μυλόπουλος
Τυπική υπερασπιστική γραμμή κάθε κατηγορούμενου που δεν διαθέτει αποδείξεις για την αθωότητά του, είναι ο δια του αντιπερισπασμού συμψηφισμός των ευθυνών του με ευθύνες άλλων.
Το «δεν φταίω μόνο εγώ», όπως και το «φταίει κι ο … Χατζηπετρής» αποτελεί μόνιμο καταφύγιο κάθε απεγνωσμένου κατηγορούμενου, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να ελαφρύνει τη θέση του.
Η τακτική του συμψηφισμού των ευθυνών αντιμετωπίζει τρία μεγάλα εμπόδια.
Το πρώτο είναι ότι η τακτική αυτή είναι τόσο γνωστή και τόσο τετριμμένη, ώστε να γίνεται ελάχιστα πιστευτή.
Το δεύτερο είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να ελαφρύνει τις ευθύνες κάποιου που πιάστηκε επ’ αυτοφόρω να διαπράττει μια έκνομη πράξη.
Και το τρίο εμπόδιο είναι το γνωστό ρητό: «Ένοχος ένοχον ου ποιεί».
Που σημαίνει ότι ένας ένοχος διαθέτει ελάχιστη αξιοπιστία, ώστε να μη γίνεται πιστευτός όταν υποδεικνύει άλλους σαν ενόχους της πράξης που ο ίδιος συνελήφθη να διαπράττει.
Κυβέρνηση και πρωθυπουργός, μόλις κατέπεσε η υπερασπιστική γραμμή του ανθρώπινου λάθους που από την πρώτη ημέρα μετά το δυστύχημα προσπάθησαν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη, επιρρίπτοντας το σύνολο της ευθύνης στον σταθμάρχη, τον οποίον όμως οι ίδιοι διόρισαν αναξιοκρατικά, άρχισαν να επικαλούνται το άλλοθι των διαχρονικών παθογενειών στον σιδηρόδρομο, ως υπεύθυνο για τις δικές τους εγκληματικές αμέλειες.
Μόνο που το άλλοθι αυτό δεν πείθει σήμερα κανένα.
Πρώτα γιατί η μετωπική σύγκρουση έγινε στη δική τους θητεία.
Δεύτερον γιατί είναι γνωστό ότι μόνο αρμόδιο για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, ακόμη και μετά την ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας τους, είναι το υπουργείο υποδομών και μεταφορών.
Τρίτον γιατί όταν έγινε το δυστύχημα, τον Φεβρουάριο του 2023, η σημερινή κυβέρνηση είχε ήδη 3,5 χρόνια στη θέση της. Και συνεπώς δεν μπορεί να επικαλείται ευθύνες των προηγούμενων, όταν η ίδια είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή της για να αποκαταστήσει τα κενά και να καλύψει τις ελλείψεις στην ασφάλεια των τρένων.
Τέταρτον γιατί εκ του αποτελέσματος, τέτοιο δυστύχημα δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν. Δεν συνέβη, μάλιστα, ούτε πριν το 2018, όταν η σιδηροδρομική γραμμή ήταν ακόμη μονή και συνεπώς υπήρχαν μεγαλύτερες πιθανότητες για μετωπική σύγκρουση.
Πέμπτο γιατί η τηλεδιοίκηση στη Λάρισα, η οποία αν λειτουργούσε τον Φεβρουάριο του 2023 θα αποφεύγονταν η μετωπική σύγκρουση, σταμάτησε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 2019, όταν κάηκαν τα καλώδια στον χώρο που ήταν εγκατεστημένη. Και δεν είναι ευθύνη καμιάς προηγούμενης κυβέρνησης να αποκαταστήσει ζημιές που έγιναν μετά από τη λήξη της θητείας της.
Έκτο γιατί το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας του ΟΣΕ στην Αθήνα, το οποίο αν λειτουργούσε θα είχε αποφευχθεί το δυστύχημα, επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης βρίσκονταν σε κανονική λειτουργία. Τέθηκε εκτός το καλοκαίρι του 2019 και δεν εντάχθηκε ποτέ ξανά από τότε στις σιδηροδρομικές υπηρεσίες.
Έβδομο γιατί κανένα ανώτερο στέλεχος σιδηροδρομικού οργανισμού δεν παραιτήθηκε επί προηγούμενης κυβέρνησης διαμαρτυρόμενο για την κακή κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και των συστημάτων ασφάλειας, όπως συνέβη επί υπουργίας Κ. Αχ. Καραμανλή το 2021.
Όγδοο γιατί επί προηγούμενων κυβερνήσεων, οι εργαζόμενοι και οι μηχανοδηγοί στον σιδηρόδρομο δεν έστελναν κατ’ επανάληψη επιστολές διαμαρτυρίας για την κακή κατάσταση των σιδηροδρόμων, ειδοποιώντας εγκαίρως την πολιτική ηγεσία για επικείμενο δυστύχημα, χωρίς ποτέ να εισακουστούν.
Ένατο γιατί επί προηγούμενων κυβερνήσεων το σιδηροδρομικό προσωπικό ήταν ακόμη και επαρκές σε αριθμό και ικανό σε γνώσεις και εμπειρία, ώστε να μη μένει ποτέ μόνος ένα καινούργιος και κατά τεκμήριο άπειρος σταθμάρχης σε δύσκολη βάρδια. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το έμπειρο σιδηροδρομικό προσωπικό συρρικνώθηκε επικίνδυνα μετά το 2019, λόγω της οικονομικής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης που αποψίλωσε τον δημόσιο τομέα και αποτελείωσε την αντίστοιχη πολιτική των μνημονίων.
Και τέλος, δέκατο και τελευταίο γιατί ουδέποτε στο παρελθόν συνέβη να ερωτηθεί υπουργός μεταφορών στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων κι εκείνος, λίγες μέρες πριν το τραγικό δυστύχημα και ενώ είχε ειδοποιηθεί εγγράφως για τα κενά και τις ελλείψεις στην ασφάλεια των μεταφορών, να διαβεβαιώνει αναληθώς ότι οι σιδηρόδρομοι ήταν ασφαλείς.
Όταν όλα αυτά συνέβησαν επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν νοείται να επιχειρούν να επιρρίψουν ευθύνες σε αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «διαχρονικές παθογένειες των σιδηροδρόμων».
Γιατί οι παθογένειες μπορεί, πράγματι, να ήταν διαχρονικές. Η μετωπική σύγκρουση όμως συνέβη μόνο στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Και μάλιστα ήταν και προαναγγελθείσα, καθώς έγινε κάτω από συνθήκες κατάρρευσης δικτύου, συστημάτων και προσωπικού.
Είναι σαν να προκαλεί κάποιος δυστύχημα με το αυτοκίνητό του, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο πριν 3,5 χρόνια και να επιρρίπτει τις ευθύνες για την κακή λειτουργία των φρένων στον προηγούμενο ιδιοκτήτη.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι για την καθυστέρηση της υλοποίησης της σύμβασης 717 έχει ευθύνες και η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν μπορούμε να επιρρίψουμε τις ευθύνες για τη μη λειτουργία των ασφαλιστικών δικλείδων επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλού.
Για τον απλό λόγο ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως εκ του αποτελέσματος προκύπτει, είχαν φροντίσει να λειτουργούν. Και γι’ αυτό και δεν συνέβη ποτέ επί των ημερών τους παρόμοια μετωπική σύγκρουση.
Δεν θα γίνει, λοιπόν, ο Χαρίλαος Τρικούπης εξιλαστήριο θύμα για να καλύψει τις ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Κάθε κυβέρνηση κρίνεται για τα δικά της πεπραγμένα, τα δικά της κενά και τις δικές της ευθύνες.
Η λογική οι δικές σου ευθύνες δικές σου και οι δικές μου δικές μας, είναι η λογική του Καραγκιόζη. Είναι, δηλαδή, καλή, αλλά μόνο για το θέατρο σκιών…