Πρέπει οι φτωχοί να έχουν χόμπι, ελεύθερο χρόνο, διακοπές, αργίες; Όχι!


Πριν μερικές μέρες άρθρο του Σάκη Μουμτζή στην Καθημερινή ξεσήκωσε, και δικαίως, κύμα αγανάκτησης όταν έγραφε:

 

«Είναι λογικό να υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ιδιαίτερα πλούσιων τουριστών… [που] να μη θέλουν δίπλα στην ακριβοπληρωμένη ξαπλώστρα τους να έρθει μια τετραμελής οικογένεια με την ομπρέλα της, την πετσέτα της και τα ταπεράκια της. Έτσι παίζεται το παιχνίδι παγκοσμίως. Εκτός αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην εποχή του μπατιροτουρισμού».

 

Κοινώς και με απλά λόγια: Έχεις χρήματα; Ζεις με τους καλύτερους δυνατούς τρόπους. Δεν έχεις; Φυτοζωείς ή πεθαίνεις.

 

Στο άρθρο που παραθέτω από τον Guardian βλέπουμε πώς απόψεις σαν του Σάκη Μουμτζή τις συναντάμε και στη Βρετανία.

 

Διαβάστε προσεκτικά το άρθρο. Ο κοινωνικός δαρβινισμός σε όλο του το μεγαλείο.

 

[Η μετάφραση δική μου, τα όποια λάθη βαρύνουν εμένα.]

 

Οι Βρετανοί έχουμε γίνει τόσο μοχθηροί που πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι οι φτωχοί δεν αξίζουν να έχουν ελεύθερο χρόνο

 

Της Φράνσις Ράιαν

 

Πρέπει να επιτραπεί σε κάποιον που δεν δουλεύει και πάσχει από Πάρκινσον να έχει τηλεόραση; Αξίζει σ΄ ένα εργαζόμενο σε σούπερ μάρκετ να έχει χόμπι; Το yougov.co.uk σε δημοσκόπηση έθεσε μια σειρά ερωτήσεων που αφορά δαπάνες για να ρωτήσει ποιο επίπεδο εισοδήματος χρειάζεται ώστε να πραγματοποιηθούν αυτές οι δαπάνες. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Η έρευνα δείχνει ότι το 76% των Βρετανών πιστεύει ότι ο καθένας πρέπει να μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας, ενώ το 74% πιστεύει ότι πρέπει να έχει τα μέσα για να κάνει μια ισορροπημένη διατροφή -στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει ότι περίπου το ένα τέταρτο του κοινού πιστεύει ότι όσοι διαβιούν με επιδόματα ανεργίας δεν θα πρέπει να έχουν ηλεκτρισμό ή πλήρως ισορροπημένη διατροφή.

 

Τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όταν οι ερωτηθέντες ρωτήθηκαν για τα «μη ουσιώδη». Μόνο το 60% πιστεύει ότι οι εποχιακές γιορτές πρέπει να είναι εφικτές για όλους, ενώ το 55% πιστεύει ότι όλοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν μια τηλεόραση.

 

Μόλις το 39% πιστεύει ότι όλοι -οι πλούσιοι, αυτοί με μέσο εισόδημα, αυτοί με κατώτατο μισθό και οι αιτούντες κοινωνικές παροχές- θα πρέπει να είναι σε θέση να έχουν ένα χόμπι, ενώ μόνο το 27% πιστεύει όλοι, οποιουδήποτε εισοδήματος, πρέπει να έχουν την ευκαιρία να βγουν έξω για κοινωνικές συναναστροφές.

 

Τέτοιες απόψεις είναι ζοφερές, αλλά δεν είναι καθόλου νέες. Όπως είχε πει ο Βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ το 1932: «Η ιδέα ότι οι φτωχοί πρέπει να έχουν ελεύθερο χρόνο ήταν πάντα σοκαριστική για τους πλούσιους». Ωστόσο, είναι σαν να έχουν σκληρύνει τα μυαλά τα τελευταία χρόνια. Η κρίση κόστους ζωής έχει δει την ανισότητα του διαθέσιμου εισοδήματος στη Βρετανία να αυξάνεται, με το φτωχότερο 1/5 του πληθυσμού να υπομένει τη μεγαλύτερη πτώση καθώς αναγκάζεται να ξοδέψει περισσότερα για να καλύψει τα βασικά. Εν τω μεταξύ, οι υπουργοί ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες δυσκολίες λέγοντας στο κοινό απλώς να εργάζεται περισσότερες ώρες.

 

Ενώ στο εργατικό δυναμικό επιβάλλεται ολοένα και πιο σκληρή εργασία, δεν υπάρχει μόνο λιγότερος χρόνος για χαλάρωση, δεν υπάρχουν χρήματα να την πληρώσετε. Οι μισθολογικές «απαιτήσεις» των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων έχουν απορριφθεί γιατί «τροφοδοτούν τον πληθωρισμό» (στην πραγματικότητα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 10% με τα υψηλότερα εισοδήματα βάζουν περισσότερα στις τσέπες τους). Αντί να φορολογεί τα διογκωμένα κέρδη στην κορυφή της κοινωνίας για να ελέγξει τον πληθωρισμό, η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να μειώσει τον πληθωρισμό μέσω της συμπίεσης των καταναλωτικών δαπανών της μέσης οικογένειας. Δεν είναι περίεργο που περιορίζουμε δαπάνες όπως διακοπές και το φαγητό έξω.

 

Αντί για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, υπήρξε μια αθόρυβη αποδοχή της πενιχρής αναψυχής -κυρίως για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα. Μια δεκαετία ρητορικής κατά των κοινωνικών παροχών και πιέσεων στο βιοτικό επίπεδο έχει καλλιεργήσει την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι με κοινωνικές παροχές και χαμηλούς μισθούς αξίζουν μια ζωή στη φτώχεια και την ανία. Σκεφτείτε το δεξιό Τύπο που δυσφημεί όσους διεκδικούν κοινωνικά επιδόματα γιατί «έχουν τηλεοράσεις ευρείας οθόνης» ή τους πολιτικούς που επιμένουν ότι οι οικογένειες πρέπει να σταματήσουν να αγοράζουν σάντουιτς με τυρί αφού δεν αντέχουν οικονομικά την εβδομαδιαία αγορά τους.

 

Σε μια εποχή που τα επιδόματα και οι μισθοί σε πραγματικούς όρους μειώνονται με τον ταχύτερο ρυθμό τους εδώ και δεκαετίες, τα παραμικρά σημάδια ευχαρίστησης θεωρούνται ως απόδειξη ότι όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα δεν αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα. Έχεις πάει στα McDonald's πρόσφατα; Τότε ο μισθός σου πρέπει να είναι εντάξει. Έχεις smartphone για αναζήτηση εργασίας; Τότε η πιστοληπτική ικανότητα είναι σαφώς πολύ υψηλή.

 

Αυτή η αφήγηση ρίχνει το φταίξιμο στο άτομο για την έλλειψη πόρων, λες και ο λόγος που κάποιος δεν έχει μετρητά δεν είναι οι μισθοί της πείνας, αλλά η συνδρομή του στο Netflix. Δημιουργεί μια απαίτηση για ολοένα και πιο παράλογες συνθήκες προκειμένου οι επικριτές να αναγνωρίσουν τις δυσκολίες για επιβίωση. Να χρειάζεται μια ηλικιωμένη γυναίκα με σκλήρυνση κατά πλάκας να περνάει τα βράδια της κοιτώντας έναν κενό τοίχο τρώγοντας χυλό για να αξίζει επιδόματα αναπηρίας.

 

Πρόκειται για νοοτροπία βικτοριανού τύπου που έχει ξανασυσκευαστεί για την εποχή του iPhone, στην οποία οι φτωχοί και οι άρρωστοι πρέπει να υπομείνουν ένα ορισμένο επίπεδο ταλαιπωρίας ως μετάνοια για τις αποτυχίες τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα ότι τα άτομα σε θέσεις εργασίας κατώτατου μισθού θα πρέπει να μένουν χωρίς τηλεόραση δεν είναι λάθος της οικονομίας -είναι τιμωρία για το έγκλημα της έλλειψης παραγωγικότητας. Ή, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Μάθιου Πάρις στους Times, θα μπορούσαν οι άνθρωποι που βρίσκονται εκτός εργασίας και λαμβάνουν επιδόματα ασθενείας να συνεχίσουν να εργάζονται;

 

Το αποτέλεσμα είναι η προώθηση ενός είδους ύπαρξης δύο επιπέδων, όπου η χαρά, η χαλάρωση και η προσωπική ολοκλήρωση να θεωρούνται ως προνόμιο των πλούσιων ανθρώπων -και η ζωή για τις κατώτερες τάξεις είναι ζωή εργασίας και επιβίωσης. Πρόκειται φυσικά για ταξική προκατάληψη, αλλά αφορά επίσης μια γενική μείωση των προσδοκιών σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σε μια χώρα όπου έχει πλέον κανονικοποιηθεί ότι το σπίτι, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και τα τακτικά γεύματα είναι απρόσιτα για τους πολλούς, είναι εύκολο να πειστείτε ότι τα χόμπι και η ψυχαγωγία είναι παράλογα αιτήματα. Προτού το καταλάβετε, ο εορτασμός των Χριστουγέννων θα είναι ένα προνόμιο για όσους ανήκουν στις υψηλότερες φορολογικές ζώνες.

 

Στο The Road to Wigan Pier, ο Τζορτζ Όργουελ έγραψε για την εργατική τάξη: «Δεν θα ήταν καλύτερα αν ξόδευαν περισσότερα χρήματα σε υγιεινά πράγματα όπως τα πορτοκάλια και … εξοικονομούσαν καύσιμα και έτρωγαν τα καρότα τους ωμά; Ναι, θα ήταν, αλλά το θέμα είναι ότι κανένας συνηθισμένος άνθρωπος δεν πρόκειται να κάνει ποτέ κάτι τέτοιο». Ενενήντα χρόνια μετά, η αίσθηση είναι τόσο αληθινή τώρα όσο και τότε. Και όμως, παραπέμπει σ’ ένα άλλο πρόβλημα: υπάρχει ένα τμήμα της κοινωνίας που δεν πιστεύει ότι οι άνθρωποι με κοινωνικά επιδόματα ή χαμηλούς μισθούς είναι «συνηθισμένοι άνθρωποι» -ότι έχουν την ίδια δημιουργικότητα, όνειρα και στόχους με όλους τους άλλους. Δεν είναι απλώς ότι η τέχνη, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία συχνά θεωρούνται ασήμαντες, αλλά ότι θεωρούνται ως το πεδίο των ανθρώπων με χρήματα. Ενώ οι πλούσιοι άνθρωποι μπορούν να έχουν τη ζωή τους εμπλουτισμένη με θέατρο, γκολφ και εκλεκτά φαγητά, οι φτωχότεροι στην κοινωνία αναμένεται να ζουν χωρίς καν το Διαδίκτυο ή φαγητό ντελίβερι.

 

Θα ήταν εύκολο να πούμε ότι η αριστερά πρέπει να έχει άλλες προτεραιότητες. Όταν εκατομμύρια άνθρωποι παλεύουν να αντέξουν οικονομικά τρόφιμα και φυσικό αέριο, μπορεί να μοιάζει επιπόλαιο να επιχειρηματολογούμε για το δικαίωμα στα χόμπι ή στην κοινωνικοποίηση. Όλα αυτά όμως είναι θεμελιώδη ερωτήματα. Τι σημαίνει να έχεις μια καλή ζωή; Λειτουργεί μια σύγχρονη οικονομία εάν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τον περιστασιακά ελεύθερο χρόνο; Και τι λέει για εμάς, αν δεν το θέλουμε ο ένας για τον άλλον;

 

Είτε είναι σύμβουλος μιας εταιρείας, καθαρίστρια ή καρκινοπαθής, κάθε άνθρωπος αξίζει να χαλαρώσει με μια ταινία ή να έχει μια βραδινή έξοδο χορεύοντας με φίλους. Άλλωστε, η ζωή δεν είναι μόνο το ψωμί, αλλά και τα τριαντάφυλλα. Το ότι αυτό μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ως ριζοσπαστικό δείχνει όχι μόνο πόσο χαμηλά έχει πέσει το βιοτικό επίπεδο της Βρετανίας, αλλά αποκαλύπτει και το χειρότερο ένστικτό μας που λέει ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν αξίζουν κάτι καλύτερο.

 

Η πηγή του άρθρου: The Guardian

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη